Η Μαρία Τσοσκούνογλου είναι κοινωνιολόγος. Και μαγείρισσα. Που φτιάχνει το πιο κεντητό, το πιο νόστιμο ισλί στην Αθήνα. Ξέρει και να διηγείται ωραίες ιστορίες και να τις γράφει σαν παραμύθια. Όταν με βρήκε για να μου πει ότι πολύ θα ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για τη Χρύσα Παραδείση με έπιασε ενθουσιασμός μεγάλος. Κι αυτό, γιατί πίσω από την πιο χρυσή μαγείρισσα της ελληνικής ιστορίας, κρύβονται πλήθος άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες, που μιλούν για την Ελλάδα του '50 και του '60, που-για δες πώς τα έφερε η μοίρα-φαντάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ, σ'αυτή την ιστορική καμπή που μας έμελλε να ζήσουμε.
Αν η Χρύσα, ο Τσελεμεντές και η Σοφία Σκούρα είχαν μεγαλουργήσει στην Αμερική, σήμερα θα είχαν γίνει ταινίες στο Χόλυγουντ, το οποίο ξέρει να εκτιμά και να γιγαντώνει στην οθόνη του τα ενδιαφέροντα life stories. Στη δική μας τοπική διάσταση, ωστόσο, η Χρύσα ζει-αυτή μας οδηγεί. Μέσα στον κυκεώνα της γαστρονομικής πληροφόρησης, με τις συνταγές να κυκλοφορούν σαν χαρτοπόλεμος, με τόσες εκπομπές, blogs και έντυπα που σε κάνουν να πιστεύεις ότι ο έλληνας μαγειρεύει πιο πολύ κι απ'όσο αναπνέει, η Χρύσα είναι ο Φάρος, ο Μπούσουλας, το Σιγουράκι της επιτυχίας. Το διαδίκτυο στενάζει από συγκινητικές δηλώσεις πίστης και αφοσοίωσης, μνήμες από τούρτες σαβαγιάρ και τουρνεντό και ερωτικές εξομολογήσεις στη μαγείρισσα σύμβολο.
Η ιστορία μιας ντροπαλής κοπέλας, που δούλεψε σκυλίσια και με απίστευτη συνέπεια, μαγειρεύοντας 3 και 4 φορές κάθε γεύση πριν την καταγράψει, που έμαθε φωτογραφία για να φωτογραφίζει η ίδια τα πιάτα της, που μας έμαθε πως γίνεται το βολ-ο-βαν αλλά και πώς βγαίνει η λαδιά από το υποκάμισο του συζύγου.
Ο δρόμος της μαγειρικής επιτυχίας περνά από τη γιαγιά στη μάνα κι από την μάνα στην κόρη. Όσα blogs κι αν διασχίσεις, στην κλασική σιγουριά θα προστρέξεις όταν χρειάζεσαι την ορθή πληροφορία για όλα τα κλασικά της γεύσης.
Η Μαρία, λοιπόν, της αφιερώνει ένα βιβλίο, όπου παρέα με τη ζωή της μέγιστης γκουρού των '60'ς μαγειρεύεται όλη η κοινωνία της εποχής, η οποία περιγράφεται άκρως συναρπαστική: μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, το χωριό μετακομίζει πεινασμένο στην πόλη, η γυναίκα μεταμορφώνεται σε εργαζόμενη από μόνον-νοικυρά, τα τρόφιμα αρχίζουν να μπαίνουν σε κονσέρβες και να γίνονται βιομηχανικά, οι ηλεκτρικές συσκευές έρχονται να μεταμορφώσουν το πεδίο δράσης και την αισθητική μιας κουζίνας, η μισή Ελλάδα πεινάει και πρέπει με τα ταπεινά της μέσα να μαγειρέψει κάτι γρήγορο και φτηνό, η άλλη μισή ανακαλύπτει το ροκφόρ, την κρέμα γάλακτος και τις γαλλικές σπεσιαλιτέ, η δίαιτα και οι θερμίδες για πρώτη φορά μπαίνουν ανάμεσα στη γεύση και τη σιλουέτα.
Μέσα στη δίνη μιας κοινωνίας που αλλάζει, η Σμυρνιά Χρύσα, ζει τη ζωή της ερωτευμένης, αφοσιωμένης συζύγου, που κάθε μέρα φτιάχνει κάτι καινούριο για τον λόγιο αντρούλη της, τον φιλόλογο και δημοσιογράφο Αλέξανδρο Παραδείση. Ο οποίος, για να γεμίσει μια «τρύπα» στην εφημερίδα του, της ζητά μια μέρα να του γράψει μια συνταγή. Κάπως έτσι ξεκινά μια τεράστια καριέρα 30 χρόνων. Η συνεργασία με τη ΓΥΝΑΙΚΑ, τα βιβλία-βίβλοι, η καταγραφή των ελληνικών τοπικών συνταγών, τα διαφημιστικά.
Δεν σας λέω παραπάνω, για να πάρετε το βιβλίο και να το διαβάσετε με μια ανάσα, όπως εγώ. Η ιστορία μιας ντροπαλής κοπέλας, που δούλεψε σκυλίσια και με απίστευτη συνέπεια, μαγειρεύοντας 3 και 4 φορές κάθε γεύση πριν την καταγράψει, που έμαθε φωτογραφία για να φωτογραφίζει η ίδια τα πιάτα της, που πληρώθηκε ισόβια τον ταπεινό μισθό μιας συντάκτριας, που δίδαξε νοστιμιά, τρόπους, art de la table, που μας έμαθε πως γίνεται το βολ-ο-βαν αλλά και πώς βγαίνει η λαδιά από το υποκάμισο του συζύγου. Που έχτισε με δικά της λόγια τον οικιακό πολιτισμό της δεκαετίας του ΄60.
σχόλια