Τον Νίκο τον γνώρισα κάπου μετά τα μέσα της δεκαετίας του 90, σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό.
Τότε είχαμε και οι δυο μακριά μαλλιά, συχνάζαμε στα ίδια μπαρ και αγαπούσαμε πάνω κάτω τα ίδια τραγούδια. Και έτσι όπως ζούσαμε και οι δύο για πρώτη φόρα μακριά από τα σπίτια μας, ψάχναμε εμπιστοσύνη, φίλους και ηρεμία. Όπως σε κάθε νέα περίοδο της ζωής σου στήνεις μια νέα βάση, κάπως έτσι και με το Νικό ανοίξαμε μαζί έναν κύκλο και κρατήσαμε μέσα του ότι μας έκανε να νοιώθουμε όμορφα.
Μια νύχτα που έβρεχε πολύ, περπατήσαμε πάνω κάτω σε ένα μεγάλο δρόμο και από κει βρεθήκαμε σε ένα γυάλινο ασανσέρ να ανεβοκατεβαίνουμε τους ορόφους κοιτώντας τα βρεγμένα τζάμια γύρω μας. Κάναμε βόλτες, μοιραστήκαμε μυστικά, βγήκαμε φωτογραφίες, διαβάσαμε τα κρυφά μας ημερολόγια σαν γράμματα και περάσαμε ένα βράδυ στο studio του σταθμού για ένα αφιέρωμα στον Morrissey. Νομίζω πως μόλις είχε κυκλοφορήσει το Southpaw Grammar... Ο Νίκος την επόμενη μέρα θα έφευγε, είχε ήδη ξενοικιάσει το σπίτι του και μαζέψει τα πράγματα του. Εγώ θα έμενα εκεί για άλλα 2 χρόνια. Και επειδή με τους αποχαιρετισμούς δεν τα πήγαινα καλά, τον χαιρέτισα με το Rubber Ring των Smiths που έπαιζε εκείνη την ώρα, αλλάζοντας κάποιους στίχους για να του στείλω μια ευχή από εκείνο το μικρόφωνο, να έχει μαζί του... μα ούτε και αυτός τα πήγαινε καλά με τους αποχαιρετισμούς, και συγκινημένος όπως ήταν από αυτό, έφυγε πριν τελειώσει το τραγούδι. Και κάπως έτσι, αυτό είναι το τραγούδι που από τότε μου θυμίζει αυτόν και την μέρα που τον χαιρέτισα.
Κάποια στιγμή πρεπει να τον συναντήσω , να του δώσω την κασσέτα με αυτή την εκπομπή και μια φωτογραφία μας με μακριά μαλλιά....
Το βιβλίο του "Το Χαμόγελο της Πολαρόιντ" στις εκδόσεις Απόπειρα, ήταν η αφορμή να του ζητήσω να διαλέξει ένα τραγούδι και μια ιστορία για αυτό.
Τα φώτα χαμήλωσαν ακόμη λίγο. Το ύψος του ταβανιού έπεσε στο μισό. Όλα τυλίχτηκαν με τον γκρίζο καπνό που γέννησαν τα πνευμόνια μας. Πάτησα το play και σχεδόν αμέσως μετά το repeat. Πετάχτηκα πάνω από την μπάρα παρασέρνοντας ποτήρια βαμμένα με κραγιόν και βρώμικα σταχτοδοχεία. Έπεσα μέσα σε αγκαλιές και ιδρωμένα κορμιά φορτωμένα έξαψη. Βυθίστηκα σε χείλη ποτισμένα με παραισθησιογόνα λικέρ και σκληρά αποστάγματα. Αγαπήθηκα όσο ποτέ άλλοτε κι αγάπησα όλα τα κατακερματισμένα καρέ των ανεπαίσθητων παύσεων που παιχνιδίζουν στο ζαλισμένο κεφάλι των διάπλατα ανοιχτών ψυχών. Πήρα να χορεύω, να ιδρώνω, να γελώ. Κοίταξα γύρω μου τους ήρωες της μεγάλης νύχτας κάθε μικρής μας ζωής. Είδα τη Μαρία να λιβανίζει τις φαβορίτες του Alkox. Είδα τον Coyote να αλληθωρίζει μαγεμένος δίπλα στη μετέωρη νεράιδα που όλοι φωνάζαμε Μίνα. Είδα τα ίσια μαλλιά του Γιάννη να χαϊδεύουν τους ώμους χαρίζοντας την αίσθηση της πλάνης που σε πείθει ότι όλα θα παραμείνουν υπέροχα ίδια όταν ήδη θα έχει ξημερώσει. Τα μάτια μου έκλεισαν μα συνέχισα να βλέπω. Τα χέρια μου τέντωσαν μα συνέχισα να αγκαλιάζω. Ο Sivert επαναλάμβανε τους στίχους πάλι και ξανά. Απ' το τέλος στην αρχή και μέχρι το τέλος της αρχής που πάντα άρχιζε και ποτέ δεν τέλειωνε κι όταν έπαιρνε να τελειώσει ξανάρχιζε απ' την αρχή, μήπως το προλάβουμε ή μήπως μας προλάβει. Μία, δύο, έξι, εννιά φορές. Παραπάνω, ποτέ λιγότερο, τα λόγια, οι κραυγές, το σάλιο, οι οσμές, εκσφενδονίστηκαν απ' τα καπνισμένα ηχεία, απ' τα λιγωμένα στόματα, απ' τα σκονισμένα ρουθούνια. Μία, δύο, έξι, εννιά νύχτες στη σειρά των ατέρμονων νυχτών, των εξαίσιων νυχτών, των εκστατικά όμορφων νυχτών μας. Τα κλειστά μάτια μου συνέχισαν να βλέπουν, να αγγίζουν, να χορεύουν. Πλάι σε αδύνατα πόδια. Σκεπασμένα με ριγέ υφάσματα. Μέσα σε ανοιχτά πουκάμισα. Θρονιασμένα σε κατακόκκινες καρδιές. Τα κλειστά μου μάτια και τα ορθάνοιχτα αυτιά, τα φύλλα της ανάλαφρης ψυχής μου, είδαν, φίλησαν, ζεματίστηκαν ξεδιψώντας με τους ίδιους στίχους, με τους ίδιους τύπους, με τους κουρελιασμένους έρωτες, με τις μεσονύχτιες περιπόλους και το άγριο ξημέρωμα. Έφερα έναν γύρο το μπαρ με τα βλέφαρα σε στύση. Είδα τον Σώτο να κερνάει στους έφηβους νέους την πρώτη αλήτικη τεκίλα. Είδα τον Νίκο να χαρίζει στη γενιά μου το έπος της γενιάς του. Είδα τον Σαλ και τον Ντην να βγαίνουν στο δρόμο και να μην τον αφήνουν παραμόνο όταν τους τελείωσε η μπεζενδρίνη. Μία, δύο, έξι, εννιά ζωές. Ίσως και παραπάνω. Πολλές παραπάνω. Με τον μύθο της μικρής πολιτείας να γεννά τον υπέρηχο που τον ακούν μόνο τα ευτυχισμένα αγρίμια. Ξανά και ξανά. Στο repeat, στην επανάληψη του σαλταρίσματος πάνω από τις ξύλινες μπάρες και τα φορτωμένα σταχτοδοχεία, πάνω από τα στραγγισμένα ποτήρια και τα ανοιγμένα μπουκάλια, πάνω από τις βραχνές φωνές των βόρειων τροβαδούρων, πάνω από το χείλος κάποιας χοάνης που αδυνατεί να λιώσει το μέταλλο απ' το οποίο είναι φτιαγμένα όλα αυτά, κι εμείς, και οι αράδες των ποιημάτων, και οι τσαλακωμένες σελίδες των αγαπημένων μας βιβλίων, και οι τσακισμένες ανάσες των θρήνων που δεν πρόκειται να ξεχάσουμε.
Βλέπω ακόμη τη μέθη καδραρισμένη πλάι σε φωτογραφίες με πολύ κόκκο. Βλέπω ακόμη τους ίδιους φίλους να ταξιδεύουν σε προορισμούς που δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα ονειρευτώ. Ακούω ξανά το ίδιο τραγούδι κάθε μέρα που κάποια ανέμελη ψυχή θα διαλέξει το δρόμο της. Σκαλίζω τις ίδιες ιστορίες και τις λέω αργά, με λόγια ψιθυριστά, με λούπες μοιραίας λατρείας. Εκπνέω ξερνώντας τους ίδιους καπνούς, τα ίδια χάδια, τις χωνεμένες αγάπες. Όλη την ουσία όλων των στιγμών που διαιωνίζονται κάτω από το συννεφιασμένο φως του αμυδρού φεγγαριού. Μπρος πίσω η ίδια κι απαράλλαχτη σκηνή. Από το μπαρ στις αγκαλιές. Από τη μοναξιά τους ενός στη μοναξιά των πολλών. Και το τραγούδι της μικρής πολιτείας στην επανάληψη του υπέρηχου. Κάθε νύχτα. Μία, δύο, έξι, εννιά φορές στη σειρά. Εκεί, στα θολά μπαρ της μνήμης. Εδώ, στις νωπές αγκαλιές της άγρυπνης σελήνης.
Νίκος Μπελάνε – Θεσσαλονίκη
σχόλια