ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Θα περάσει κι αυτή η ξηρασία στο ελληνικό τραγούδι;

Θα περάσει κι αυτή η ξηρασία στο ελληνικό τραγούδι; Facebook Twitter
Από τη μια το τραγούδι φυσικά και δεν πρέπει να κρίνεται με ιδεολογικούς όρους, ούτε να ενοχοποιούνται οι προθέσεις του καλλιτέχνη, αλλά από την άλλη ο Πορτοκάλογλου από τη στιγμή που αποφασίζει να προκαταβάλει τον ακροατή, θέτει ο ίδιος εξαρχής το πεδίο όπου θα κινηθεί η κριτική.
4

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ 

Θα περάσει κι αυτή η ξηρασία στο ελληνικό τραγούδι; Facebook Twitter
Φώντας Λάδης

 

Το τελευταίο πολυσυζητημένο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου «Θα περάσει κι αυτό», πέρα από τη θύελλα αντιδράσεων και το πλήθος αντιφατικών σχολίων που προκάλεσε, ουσιαστικά έθεσε για άλλη μία φορά το γνωστό ερώτημα που ταλανίζει, σε διάφορες μορφές, κοινό και επαΐοντες από την αρχή της κρίσης: Γιατί δεν γράφεται σήμερα πολιτικό τραγούδι; Γιατί δεν κυκλοφορούν τραγούδια που θα εκφράσουν το κλίμα της εποχής και θα αποτυπώσουν τις ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές ανατροπές που επήλθαν με τη βαθιά οικονομική κρίση και την επιβολή των μνημονίων; Μπορεί σήμερα ένα τραγούδι με σαφή πολιτική χροιά, σε όποιο είδος κι αν ανήκει, να συγκινήσει πλατιές μάζες;

Στην πραγματικότητα, είναι μία συζήτηση που έχει τις ρίζες της πολύ πίσω, στη δεκαετία του ’80, όταν η απουσία μεγάλων οραμάτων, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η εδραίωση της μεσαίας τάξης, η φαινομενική ευημερία, η ιδεολογία του ατομικισμού έστρεψαν το τραγούδι σε μια λιγότερο ριζοσπαστική μορφή, μακριά από την ξεκάθαρη πολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης και την κραταιά θέση του συνδεδεμένου με την Αριστερά πολιτικού τραγουδιού στη δεκαετία του ’70. Ο στίχος δεν είχε πλέον ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα αλλά μια πιο υπαινικτική μορφή εν είδει κοινωνικού σχολιασμού.

Το πολιτικό –με ή χωρίς εισαγωγικά– τραγούδι που θα αντέξει στο χρόνο οφείλει να μη φωνασκεί. Να μη διατυμπανίζει τις προθέσεις του. Δεν χρειάζεται καν να έχει γραφτεί επί τούτου αλλά κάλλιστα θα μπορούσε και τυχαία.

Στις δεκαετίες ’80 και ’90, ευτυχήσαμε να έχουμε στιχουργούς και τραγουδοποιούς που συνέλαβαν με ακρίβεια την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χωρίς απαραίτητα πάντα πολιτικά συμφραζόμενα. Από τα «Τραπεζάκια» που έβγαζε έξω ο Σαββόπουλος στα κράσπεδα των ’80ς, μέχρι το «Έλα να πάμε στα καμένα» των Γκανά - Μαχαιρίτσα, με τα παιδάκια τους στον ώμο να δείχνουν τον δρόμο για τους χαμένους παραδείσους της μεταπολίτευσης, και από το «Ραντάρ» των Τριπολίτη  - Θεοδωράκη που ανίχνευε τα σήματα της νέας εποχής μέχρι την «στην Αθήνα θα πεθάνω άμα κάνω τουρισμό» απαξίωση της Νικολακοπούλου και τη βουτηγμένη στην «ξεφτίλα, τηλεόραση και πλήξη» Ελλάδα της Αφροδίτης Μάνου.

Με μια τέτοια σερμαγιά και με άφθονο εν δυνάμει υλικό, γιατί δεν γράφονται σήμερα τα κοινωνικοπολιτικά τραγούδια που θα προσδοκούσε κανείς; Τι φταίει;

Φταίει η κρίση που μαστίζει το ελληνικό τραγούδι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η επέλαση των πολυεθνικών εταιρειών, η αρπακολλατζίδικη λογική, οι ολίγιστοι παραγωγοί, ο αργός θάνατος της παραδοσιακής δισκογραφίας;

Φταίει το αδιέξοδο και η εσωστρέφεια του έντεχνου τραγουδιού που κατέληξε να τρέφεται από τις σάρκες του;

Φταίει η απουσία εμπνευσμένων δημιουργών, όχι μόνο στιχουργών αλλά και συνθετών, γιατί φυσικά μόνο ο λόγος δεν αρκεί;

Φταίει το ότι εκλείπει εκείνη η ποίηση μεγάλης πνοής που από τη δεξαμενή της θα τροφοδοτηθεί το τραγούδι, όπως έγινε άλλοτε με την ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Αναγνωστάκη, του Σεφέρη;

Φταίει το ίδιο το συλλογικό αίσθημα που μετεωρίζεται, χωρίς να μπορεί να βρει ακόμα τη διέξοδο που ψάχνει για να μετουσιωθεί σε στίχο;

Ίσως απλώς να απαιτείται χρόνος, χρόνος αρκετός μέχρι το βίωμα να βρει τον δρόμο του για τη δημιουργία, χρόνος μέχρι κατακαθίσει η σκόνη και τα άφθονα ερεθίσματα να δώσουν αντάξια των ενδιαφερόντων καιρών της τέχνη.

Οι απόπειρες καταγραφής της πραγματικότητας μέσα από το τραγούδι που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ξεκίνησε η κρίση, αν δεν ήταν ανάξιες λόγου γραφικότητες στα όρια του γκροτέσκου, επρόκειτο για περιπτώσεις γνωστών δημιουργών, όπως η «Κατσαρόλα» του Κραουνάκη, με τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, εμπνευσμένη από τους «Αγανακτισμένους» που κατέκλυζαν τότε την πλατεία Συντάγματος και που προκάλεσε μάλλον αμηχανία ή συμπαθητικές προσπάθειες, όπως το κινούμενο σε λαϊκούς δρόμους «Το δίκιο μου», σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Θέμη Καραμουρατίδη, που ερμήνευσε η Γιώτα Νέγκα, που ναι μεν πήγε ένα βήμα παραπέρα όσον αφορά την πρόσληψη της κρίσης σε ανθρώπινο επίπεδο αλλά δεν έφτασε να αγγίξει πολύ κόσμο.

Κι ερχόμαστε στην προηγούμενη εβδομάδα, όπου ο Νίκος Πορτοκάλογλου προκαλεί αναστάτωση στα social media και έναν πόλεμο σχολίων, με την ανάρτηση στο YouTube ενός τραγουδιού που από την αρχή ξεκαθαρίζει πως σκοπός του είναι να σχολιάσει την επικαιρότητα και αναλόγως αντιμετωπίζεται. Το σημείωμα που συνοδεύει την ανάρτησή του αυτάρεσκα το χαρακτηρίζει «ό, τι πιο επίκαιρο αλλά και διαχρονικό μπορεί να συνοδεύσει την ελληνική πραγματικότητα του 2015», κάτι που ασφαλώς μόνο ο χρόνος και το κοινό είναι σε θέση να κρίνουν.

Ο Πορτοκάλογλου που απέδωσε εύστοχα τη ζάλη της «καημένης γενιάς» της μεταπολίτευσης με το «Υπάρχει λόγος σοβαρός» την εποχή των Φατμέ και την εθνική εσωστρέφεια των early 90’ς με το «Τα καράβια μου καίω», τώρα επιστρέφει με ένα τραγούδι γεμάτο αστερίσκους, ξεσηκώνοντας έριδες. Οι μεν εξοργίστηκαν γιατί διέβλεψαν στήριξη στις μνημονιακές πολιτικές και καθεστωτικό άρωμα, οι δε συντάχτηκαν με το δικαίωμα του καλλιτέχνη στην έκφραση, κατηγορώντας τους πρώτους για διαδικτυακό bullying και δίκη προθέσεων.

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Από τη μια το τραγούδι φυσικά και δεν πρέπει να κρίνεται με ιδεολογικούς όρους, ούτε να ενοχοποιούνται οι προθέσεις του καλλιτέχνη –εντελώς αυθαίρετη η σύνδεση με το περιβόητο «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου, όπως και η ταμπέλα του μνημονιακού– αλλά από την άλλη ο Πορτοκάλογλου από τη στιγμή που αποφασίζει να προκαταβάλει τον ακροατή, θέτει ο ίδιος εξαρχής το πεδίο όπου θα κινηθεί η κριτική. Το «Θα περάσει κι αυτό» μοιάζει να απευθύνεται σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που επηρέασε βέβαια η κρίση αλλά όχι σε σημείο απελπισίας και απόλυτης ανέχειας. Εύλογες, λοιπόν, οι αντιδράσεις, όσο κι αν ο τρόπος ήταν υπερβολικός ή άστοχη η επιχειρηματολογία. Και σίγουρα οι δεκάρικοι που το συνόδευαν μπορούσαν να εκλείπουν ώστε να τεθεί απλαισίωτο στην κρίση μας.

Αλλά πιο σημαντικό και από την όποια θέση παίρνει –ή δεν παίρνει– και από το αν θα διαφωνήσει ή θα συμφωνήσει κανείς, είναι πως είναι χλιαρό, άνευρο, αμήχανο: «Θα περάσει κι αυτό/θα περάσει η ζωή/θα περάσεις κι εσύ/θα περάσω κι εγώ». Η θυμοσοφία του ακούγεται παράταιρη και το «νικητές και νικημένοι/όλοι χάσαμε μαζί», δεν μπορεί παρά να σε κάνει να σκεφτείς πως μάλλον κάποιοι έχασαν περισσότερα.

Aν προσπεράσουμε τις αδέξιες κατηγοριοποιήσεις και φανταστούμε, για παράδειγμα, τον «Καημό» από την «Πολιτεία Α΄» με τη φωνή του Μπιθικώτση και ένα ζευγάρι με παιδιά που έμειναν και οι δύο άνεργοι στο σήμερα, αυτομάτως το τραγούδι γίνεται πολιτικό: «Ποτάμι μέσα μου πικρό/το αίμα της πληγής σου/κι από το αίμα πιο πικρό/στο στόμα το φιλί σου»...

Μακάρι να ήταν έστω μια «πολαρόιντ της στιγμής», όπως αυτοχαρακτηρίζεται. Όσο και αν έχει δώσει πολύ καλά δείγματα σχολιασμού της επικαιρότητας ο τραγουδοποιός στο παρελθόν, θυμίζει περισσότερο μια κουνήμενη φλου φωτογραφία με κακή ανάλυση. Και όχι για την όποια πολιτική του τοποθέτηση αλλά γιατί κλυδωνίζεται, χωρίς να καταφέρνει να παραδώσει εκείνο το αυθεντικό συναίσθημα που ηλεκτρίζει με τη δυναμική του από την πρώτη νότα και από το πρώτο κουπλέ. Στον τελικό λογαριασμό, ο χρόνος είναι ο μόνος που μπορεί να διαψεύσει αυτήν την εντύπωση.

Την αδυναμία μας να εντοπίσουμε την αιτία του κακού και να δούμε τη μεγάλη εικόνα, όποτε προκύπτουν τέτοια ζητήματα, καταδεικνύει και το γεγονός ότι στην πρόσφατη εκτέλεση του «Άξιον Εστί» του Ελύτη από τον Σάκη Ρουβά και στον άνευ προηγουμένου ντόρο που ακολούθησε, τη συζήτηση μονοπώλησε το ερώτημα κατά πόσο το ποπ είδωλο δικαιούται να ερμηνεύσει το τόσο φορτισμένο λαϊκό ορατόριο και διόλου το κατά πόσο υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες που θα εκθρέψουν ένα ανάλογο της εποχής μας Άξιον Εστί…

Το πολιτικό –με ή χωρίς εισαγωγικά– τραγούδι που θα αντέξει στο χρόνο οφείλει να μη φωνασκεί. Να μη διατυμπανίζει τις προθέσεις του. Δεν χρειάζεται καν να έχει γραφτεί επί τούτου αλλά κάλλιστα θα μπορούσε και τυχαία. Να μην πολιτικολογεί επί ματαίως, να είναι από τη μια αρκούντως υπαινικτικό για να μην καταντά μανιφέστο ή καταγραφή «Επικαίρων» αλλά παράλληλα και όσο πρέπει αιχμηρό για να βρίσκει το στόχο του.

Ακόμα και ένα κατ’ επίφασιν ερωτικό τραγούδι, σε καιρούς μουσικά άνυδρους, μπορεί να επέχει θέση πολιτικού σχολίου. Δεν χρειάζεται καν να είναι δημιουργία συγκαιρινή, όπως συνέβη με τη «Ρόζα» στα ’90ς, που γράφτηκε το 1986 και παρέμεινε χρόνια σε ένα συρτάρι. Είναι, επίσης, γνωστή η φήμη που συνοδεύει το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά» που έφτασε να δονεί τον αντιδικτατορικό αγώνα, πως γράφτηκε, δηλαδή, με αφορμή μία υπόθεση ζωοκλοπής.

Ούτε οι ευθείες αναφορές είναι αυτές που κάνουν ένα πολιτικό τραγούδι. Η λογοκρισία την περίοδο της χούντας αλλά και πιο πριν βοήθησε στο να οξύνουν την εφευρετικότητά τους οι δημιουργοί και να ξεπεράσουν αυτόν τον σκόπελο χάρη σε μια πιο συμβολική γλώσσα, όπως συνέβη με το «Μεγάλο μας τσίρκο».

Θα περάσει κι αυτή η ξηρασία στο ελληνικό τραγούδι; Facebook Twitter

Αλλά και όταν η στόχευση είναι σαφής από την αρχή, οι αγνές προθέσεις από μόνες τους δεν αρκούν. Ο σπουδαίος στιχουργός Φώντας Λάδης, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο πολιτικό τραγούδι του ’70, έχει δηλώσει:

«Όπως είναι ελεύθερος κάθε καλλιτέχνης να εκφράσει τα αισθήματα και τις σκέψεις του για κάθε τι που τον διακατέχει, κάνοντας ερωτική, κοινωνική, ιστορική  ή θρησκευτική τέχνη , να εκφράζει τα όποια του πιστεύω αισθητικά, φυσιολατρικά ή φιλοσοφικά -για να πούμε μερικά παραδείγματα-  έτσι είναι ελεύθερος να κάνει και μια τέχνη, λίγο ή πολύ διαποτισμένη από τα ιδεολογικά ή πολιτικά του πιστεύω.Tο αποτέλεσμα έχει σημασία. Το πρώτο, το κυρίαρχο  κριτήριο στη  τέχνη είναι το αισθητικό, με την τελική, συνολική  μορφή και το περιεχόμενο  να νοούνται ως ένα πράγμα. Μόνο συμπληρωματικά, ως δεύτερο ή τρίτο, μπορούν να μπουν  άλλα κριτήρια. Πρώτα μας ενδιαφέρει, αν  ένα καλλιτέχνημα  -στην περίπτωσή μας ένα τραγούδι- πληροί τους δυο βασικούς όρους, δηλαδή την πρωτοτυπία,  την αυθεντικότητα  και, δεύτερον, αν διαποτίζεται από  την  ειλικρίνεια των συναισθημάτων».

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους είναι που το αποτέλεσμα μοιάζει να μη δικαιώνει τις όποιες καλές προθέσεις στην περίπτωση Πορτοκάλογλου. Το τραγούδι –έστω και υπαινισσόμενο– εξυπηρετεί μια διττή λειτουργία: μεταφέρει ένα μήνυμα αλλά ταυτόχρονα διασχίζει τον χρόνο ανεξάρτητα από αυτό, καλύπτοντας και αισθητικές ανάγκες.

Το τι είναι εν τέλει πολιτικό και τι δεν είναι στο τραγούδι σηκώνει πολλή συζήτηση και όπως ειρωνικά έχει υπογραμμίσει ο Μάνος Χατζιδάκις στα σχόλια του Τρίτου:

«Πέντε άνδρες συνωμοτούν υπό βροχήν, κάτω από μιαν ομπρέλα. Είναι πολιτική πράξις. Στοιβάζονται μάλιστα κάτω απ’ την ίδια ομπρέλα, για να μη βραχούν. Την ίδια ώρα ακούγεται το τραγουδάκι «Συννέφιασε, συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε». Σαφώς το τραγουδάκι είναι πολιτικό, ιδιαίτερα σαν συνδεθεί με τους πέντε συνωμότες που προσπαθούν να μη βραχούν. Αν όμως το τραγούδι ακουστεί σε παραλία ερημική, την ώρα που δεν βρέχει, μπορεί να γίνει και προφητικό, αν τύχει και ξεσπάσει η μπόρα, μες σε πέντε το πολύ λεπτά. Αν πάλι δεν βρέξει διόλου, τότε το τραγούδι γίνεται απλούστατα ένα ρεμπέτικο τραγούδι, με κάποιες τάσεις εγωιστικές γι’ αυτόν που το τραγουδάει, μια κι’ όλο προσπαθεί να μη βραχεί, ενώ στο τέλος βρέχεται για τα καλά και το φωνάζει με ιδιαίτερη ικανοποίηση στους άλλους τραγουδώντας… «για κοίτα με πως βράχηκα».

 

Που θα ’πει, σύμφωνα με αυτόν τον «ορισμό», πως αν προσπεράσουμε τις αδέξιες κατηγοριοποιήσεις και φανταστούμε, για παράδειγμα, τον «Καημό» από την «Πολιτεία Α΄» με τη φωνή του Μπιθικώτση και ένα ζευγάρι με παιδιά που έμειναν και οι δύο άνεργοι στο σήμερα, αυτομάτως το τραγούδι γίνεται πολιτικό: «Ποτάμι μέσα μου πικρό/το αίμα της πληγής σου/κι από το αίμα πιο πικρό/στο στόμα το φιλί σου»…

Όποτε αισθάνομαι ότι το σκοτάδι βαθαίνει και αναζητώ μια διέξοδο σε κάτι που να απηχεί ό, τι βλέπω γύρω μου, αναγκάζομαι να ανατρέξω πολύ πίσω: Στο «Εμπάργκο» του Μικρούτσικου, στα «Μαλαματένια λόγια» του Μαρκόπουλου, στο «Χελιδόνι» του Λοΐζου, στο «Φράγμα» του Μούτση. Στην ποίηση του Μάνου Ελευθερίου, στον αιχμηρό λόγο του Τριπολίτη, στον μελαγχολικό λυρισμό του Αλκαίου, στην ειρωνεία του Ρασούλη. Σε όλους αυτούς που δημιούργησαν  τραγούδια ανατριχιαστικά επίκαιρα, όπως «Του κάτω κόσμου τα πουλιά» που κυκλοφόρησαν το 1974, με την πτώση της Χούντας: «Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει/μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει/και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει/την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει». Ελπίζοντας πως κάποια στιγμή «θα περάσει κι αυτό», θα λήξει η μακρόχρονη περίοδος ξηρασίας που μαστίζει το ελληνικό τραγούδι και θα έρθουν καλύτερες μέρες…

4

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

4 σχόλια
Επιτέλους ένα άρθρο για την ελληνική μουσική. τα ερωτήματα του άρθρου είναι κάτι που αναρωτιέμαι κι εγώ χρονια. αν κοιτάξει κανείς τι ''κινείται'' στην αγορά θα δεί ακόμη τους καλλιτέχνες που αποτέλεσαν το Νέο Κύμα να παράγουν ακόμη έργο άντε και μια γενιά μετά απο αυτούς στο ίδιο genre. Είναι τυχαίο ότι δεν έχει υπάρξει κάτι αξιόλογο στην ελληνική μουσική τα τελευταία χρόνια; ή μήπως ή επιρροή της ξενόφερτης μουσικής στις νεότερες γενιές; αδυνατώ να πιστέψω ότι το καλύτερο πράγμα που έχουμε να δείξουμε έξω εν ετει 2015 είναι ο Βαμβακάρης ( Barbican centre Λονδίνο ). Έχει καταντήσει φολκλόρ η όλη ιστορία. Νομίζω η ελληνική κοινωνία ταυτίζεται απόλυτα με την παραγωγή μουσικής : φοβόμαστε να κοιτάξουμε μπροστά για αυτό μένουμε στο παλιό.
Φταίνε οι Πυξ Βλαξ,και όλα τα συμπαρομαρτούντα που τους γέννησαν,που τους εδραίωσαν,που διαπότισαν το αρχικά πολιτικό-αργότερα έντεχνο-τραγούδι και που γέννησαν και άλλα τέτοια τραγουδιστικά "μορφώματα".Φταίει η εμπορευματοποίηση που ήθελε τραγουδάκια εύπεπτα και ανάλατα,σαν να έβγαιναν από γραμμή παραγωγής.Στρατευμένα,αλλά από την πλευρά της πλήρους αδρανοποίησης.Ο Πορτοκάλογλου είναι ένας από αυτήν την γενιά και αυτήν την στόφα και το "καινούργιο" του κομμάτι συμπλέει με την νοοτροπία αυτή.Ωραίο άρθρο,αλλά αυτή η ματιά πάνω στο τί σημαίνει στρατευμένη τέχνη που του λείπει του στέρησε αυτό το συμπέρασμα ώστε να καταλήξει στο γιατί το συγκεκριμένο ειδικά τραγούδι(όπως και πόσα άλλα γενικά) κρίθηκε και με ιδεολογικό πρόσημο.