Ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα στις παρυφές της Ιεράς Οδού, δίπλα στα υπερμεγέθη σκυλάδικα και τα αυτοσχέδια προπύργια των σύγχρονων πόθων –τα νέα studios– κάνει πρόβες η Λένα Κιτσοπούλου και η ομάδα της για τον Ματωμένο Γάμο, το έργο-ορόσημο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα που θα ανέβει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η λέξη «ομάδα», πέρα από το ότι ταιριάζει στη διονυσιακή-ποδοσφαιρική ατμόσφαιρα των ημερών, περιγράφει απόλυτα αυτό που αναζητά από τους ηθοποιούς της η σκηνοθέτις Λένα Κιτσοπούλου: συνενόχους που διακατέχονται από την ίδια αγωνία να ανακαλύψουν νέες οπτικές στις οπές κάθε θεατρικού κειμένου, όπως ο Ματωμένος Γάμος, ώστε να γίνουν μέρος μιας ευρύτερης αυτοβιογραφίας. «Εμείς, ως ομάδα, δεν στοχεύουμε σε ένα αποτέλεσμα και σε ένα τέλος, αλλά σε κάθε βήμα αναζητούμε την αφορμή για μια νέα αρχή», μας ομολογεί σχετικά η σκηνοθέτις, «κυρίως επειδή θέλουμε να δούμε τις διόδους που ανοίγει η κάθε στιγμή στην πρόβα. Και είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που σου αποκαλύπτει το καινούργιο. Σε κάνει να δεις το έργο την ώρα που γίνεται, πλάθεται και δημιουργείται. Μου αρέσει τα πράγματα να μην είναι περίκλειστα, να αφήνουν ρωγμές για να μπορεί να εισβάλει ο καθένας. Ίσως, τελικά, να θέλω να φαίνονται λίγο λάθος, δηλαδή όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματική ζωή».
Από αυτό το λάθος που είναι πάντα ο έρωτας πιάνονται και οι πρωταγωνιστές του Ματωμένου Γάμου για να πάνε κόντρα στην ίδια τους τη μοίρα. Στο έργο η Νύφη –εσκεμμένα χωρίς όνομα– ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Γαμπρό, αφήνοντας πίσω έναν διαλυμένο αρραβώνα με τον Λεονάρντο, έναν συγγενή των Φελίξ που σκότωσαν μέλη της οικογένειας του Γαμπρού. Η Μάνα του Γαμπρού, ανακαλύπτοντας, έστω και καθυστερημένα, την καταραμένη συγγένεια, επισκέπτεται τον Πατέρα, ενώ στο σπίτι της Νύφης κάνει απρόσμενη εμφάνιση από το παρελθόν ο Λεονάρντο. Τα πάντα ανατρέπονται, καθώς ξαναγεννιέται το παλιό πάθος και η Νύφη τελικά το σκάει με τον Λεονάρντο και ο Γαμπρός, εξοργισμένος, τον κυνηγάει να τον σκοτώσει. Ακολουθεί η τραγική περιπλάνηση του παράνομου ζεύγους στο Δάσος με τους Ξυλοκόπους που συζητούν τα γεγονότα και το Φεγγάρι που παίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία ως ολοζώντανος χαρακτήρας.
«Είναι ένα έργο που με σημάδεψε από την εποχή που ήμουν φοιτήτρια στο Θέατρο Τέχνης, αφού είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία του» εξηγεί η Κιτσοπούλου σχετικά με την απόφασή της να ανεβάσει Λόρκα. «Επιπλέον, είναι ένα έργο κοινής εμπειρίας, αφού αναφέρεται σε πράγματα οικεία, σε έναν μεσογειακό λαό, όπως εμείς. Ακόμη και σήμερα, πάντως, το έργο μοιάζει τολμηρό, αφού περιγράφει ένα θέμα οριακό, έναν γάμο που λύνεται βίαια, με τη νύφη να το σκάει την ώρα του μυστηρίου. Η ιστορία από μόνη της σε βοηθάει να αποκαλύψεις τα αιχμηρά στοιχεία, τα αδιέξοδα και τις κοινωνικές συγκρούσεις, να δεις όλη την γκάμα της φύσης, του έρωτα, του θανάτου, της εξουσίας και της ανθρωπότητας. Είναι ένα έργο για τους ανθρώπους που περιέχουν τα πάντα, από το κακό μέχρι το καλό, κι έχουν κάθε λόγο να θέλουν να πεθάνουν με την ίδια ένταση που θέλουν να ζήσουν».
Και αυτή την ένταση φαίνεται ότι επιζητά η Λένα Κιτσοπούλου διαρκώς και στις πρόβες που λαμβάνουν χώρα στα άδυτα της Ιεράς Οδού: δίνοντας οδηγίες στους ηθοποιούς που βρίσκονται καθισμένοι σε ένα τεράστιο γαμήλιο τραπέζι στη μέση της σκηνής τούς θυμίζει αυτήν τη «μαύρη λεπτομέρεια» που κρύβει ακόμα και στις πιο χαρούμενες στιγμές του ένας γάμος. «Θέλω να φαίνεται πιο έντονη αυτή η στεφανίλα» φωνάζει η Κιτσοπούλου στον Γιάννο Περλέγκα και στη Έμιλυ Κολιανδρή, οι οποίοι ανταλλάσσουν χτυπήματα και βίαια φιλιά. Έχει κάτι οδυνηρό αυτό το φιλί και μάλλον ταιριάζει με το αποστασιοποιημένο ύφος των υπόλοιπων συνδαιτυμόνων, με το άδειο τους βλέμμα. Αλλά συνάμα και κάτι αστείο: λίγα λεπτά αργότερα ο Γιάννης Κότσιφας μένει μόνος του στο τραπέζι –όπως πάντα συμβαίνει στους γάμους όταν όλοι χορεύουν–, φορώντας μια γελοία περούκα. «Είσαι ίδιος ο Σάββας Κοφίδης, ρε!» του λένε οι άλλοι γελώντας στα παρασκήνια των προβών, ενώ καταλαβαίνεις ότι η σκηνοθέτις δεν θα αργήσει να δώσει την εντολή για την έκρηξη: τραπέζια αναποδογυρίζονται, ποτήρια ανασπώνται με τα δόντια, κάποιοι ουρλιάζουν, άλλοι κλαίνε κι εξεγείρονται. Κι εκεί, ανάμεσα στις νοσταλγικές μπαλάντες –κάποια στιγμή ακούγεται το «Ηold me now»– και τους χορούς-παρωδία σαν κι αυτούς που συνήθως επαναλαμβάνονται στους γάμους, ο κάθε ηθοποιός καταθέτει το δικό του άκουσμα-μερτικό στην παράσταση. Ο Νίκος Καραθάνος στον ρόλο της Μάνας ερμηνεύει σπαρακτικά ένα δημοτικό τραγούδι από τον τόπο καταγωγής του, το Καρπενήσι, ενώ ο καθένας ανακαλύπτει τη δική του ατάκα – σαν αυτή που θα έλεγε, αν στο τραπέζι βρισκόταν ένα δικό του πρόσωπο.
Χειροκροτήματα ακούγονται αυθόρμητα σε οτιδήποτε πέφτει στο τραπέζι, αφού εδώ το γλέντι είναι ταυτόχρονα τρικούβερτο όσο και τραγικό. Χαμένοι, οι ηθοποιοί-καλεσμένοι παύουν από ένα σημείο κι ύστερα να είναι ο εαυτός τους και γίνονται οι ενοχές, τα φωτεινά και σκοτεινά κομμάτια τους, οι εντάσεις και τα απωθημένα τους.
«Όσο υπάρχει ο άνθρωπος, θα υπάρχει και ο πόνος. Όσο πιο πολύ πλησιάζουν τα πράγματα, τόσο πιο οδυνηρά θα φαίνονται, αφού πλάι στην ευτυχία υπάρχει το κλάμα, η οδύνη δίπλα στη χαρά. Δεν βλέπεις πώς κλαίει πάντα η μάνα, αν και χαρούμενη, στους γάμους, γιατί χάνει το παιδί της; Πάντα θα είμαστε σε διαδικασία πόνου και όχι ειρήνης με τα πράγματα» μου λέει ο Νίκος Καραθάνος, πρωταγωνιστής στον ρόλο της Μάνας, αλλά και ιδανικός «συνένοχος» της Λένας κατά την προετοιμασία της παράστασης. Μαζί κλείνονταν για ώρες στην κουζίνα του σπιτιού του κάνοντας πρόβες, αναπολώντας στιγμές από γάμους που έχουν ζήσει μαζί στη Σαντορίνη –«εκεί όπου πραγματικά χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»–, ψάχνοντας να βρουν πάνω από άδεια ποτήρια, ποτά και πεταμένα πακέτα από τσιγάρα τις εναλλακτικές προσεγγίσεις. «Έχουμε περάσει αρκετές ώρες συζητώντας πάνω από το κλειστό βιβλίο του Ματωμένου Γάμου –πάντα σε απόδοση του Νίκου Γκάτσου–, κοιτώντας το από μακριά, σαν εικονίτσα, φοβούμενοι να το ανοίξουμε, να το πιάσουμε. Αλλά τότε ήταν σαν να ερχόταν ο ίδιος ο δάσκαλος, ο Λόρκα, και να μας άνοιγε ένα παράθυρο στην άβυσσο, σαν να μας τραβούσε από την μπλούζα, κι ενώ μας έλεγε "μην το κάνεις αυτό, θα σε σκοτώσω!", την ίδια στιγμή μας έδειχνε προς τη θάλασσα. Κι εμείς θέλαμε τόσο να βουτήξουμε... Δεν βλέπαμε την ώρα κι ας ξέραμε ότι δεν πατώνουμε κι ας μην ήμαστε σίγουροι ότι γνωρίζουμε κολύμπι. Έτσι, νιώθαμε να χανόμαστε ανάμεσα στις στιγμές, στα εγκλήματα, στη Μεσόγειο, στους θανάτους, στο δράμα και στο φεγγάρι» μου περιγράφει γλαφυρά το κλίμα αυτών των συνευρέσεων ο Καραθάνος. «Τελικά, η ζωή έχει πολλές πλευρές και πολλά κορμιά για να βουτήξεις μέσα τους και να χαθείς, όπως περίπου και οι εξηγήσεις, αφού όλα στο θέατρο είναι σχεδόν αυτοβιογραφικά» μου λένε σχεδόν από κοινού.
Η Λένα Κιτσοπούλου ομολογεί πως έχει βιώσει την τελετουργία των γάμων από πρώτο χέρι, τραγουδώντας σε πολλούς από αυτούς στην ελληνική επαρχία: «Είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα ο γάμος, στον βαθμό που είναι ένα έργο από μόνο του. Μόνο που εκεί οι ρόλοι είναι απόλυτοι και καθορισμένοι σχεδόν τελετουργικά: οι άνδρες εκδηλώνονται με συγκεκριμένο τρόπο στο τραπέζι, εκφράζουν νομοτελειακά τη μαγκιά στο πώς θα κατεβάσουν ολόκληρο το μπουκάλι, πώς θα χορέψουν πρώτοι το συγκεκριμένο τραγούδι. Σε έναν γάμο βλέπεις ολόκληρη την κοινωνία, το αίμα που βράζει, στο ξύλο που πέφτει ακόμη και τη στιγμή που το γλέντι έχει ανάψει». Μαζί με τον Καραθάνο επισκέπτονταν, μάλιστα, διάφορα οικογενειακά σπίτια. «Εκεί να δεις κάτι φωτογραφίες με τρομακτικές φάτσες, από αυτές που αν τις έβλεπε ο Μπέικον, θα έκανε αριστουργήματα. Με άλλα λόγια, τίποτε απ' όσα βλέπουμε, νιώθουμε και συζητάμε με τη Λένα δεν είναι ξένο και μακριά από εμάς. Όλα αυτά η ζωή τα έχει επί χίλια, καράβια ολόκληρα έχει απ' όλα αυτά τα πράγματα» συμπληρώνει ο Καραθάνος για να δείξει την υποδειγματική εισδοχή του πραγματικού γάμου στο ματωμένο σκηνοθετικό όραμα της Κιτσοπούλου.
Δεν είναι τυχαίο ότι κι η ιστορία του Ματωμένου Γάμου είναι βγαλμένη από μια πραγματική ιστορία που είχε δημοσιευτεί σε εφημερίδες και από εκεί, όπως μου λένε αμφότεροι, «φαίνεται πώς φωτοβολούσαν και καίγονταν τότε οι άνθρωποι, πώς ανέτρεπαν τα πράγματα. Ακόμη και οι δημιουργοί που εμπνεύστηκαν από αυτά τα θέματα δεν ήταν αποστασιοποιημένοι από τις ανθρώπινες συνθήκες. Δεν ήταν γιάπηδες, αλλά άνθρωποι του πόθου, του πάθους και του αίματος. Αν δεν "πάσχεις" από τα πράγματα, δεν μπορείς να κάνεις τέχνη». Και ίσως έχει δίκιο ο Καραθάνος όταν επιμένει πως: «Συνελάμβαναν τα κείμενα, αναποδογυρίζοντας το σύμπαν. Δεν έκαναν λαογραφική ανάλυση και δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Όταν μπει η ποίηση μέσα σου, σε ανατινάζει, δεν σε αφήνει και στο τέλος σε οδηγεί σε ένα σημείο μυστηριακό, οριακό και αναπόφευκτο, όπου το φως καταυγάζει τα πάντα. Λάμπουν τότε οι άνθρωποι και όλα αποκαλύπτονται στην απολυτότητά τους: ερωτευμένοι άνδρες, ερωτευμένες γυναίκες που φτάνουν να συγκρούονται, να θρηνούν και, στο τέλος, να τα πίνουν όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι. Όταν αγωνιάς για όλα αυτά, αναγκαστικά περιλαμβάνεις στην καλλιτεχνική έκφραση και τη δική σου ζωή, γι' αυτό και δεν ξέρω με σιγουριά να σου πω αν παίζουμε ή αν αυτοβιογραφούμαστε. Τελικά, ίσως αυτό να είναι και αναπόφευκτο, δεν ξέρω. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό αυτό που δείχνουμε είναι η δικιά μας ζωή ή η δική τους». Και μάλλον δεν ξέρει κανείς – και αυτή είναι η καλύτερη υπόσχεση ενός γάμου ματωμένου περισσότερο από τους άλλους με την υπογραφή της Κιτσοπούλου.
Λένα Κιτσοπούλου
«Ματωμένος Γάμος» του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
23-24 Ιουλίου, 21:00 Πειραιώς 260 Χώρος Η
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος,
Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Ερμηνεύουν: Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Ιωάννα Μαυρέα, Μαρία Καλλιμάνη, Βίκυ Βολιώτη, Γιάννος Περλέγκας, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Σαπουτζής, Σταύρος Γιαννουλάδης, Αινείας Τσαμάτης
σχόλια