Σε μια εποχή υπερπροσφοράς κάθε λογής αμειβόμενων ερωτικών υπηρεσιών, τα εναπομείναντα «σπίτια» της Αθήνας μοιάζουν ρομαντικά απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος τους όπως το κατέγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο «Μπουρδέλο» (1980). Συγκεντρωμένα σε «κακόφημες» ή υποβαθμισμένες γειτονιές, σε κτίρια κατά κανόνα παλιά, ημιεγκατελειμμένα αλλά με ιδιαίτερο, συχνά, αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, προσελκύουν πια από τους κλασικούς «αφιονισμένους» νεανίες μέχρι μια ετερόκλητη, πολυεθνική, λούμπεν κατά βάση πελατεία – ο μέσος Αθηναίος προτιμά να καταφεύγει στις πιο «κυριλέ» αναζητήσεις μέσω τηλεφώνου ή Διαδικτύου. Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, και παρά τον μερικό περιορισμό του φαινομένου, υπάρχει υπερπροσφορά αγοραίου έρωτα από ιερόδουλες που συνήθως φέρνουν από το εξωτερικό και διακινούν οργανωμένα κυκλώματα trafficking, με όλα τα ρίσκα που τυχόν ενέχει αυτή η επιλογή για όλες τις συναλλασσόμενες πλευρές. Τίποτα βέβαια δεν συνιστά κανόνα, όπως έδειξαν τα εκατοντάδες αγωνιώδη τηλεφωνήματα καθώς πρέπει και υπεράνω πάσης υποψίας συμπολιτών μας σαν ξέσπασε το «σκάνδαλο» με την ελέω Λοβέρδου σύλληψη και τη διαπόμπευση δεκάδων οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών τον Μάιο του ‘12. Τα «σπίτια» ωστόσο είναι πάντα εκεί, επιτελώντας υψηλό κοινωνικό λειτούργημα ως «σχολεία» ηδονών, κυματοθραύστες επιθυμιών, εκτόνωση και παραμυθία του Σαββατοκύριακου. Ως πότε, άραγε;
Στο ΣΤΕ προσέφυγαν πρόσφατα το Σωματείο Εκδιδομένων Προσώπων Ελλάδας (ΣΕΠΕ) καθώς και πέντε Θεσσαλονικιές ιερόδουλες, χαρακτηρίζοντας «αντισυνταγματικούς» και «ασφυκτικούς» τους νέους περιοριστικούς όρους στη λειτουργία των οίκων ανοχής. Αντίκεινται, λένε, στην προσωπική και οικονομική ελευθερία όπως αυτή ορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα και τη χάρτα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο περισσότερος κόσμος πιθανότατα αγνοεί πως μόνο δύο ή τρεις από τους 600-1000 κρυφούς και φανερούς οίκους ανοχής σε όλο το λεκανοπέδιο διαθέτουν κανονική άδεια. Όλοι οι υπόλοιποι λειτουργούν παράνομα, σπάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τις απαγορευτικές σφραγίδες του δήμου. «Το ΣΕΠΕ έχει 5.000 μέλη που όλα τους πληρώνουν ΦΠΑ 23%, ενώ το ελληνικό δημόσιο εισπράττει εκατοντάδες χιλιάδες Ευρώ κάθε χρόνο από το επάγγελμά μας!», λέει η πρόεδρος του σωματείου Δήμητρα Κανελλοπούλου. Πάνω από 7000 εργαζόμενες-οι σε αυτούς – εκδιδόμενες, υπηρεσία, καθαρίστριες, φύλακες - κινδυνεύουν να βρεθούν άνεργοι και ταυτόχρονα υπόδικοι, αν ο νόμος εφαρμοστεί ως έχει, συνεχίζει. Και επειδή καμια απαγόρευση δεν σταμάτησε ποτέ την πορνεία, αν βγει εντελώς στην παρανομία αυξάνονται οι κίνδυνοι για την υγεία τόσο των εκδιδόμενων προσώπων, όσο και των πελατών τους. Παγιώνεται έτσι, επίσης, το καθεστώς εκμετάλλευσης.
Ήδη από το 1999 η πορνεία αναγνωριζόταν μεν μερικώς ως επάγγελμα, ταυτόχρονα όμως καθίστατο εξαιρετικά δύσκολο να την εξασκήσει κανείς τηρώντας το γράμμα του νόμου. Δεν επιτρεπόταν η λειτουργία «σπιτιών» σε διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια, χώρους που δεν είναι κύριας χρήσης ή δεν πληρούν τους όρους του οικοδομικού κανονισμού. Απαγορευόταν, επίσης, να εγκατασταθούν σε ακτίνα μικρότερη των 200 μέτρων από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, νοσοκομεία, αθλητικά κέντρα, ευαγή ιδρύματα, βιβλιοθήκες, πλατείες, παιδικές χαρές κ.λπ. Πολλές γυναικείες οργανώσεις είχαν, θυμάμαι, αντιδράσει στην «επαγγελματοποίηση» αυτή περισσότερο κι από την Εκκλησία - για τις «παλαιάς κοπής» φεμινίστριες, η πορνεία συνιστά την απόλυτη εκμετάλλευση, σε αντίθεση με τα νεότερα ρεύματα σκέψης που την αντιμετωπίζουν ως ατομικό δικαίωμα κι επαγγελματική ενασχόληση καθ’ όλα αξιοσέβαστη εφόσον τυγχάνει προϊόν ελεύθερης βούλησης (η καταναγκαστική πορνεία εξακολουθεί, βέβαια, να είναι η κυρίαρχη, όχι όμως η μόνη πραγματικότητα). Μετέτρεπε, επίσης, σε πταίσμα την άγρα πελατών, μεταβολή η οποία παρά τις αγαθές της προθέσεις «πριμοδότησε» εν μέρει την αγοραία πορνεία που σημείωσε έκρηξη τα επόμενα χρόνια, όπως πιστεύουν στο ΣΕΠΕ. Ένα πάντως θετικό του νόμου εκείνου, ήταν αναμφίβολα η αναφορά όχι πια σε εκδιδόμενες γυναίκες αλλά σε «εκδιδόμενα πρόσωπα» γενικά, αναγνωρίζοντας έτσι εμμέσως ότι το αρχαιότερο επάγγελμα μπορεί επίσης να ασκούν άνδρες ή/και τρανσέξουαλ, εργάτες-τριες του σεξ που ήταν θεσμικά «αόρατοι» ως τότε.
Εντούτοις, οι προϋποθέσεις εξάσκησης επαγγέλματος για τα εκδιδόμενα πρόσωπα υπήρξαν τόσο αυστηρές ώστε εκ των πραγμάτων ο νόμος καταργήθηκε στο… πεζοδρόμιο. Παραμονές των Ολυμπιακών του 2004, στο κλίμα της γενικότερης εθνικής ευφορίας εντασσόταν κι η αναμενόμενη αυξημένη ζήτηση ερωτικών υπηρεσιών. Μάλιστα, ο τότε υφυπουργός Εσωτερικών Νίκος Μπίστης είχε, διαβάζω σε παλιότερο δημοσίευμα του «Ιού», καταθέσει αναθεωρητική τροπολογία (που δεν πέρασε) και αρθρογραφήσει κατά του αυστηρού σουηδικού μοντέλου που, αντίθετα με το φιλελεύθερο ολλανδικό, απαγορεύει εντελώς την πορνεία ποινικοποιώντας την ίδια τη ζήτηση. Επί δημαρχίας Ντόρας Μπακογιάννη έγινε, μάλιστα, απόπειρα περιορισμού και ελέγχου των οίκων ανοχής με την έκδοση 230 αδειών, που όμως ποτέ δεν παρέλαβαν οι δικαιούχοι. Οι επόμενοι δήμαρχοι Νικήτας Κακλαμάνης και Γιώργος Καμίνης πρότειναν όπως η «απαγορευμένη» ακτίνα 200μ. μετατραπεί σε 100 μ. ευθεία γραμμή, παρέμειναν ωστόσο όλα στα χαρτιά.
Φέτος ψηφίστηκαν δύο νόμοι που θεσπίζουν νέους περιορισμούς για τα «κόκκινα φανάρια». Δεν επιτρέπεται, πλέον, η εγκατάσταση εκδιδόμενων ατόμων σε 200 μ. απόσταση από ξενοδοχεία 3-5 αστέρων ενώ – το κυριότερο – προβλέπεται τρίμηνη φυλάκιση χωρίς(!) δικαίωμα εξαγοράς, έφεσης ή αναστολής για όσους ανοίγουν σφραγισμένους οίκους ανοχής, «κάτι πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εφόσον ούτε στη σκληροπυρηνική Σουηδία δεν ισχύει κάτι τέτοιο», όπως σημειώνει ο δικηγόρος του ΕΚΔΕ Φώτης Κουβέλης (όχι, δεν πρόκειται για τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ αλλά για εξάδελφό του). «Εκτός από το Σύνταγμα, παραβιάζονται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων… Καταργείται η αρχή της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο αθωότητας, ενώ παρεμποδίζεται το δικαίωμα στην εργασία και η ελευθερία του οικονομικού ανταγωνισμού», συμπληρώνει.
Σε αναμονή της απόφασης του ΣτΕ, ας σημειωθεί ότι, παρ΄ολ’ αυτά, η Ελλάδα ανήκει στο «τόξο» εκείνων των ευρωπαϊκών χωρών όπου η πορνεία παραμένει νόμιμη. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως άλλωστε συμβαίνει και με μια σειρά άλλα σοβαρά ζητήματα, από το εθνικό κτηματολόγιο μέχρι τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών, η όλη κατάσταση χαρακτηρίζεται μεταφορικά «μπουρδέλο», αν και τα τελευταία φημίζονται συνήθως για την ευταξία τους! Το κεφάλαιο «πορνεία» είναι βέβαια τεράστιο, πολυεπίπεδο και αδύνατο να εξαντληθεί εδώ σε όλες του τις πτυχές. Ευκταίο είναι δήμοι και Πολιτεία να καταφέρουν να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τουλάχιστον τα των οίκων ανοχής, με τη συμμετοχή ει δυνατόν όλων των άμεσα ενδιαφερόμενων πλευρών και γνώμονα το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον, δίχως αχρείαστες προκαταλήψεις, απαγορεύσεις και δαιμονοποιήσεις.
σχόλια