Περίπου στα μέσα Μαΐου φτάνει η στιγμή της αντίστροφης μέτρησης: Πόσες μέρες ώσπου ν' αρχίσει το καλοκαίρι; Ατενίζοντας μονίμως οθόνες υπολογιστών (δουλειά και σπίτι, στριφογυρίζοντας μονίμως τον ποπό της σε καρέκλες), το ερώτημα της αντίστροφης μέτρησης ακολουθεί το φιλοσoφικό(τερο) ερώτημα τι θα πει «καλοκαίρι» και γιατί το πρέπει πάντα να ταυτίζεται με την περίοδο των διακοπών. Αδυνατώντας να απαντήσει είτε το ερώτημα της αντίστροφης μέτρησης είτε εκείνο που, για να απαντηθεί, απαιτεί εμπεριστατωμένη ανάλυση των όρων που περιέχει, αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει το κρίσιμο «σημείο» της χρονιάς, όπου αισθάνεται σαν να παρατηρεί τον εαυτό της από κάποια απόσταση. Μία μικρή απόσταση, σαν να στέκεται π.χ. όρθια, δίπλα στον εαυτό της και να του σερβίρει έναν ωραιότατο, παγωμένο φραπέ, ενώ έξω απ' το παράθυρο μαίνονται ολόκληροι οι 14 βαθμοί Κελσίου του Εδιμβούργου κατά την τελευταία βδομάδα του Ιουνίου.
«Λοιπόν» ρωτάει η σερβίρουσα τον φραπέ «πώς σου φαίνεται το πρώτο σκωτσέζικο καλοκαίρι σου; Δεν φαντάζομαι να έχεις παράπονο, έχει αρκετή δροσιά για γράψιμο». Η καθιστή στο γραφείο δεν απαντάει. Έχει αλλού το νου της. Συνειδητοποιεί ότι αυτό που έρχεται, αν έρθει επιτέλους, είναι το τελευταίο καλοκαίρι της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της. Το καλοκαίρι των 39 της χρόνων είναι εδώ. Πάνε λοιπόν και τα περίφημα ‘30s. Πώς συνέβη αυτό; Είναι άραγε μία τιμωρία για τον τρόπο που έζησε τη ζωή της, ειδικότερα δε τα καλοκαίρια της ως τώρα; Μήπως, ας πούμε, το πέρασμα του χρόνου επιταχύνεται με τις καταχρήσεις; Και -κυρίως- τι ακολουθεί μετά το καλοκαίρι των 39 χρόνων; «Ο χειμώνας που γίνεσαι σαράντα, φυσικά, να τι ακολουθεί» εξηγεί γελώντας η σερβίρουσα τον φραπέ. Και μετά; «Ε, να, μετά ακολουθεί το καλοκαίρι που όταν γνωρίζεις κόσμο στο πλοίο, θα λες χαμηλόφωνα ως απάντηση στην αναπόφευκτη ερώτηση ότι είσαι σαράντα. Μμμ, ναι. Και που αντί να δείχνεις ανέμελη στο sleeping bag σου, θα δείχνεις απλώς ταπί». Η καθιστή στον υπολογιστή στρέφεται στον τοίχο, στον πίνακα που καρφιτσώνει σημειώσεις για τα διοικητικά της σχολής και λίστες για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Ανάμεσα στη χαρτούρα ξεπροβάλλουν δυο φωτογραφίες. Για να είναι τυπωμένες, ανήκουν προφανώς στην εποχή που δεν είχε ακόμη ψηφιακή κάμερα. Είναι οι μόνες φωτογραφίες στο χώρο της δουλειάς της: Η μία απεικονίζει την ίδια και τον φίλο της Διογένη ηλιοκαμένους και με θολό βλέμμα απ' το λιώσιμο. Η δεύτερη ένα κάπως μελαγχολικό, καλοκαιρινό, θαλασσινό ηλιοβασίλεμα. «Ορίστε μας» σχολιάζει η σερβίρουσα τον φραπέ «αντί να κρεμάσεις καμιά φωτογραφία της κόρης σου, καμιά του μπαμπά της, εσύ εκεί, με τον κολλητό σου και το Αιγαίο». Well, she's got a point, σκέφτεται η καθιστή στο γραφείο και χαμηλώνει τα μάτια. Καλύτερα που τα χαμηλώνει για να μη δει ότι έξω απ' το παράθυρο του Εδιμβούργου έχει αρχίσει να βρέχει.
«Ζαχαρίτσα;» ρωτάει η σερβίρουσα τον φραπέ. Η καθιστή στο γραφείο την κοιτάζει απορημένη: Είναι ο εαυτός της και δεν ξέρει ότι τον πίνει σκέτο; Τι άλλο αγνοεί; «Αγνοώ ό,τι κι εσύ» απαντάει στη νοερή ερώτηση η σερβίρουσα τον φραπέ «δηλαδή το πώς θα είναι τα καλοκαίρια του μέλλοντος.» Ναι, λες και θυμούνται αμφότερες τα καλοκαίρια του παρελθόντος. Το θολό βλέμμα της αναρτημένης φωτογραφίας τα λέει όλα. Δεν αποπειρώνται καν να τοποθετήσουν χρονολογικά τις τυπωμένες «αναμνήσεις» του τοίχου.
Το χαμηλωμένο βλέμμα ακολουθεί το κεφάλι, που χαμηλώνει απότομα πάνω στα διπλωμένα μπράτσα. Το κοινό στοιχείο των καλοκαιριών του παρελθόντος και εκείνων του μέλλοντος είναι τα αεροδρόμια. Σε λίγο θα καταζητείται από οικολογικές οργανώσεις για τη συνδρομή της στη μόλυνση του ατμόσφαιρας. Ας πάρουμε για παράδειγμα το φετινό καλοκαίρι, που δεν μπορεί, θ' αρχίσει κάποτε: αεροδρόμιο Εδιμβούργου, αεροδρόμιο Ελσίνκι, αεροδρόμιο Μαδρίτης, αεροδρόμιο Μπιλμπάο, αεροδρόμιο Αθήνας, διακοπές κάπου που θα φροντίσει να πάει με πλοίο, αεροδρόμιο Αθήνας ξανά, αεροδρόμιο Κοπεγχάχης, αεροδρόμιο Μαλμό και πίσω Αθήνα στην ίδια διαδρομή για τα τελευταία ζεστά βράδια της χρονιάς και πάλι από το αεροδρόμιο της Αθήνας στο αεροδρόμιο Εδιμβούργου με μία στάση στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. Και δεν έχει καν κάρτα για air miles. Στα περισσότερα από τα παραπάνω αεροδρόμια θα βρεθεί ταξιδεύοντας για δουλειά. Αυτή κι ο υπολογιστής. Θα φτιάχνει τα powerpoint presentations για τις διαλέξεις σε πανομοιότυπα café. Πώς έμπλεξε έτσι;
«Πώς έμπλεξες έτσι, καημένη μου;» ρωτάει η σερβίρουσα τον φραπέ. «Δεν θα ‘τανε καλύτερα να την είχες αραγμένη για κάνα μήνα κάτω απ' τους κέδρους της πολυαγαπημένης σου Γαύδου;» Θα ήταν, σκέφτεται, αλλά τώρα υπάρχουν οικογενειακές υποχρεώσεις, οι οικογενειακές υποχρεώσεις σημαίνουν μόνιμη απουσία ρευστού και να πώς φτάνει κανείς καλοκαιριάτικα να τρέχει σαν το τσίρκο, όπου τον πληρώσουν. «Α, έτσι» σχολιάζει η σερβίρουσα τον φραπέ. Η καθιστή στο γραφείο σηκώνει πρώτα το κεφάλι κι ύστερα τα μάτια. «Ναι, έτσι» γρυλίζει, καθώς αντιλαμβάνεται επιτέλους τη βροχή. Υποχρεώσεις, να πώς γίνεται να μην έχει πάει στη Γάυδο για τρία ολόκληρα καλοκαίρια. Η σερβίρουσα τον φραπέ σηκώνει τους ώμους: «Έλα, μωρέ, ξέρεις τι ανοικοδόμηση θα ‘χει πια στη Γαύδο, καλύτερα που δεν πας, μην πάθεις καμιά κατάθλιψη καλοκαιριάτικα».
σχόλια