Ωχ πόσο πονάω,
όταν βλέπω τη φάτσα μου στον καθρέφτη γελάω
Και κλαίω με λυγμούς για ποιους;
Για όλους τους φίλους μου τους καλούς που δεν αντιδράνε,
δε μιλάνε ενώ με βλέπουνε να σαπίζω
Χωρίς να αρχίζω,
Δεν αλλάζω ούτε σε στυλ πεταλούδα, αυτό δεν είναι κουκούλι
Είναι φέρετρο να μένει κανείς σε αυτή την πόλη
που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει
Τι να λέει;
Μας πονάει και μετά κλαίει
Και θέλει χάδια και αγκαλιές
Και, Αθήνα μου σ’αγαπάω, να της λες
Ωχ πόσο πονάω,
συνηθίζω τη γκρίνια, τη φθήνια, τις ουρές
Τις μεγάλες πουτάνες που κυκλοφορούν όλες με κολλητά ροζ μπλουζάκια
και παντελόνια του θεού και σαπισμένες μούρες από τον Χόντο
που με τα χημικά του γεμίζει τα κορίτσια μας με πάστες προσώπου
Και μετά τις φιλάς και ξύνεσαι
και μου λέει εγώ δε θέλω ένα αγόρι που περνάει ακμή
εγώ θέλω έναν άντρα
Της λέω τράβα στον πρώτο, που ‘χει πολλούς.
Μες στους τάφους μπες και στήσου
Και άσε τους νεκρούς πολιτικούς να κάνουν τη δουλειά τους
Και να υπογράψουν το λαϊκό αίσθημα, ότι μας γαμάνε και από την κόλαση
Είναι απόλαυση ρε γαμώτο αυτή η πόλη
που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει
Τι να λέει;
Μας πονάει και μετά κλαίει
Και θέλει χάδια και αγκαλιές
Και, Αθήνα μου σ’αγαπάω, να της λες
Ωχ πόσο πονάω,
μου λες απ’ την πτέρυγα των μελλοθανάτων και εγώ συγκρατούμαι
Λες ότι θυμάσαι πως ήταν τότε
που τσακωνόσουν, γελούσες και έκανες έρωτα
χωρίς τους ορούς, τους γιατρούς και τα αίματα
Άνοιξε το παράθυρο,
δεν πήγα πουθενά. Μια ζωή εδώ
Και τώρα το μόνο που μου απομένει
είναι αυτή η πανάκριβη μπόχα
Η μονάκριβη μου αγάπη,
η πουτάνα, η καριόλα, αυτή η πόλη
που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει
Τι να λέει;
Μας πονάει και μετά κλαίει
Και θέλει χάδια και αγκαλιές
Και, Αθήνα μου σ’αγαπάω, να της λες