Πριν δούμε τα δικά μας, πάμε λίγο στις ΗΠΑ, το μεγάλο πολιτικό εργαστήριο της εποχής μας. Το 2004 πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, σε επίπεδο εκλογικής τακτικής, προεδρικές αναμετρήσεις. Υποψήφιοι ήταν ο Τζόρτζ Μπους και ο Τζον Κέρι, με τελικό νικητή τον πρώτο. Όπως είχε πει ο κορυφαίος πολιτικός αναλυτής Τζέημς Κάρβιλ, οι Αμερικανοί «εξέλεξαν έναν πρόεδρο που κατά βάθος δεν ήθελαν να επανεκλεγεί»! Οξύμωρο; Όχι τόσο. Και εξηγώ: Η καμπάνια του Μπους, με επικεφαλής τον πανάθλιο και αδίστακτο, πλην όμως πανέξυπνο, Καρλ Ρόουβ, πέτυχε να μεταφέρει την αναμέτρηση από το επίπεδο της κυβερνητικής αξιολόγησης στο επίπεδο της προσωπικής και πολιτικής ταύτισης.
Δεδομένης της φτωχής αποτίμησης της πρώτης θητείας Μπους, η καμπάνια προσανατολίστηκε στο ερώτημα «τι πρόεδρο θέλουμε;». Από τη μία υπήρχε ο εν ενεργεία πρόεδρος που «μπορεί να μην τα έκανε όλα τέλεια, αλλά προσπαθούσε ειλικρινά» ήταν «αποφασιστικός», «δυναμικός» και «ένας από εμάς», στοιχεία που ειδικά σε περίοδο πολέμου (Ιράκ, Αφγανιστάν) μετρούσαν πολλαπλασιαστικά. Από την άλλη υπήρχε ένας υποψήφιος με στέρεο βιογραφικό, πλην όμως, με αμφισημίες στο λόγο του, δυσκολία στο να εκλαϊκεύσει τις θέσεις του, που έπινε καπουτσίνο και αγαπούσε το Παρίσι. Σε πολλούς μη ενταγμένους πολιτικά αμερικανούς η πόλωση λειτούργησε, οι αναποφάσιστοι ένοιωσαν εγγύτερα στον εν ενεργεία πρόεδρο και ο Μπους κέρδισε τις εκλογές μολονότι το 2004, θεωρούνταν ήδη ένας μέτριος πρόεδρος (πλέον θεωρείται ο χειρότερος της νεώτερης ιστορίας των ΗΠΑ).
Γιατί όλη αυτή η εισαγωγή; Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη δική μας πολιτική σκηνή.
Ο κ. Σαμαράς είναι σαφές ότι επιδιώκει να μετατρέψει την επόμενη αναμέτρηση όχι τόσο σε μία αναμέτρηση διαχειριστικών δεξιοτήτων, αλλά σε μια μετωπική αναμέτρηση, με πολλά πεδία σύγκρουσης και τελικό ερώτημα «τι χώρα θέλουμε;». Μια Ελλάδα με σταθερό προσανατολισμό ή μια Ελλάδα που θα ψάχνεται μεταξύ Λατινικής Αμερικής και περιθωριακών πολιτικών κινημάτων; Μια Ελλάδα της τάξης και της νομιμότητας ή μια Ελλάδα που θα ανέχεται κάποια είδη βίας; Μια Ελλάδα που θέλει να αλλάξει ή μια Ελλάδα που απλώς αναπολεί τις μέρες των παχέων αγελάδων με λεφτά που πλέον δεν υπάρχουν; Μια Ελλάδα που εύκολα ή δύσκολα καταφέρνει να ισορροπεί ή μια Ελλάδα που μπορεί να ρισκάρει να τα τινάξει όλα στον αέρα; Εν κατακλείδι, μια Ελλάδα που θα θυμίζει «κανονική Ευρωπαϊκή χώρα» ή μια Ελλάδα που θα ταλαντεύεται ανάμεσα σε ιδεοληψίες, φαντασιώσεις και αόρατους δυνητικούς συμμάχους;
Για να το πετύχει, επιδιώκει συγκρούσεις σε τομείς όπου η δική του θέση έχει πλειοψηφικά ποσοστά. Τόσο σε ζητήματα οικονομίας (επενδύσεις, αποκρατικοποιήσεις, κ.α.) όσο και σε ζητήματα όπως η έννομη τάξη, η λαθρομετανάστευση, η εξωτερική πολιτική, κ.α. Επιδιώκει δηλαδή να μεταφέρει την αντιπαράθεση σε τομείς όπου οι γενικές κυβερνητικές διακηρύξεις είναι επί της αρχής πλειοψηφικές, με απώτερο στόχο στις εκλογές ο ίδιος να αποτελεί όχι τον επικεφαλής ενός κόμματος, αλλά ενός πλειοψηφικού ρεύματος με κοινούς προσανατολισμούς και ευρείες αξιακές συγκλίσεις, το οποίο διασφαλίζει κυρίως τη σταθερότητα στη χώρα.
Καλή ή κακή, αρεστή ή όχι, αυτή είναι η στρατηγική Σαμαρά και είναι απολύτως ξεκάθαρη. Μπορεί να πετύχει; Ναι, μπορεί. Αρκεί να συντρέξουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη – και βασικότερη – είναι να έχει σταθεροποιηθεί (αν όχι βελτιωθεί) η κατάσταση της οικονομίας. Να έχει εμπεδωθεί η αίσθηση ότι τα χειρότερα πέρασαν και να υπάρχουν κάποια στοιχεία που, έστω σε επίπεδο πολιτικού λόγου, θα μπορούν να υποστηρίξουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Αν αυτό δεν συμβεί, όλα θα καταρρεύσουν διότι σε μια κοινωνία με ποσοστά ανεργίας πάνω από το 25% και νοικοκυριά στα όρια της απόγνωσης, κανένα μήνυμα δεν περνάει. Μια δεύτερη προϋπόθεση, είναι όλο αυτό το στρατηγικό εγχείρημα, που είναι δύσκολο και θέλει δεξιοτεχνία, να το υλοποιήσουν στελέχη των οποίων το προφίλ προσθέτει και δεν αφαιρεί πολιτικής αξιοπιστία. Κηρύγματα εθνικής ενότητας και υπέρ της πολιτικής ομαλότητας, με πολιτικούς «χούλιγκαν» στο προσκήνιο, δεν γίνονται. Και μια τρίτη προϋπόθεση επιτυχίας, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να πατήσει τις πεπονόφλουδες που του πετάνε...
Και έτσι περνάμε στον άλλο μεγάλο πρωταγωνιστή της πολιτικής μας σκηνής.
Οι ερχόμενες εκλογές για τον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν να διεξάγονται με ιδανικές προϋποθέσεις επιτυχίας. Ο βαθμός αισιοδοξίας (ατομικός και συλλογικός) είναι πολύ μικρός, πράγμα που πάντα βοηθάει την αντιπολίτευση. Δημοσκοπικά καταγράφει μεγάλο προβάδισμα στις νεότερες ηλικίες, το οποίο προεξοφλεί πλεονέκτημα από την είσοδο νέων ψηφοφόρων. Σε επίπεδο πολιτικού λόγου το δικό του βασικό μήνυμα («εσείς τα διαλύσατε όλα τόσα χρόνια, ας δοκιμαστούμε κι εμείς μπας και αλλάξει κάτι») είναι εύκολα αντιληπτό και μπορεί να διασχίσει οριζόντια το εκλογικό σώμα, ακριβώς επειδή δεν είναι έντονα ιδεολογικοποιημένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει δεν χρειάζεται να κάνει πολλά περισσότερα από το: α) να επεξεργαστεί και να ιεραρχήσει κάποιες βασικές πολιτικές θέσεις πέρα από τις γενικότερες αντιμνημονιακές αναφορές, ώστε το πρόγραμμά του να μη φαίνεται φλου, β) να απευθυνθεί και να καθησυχάσει τα ακροατήρια εκτός του στενού ακροατηρίου της Αριστεράς, η οποία παραμένει μειοψηφία στη χώρα, τα οποία απλώς αναζητούν εναλλακτική λύση. γ) να «μαλακώσει» τον ακραία επιθετικό ριζοσπαστισμό μερίδας του στελεχιακού ή ευρύτερα υποστηρικτικού του μηχανισμού, ώστε να μην προκαλεί αντισυσπειρώσεις και να μην τροφοδοτεί με τη στάση του μια πόλωση η οποία στρατηγικά δεν κάνει καλό στο κόμμα.
Για να το πούμε πιο παραστατικά, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να προσγειώσει ομαλά το κομματικό σκάφος σε πιο ρεαλιστικές επιλογές. Να φύγει από τα διχαστικά συνθήματα τύπου «εμείς ή αυτοί» και τα καλέσματα «ανατροπής στους δρόμους», τα οποία μπορεί να φανατίζουν το στενό του πυρήνα, αποδεικνύεται όμως καθημερινά (και δημοσκοπικά) ότι δεν πουλάνε. Μετά από μια 3ετή περίοδο έντασης, η πλειοψηφία της κοινωνίας και ειδικά η εκλογικά κρίσιμη μάζα δεν αναζητά «ανατροπές στους δρόμους», όσο σταθερότητα και προοπτική.
Η βεβαιότητα τμήματος της Αριστεράς ότι ο ριζοσπαστισμός της κοινωνίας λειτουργεί μονοσήμαντα, άρα το κόμμα πρέπει να κινηθεί ακόμα πιο έντονα προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί εμμονική ψευδαίσθηση. Η απορρύθμιση του πολιτικού συστήματος ευνόησε όχι μόνο την Αριστερά, αλλά και την λαϊκίστικη Δεξιά ή την εξτρεμιστική Ακροδεξιά. Η εκλογική άνοδος της Αριστεράς καταγράφεται παράλληλα με την αύξηση αποδοχής των ιδιωτικοποιήσεων, υποστήριξης ξένων επενδύσεων, το αίτημα για άρση μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κ.α. Όποιος ερμηνεύει τις αλλαγές στην κοινωνία με γραμμικό τρόπο και με όρους παραδοσιακής κομματικής κατήχησης, δεν έχει πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί.
Ο κ. Τσίπρας μοιάζει να το έχει καταλάβει και είναι εμφανές ότι προσπαθεί να κάνει κάποια ανοίγματα σε ακροατήρια εκτός στενών ορίων. Ωστόσο τα κάνει με μικρά βήματα, σαν να φοβάται να μην ερεθίσει το «θηρίο» στο εσωτερικό του. Με αποτέλεσμα το μήνυμα να συγχέεται και αντί να καλπάζει σε ένα πολιτικά ευνοϊκό τοπίο, να παλεύει ακόμα πόντο-πόντο για την πρωτιά, σε μια μάχη που θα μπορούσε να θεωρείται δεδομένη.
Ο Ηλίας Ηλιού, είχε πει κάποτε για την Αριστερά ότι «δεν αφήσαμε πεπονόφλουδα που δεν την πατήσαμε». Στο πολιτικό mind game που παίζεται αναμένεται να δούμε ποιοι θα δουν το τυρί και ποιοι τη φάκα...
σχόλια