Πριν καλά-καλά κατακαθίσουν οι αγωνίες για ρήξη και εμπλοκή, εμφανίστηκαν δυσαρέσκειες για το διαγραφόμενο «περιεχόμενο της συμφωνίας». Και ο φορολογικός πανικός των μεσαίων στρωμάτων θα είναι πιθανόν ο πρωταγωνιστής σε αυτή την καινούργια φάση του ελληνικού δράματος. Αυτό είναι όμως μες στον κανόνα της πολιτικής και αυτής της εμφύλιας δραματουργίας, η οποία αναπαράγεται, έστω με τη μορφή των «σφαγών» του Διαδικτύου. Η πολιτική της κρίσης είναι, άλλωστε, το χωνευτήρι όπου όλοι σπεύδουμε να βρούμε δικαίωση μήπως αισθανθούμε κάπως καλύτερα με τα παθήματα ενός γείτονα που μας βασάνισε: όσοι ήταν εξαρχής βέβαιοι για το αναπόφευκτο των μνημονίων και εκείνοι, από την άλλη, που λένε τώρα πως είναι αδύνατη μια δικαιότερη διαχείριση της λιτότητας.
Είναι όμως και κάτι που δεν πρέπει να μας φεύγει από τον νου: πόσο μάταιο είναι να χρησιμοποιούμε τα παράδοξα της Ιστορίας για την εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων. Καλύτερα θα ήταν να σκεφτούμε τις αθέλητες συνέπειες των αγαθών προθέσεων στην πολιτική όχι για λόγους εκδίκησης αλλά για να πάμε δυο βήματα παραπέρα. Λίγο πιο μακριά απ' τη χαιρεκακία ή το παράπονο του καθενός, που βέβαια μες στο «παιχνίδι» είναι κι αυτά.
Το τίμημα μπορεί να είναι πολύ σκληρό: να βγάλει κάθε αριστερή ιδέα ή πρόταση εκτός παιχνιδιού για πολύ καιρό. Όχι ως ανεφάρμοστη αλλά ως ανεπιθύμητη. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για όσους την νοιάζονται ακόμα αυτή την υπόθεση.
Για μένα, το πιο εντυπωσιακό εύρημα όλης αυτής της περιόδου είναι η πρακτική αποτυχία της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής «βουλησιαρχίας». Κάτι πολύ συγκεκριμένο αποδείχτηκε μείζων ψευδαίσθηση: η άρνηση της τεχνοκρατίας μέσω μιας συνοπτικής ηθικής αντίληψης. Το να ξεκινάει, δηλαδή, κανείς από την ιδέα πως «έχει το δίκιο με το μέρος του» και εξ αυτού θα έλθει η νίκη και η τελική επανόρθωση μιας πρωταρχικής αδικοπραγίας.
Αυτή ήταν η παλλόμενη καρδιά μιας ολόκληρης αφήγησης και αυτές τις μέρες επιβεβαιώνεται η αποτυχία της. Η σθεναρή πολιτική ή, όπως λέγεται αλλιώς, η αγωνιστική πολιτική δίνει πια τη θέση της σε μια χλωμή ρητορεία περί «κοινωνικής δικαιοσύνης». Δεν φαίνεται, τουλάχιστον από τη γνώση που έχουμε μέχρις στιγμής, να ενσαρκώνεται σε μια καλύτερη, με τα όποια αριστερά κριτήρια, συμφωνία για τη χώρα.
Το ότι βραχυκυκλώθηκε αυτή η εκδοχή εξωπραγματικής βουλησιαρχίας δεν σημαίνει ότι έπρεπε εξαρχής να συμφωνήσει κανείς άκριτα σε μια τεχνοκρατική-δημοσιονομική συνταγή. Απλώς αυτή η «μέθοδος» ριζοσπαστικού βερμπαλισμού και ηθικολογίας που της έλαχε να πάρει τα ηνία στάθηκε αδύνατο να δώσει πολιτική απάντηση στην πρόσκληση των καιρών. Διότι πολιτική λογαριάστηκε η πιρουέτα κάποιων ξεπερασμένων αντικομφορμισμών, η ρουτίνα των εβδομαδιαίων καλεσμάτων για τον λαό στους δρόμους, η περιφρόνηση στους αριθμούς και στα δεδομένα. Ως αντι-τεχνοκρατική πολιτική και ανθρωπισμός θεωρήθηκε η τελετουργική καταγγελία της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης ή μια εξοργιστικά αφελής σύλληψη του όλου λαού ως θύματος στα νύχια κάποιου εγχώριου ή ξένου δυνάστη.
Αυτή η αντίληψη δυνάστη-δυναστευόμενου, καταπιεστή και καταπιεζόμενου, έχει πάντα ένα ηθικό και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Ως περιεχόμενο της νέας ελληνικής τραγωδίας κατάφερε να τραβήξει την προσοχή διαφορετικών ακροατηρίων. Η αρχέγονη σκηνή της αιώνιας πάλης του δίκιου με τοο άδικο προκάλεσε τις απανωτές επισκέψεις ριζοσπαστών διανοουμένων και τις δηλώσεις συμπαράστασης διεθνών παρατηρητών. Έχει όμως, όπως φάνηκε, ένα βασικό μειονέκτημα ως οπτική: δεν μπορεί να είναι «βάση» μιας διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε κυβερνήσεις, οικονομικούς θεσμούς και γραφειοκρατίες.
Η Σέρι Μπέρμαν στο γνωστό βιβλίο της για τη σοσιαλδημοκρατία γράφει για το πρωτείο της πολιτικής ως την ουσία αυτής της πολιτικής παράδοσης, η οποία σήμερα, όπως βλέπουμε στην Ευρώπη, μοιάζει να βρίσκεται σε οπισθοχώρηση και στασιμότητα. Όλα όσα έγιναν στη χώρα μας δείχνουν όμως ότι το «πώς» έχει εξίσου ή και μεγαλύτερη σημασία από το «τι». Ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνεται κανείς στην πράξη το πρωτείο της πολιτικής έναντι των αγορών και της οικονομίας είναι μια σοβαρή και καθόλου απλή συζήτηση. Μετεωριζόμενος, λοιπόν, ανάμεσα σε καιροσκοπικό «ρεαλισμό» και ιδεολογικές μεσοτοιχίες, ο εγχώριος ριζοσπαστισμός μοιάζει να πλησιάζει σε μια συμφωνία με όρους ξένους προς την ταυτότητά του. Το τίμημα όμως μπορεί να είναι πολύ σκληρό: να βγάλει κάθε αριστερή ιδέα ή πρόταση εκτός παιχνιδιού για πολύ καιρό. Όχι ως ανεφάρμοστη αλλά ως ανεπιθύμητη. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για όσους την νοιάζονται ακόμα αυτή την υπόθεση.
σχόλια