ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ, Μ.Α.
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά
και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ' εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ' το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
Μέση Ανατολή, Αύγουστος '43
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΗ Μ.Α.
(Αφήγηση για τα παιδιά)
Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε,
εδώ που 'λαχε να ζούμε
μες στη ζέστη την ογρή
μες στη Μέση Ανατολή.
Φούσκωνε και το ποτάμι,
φούσκωναν και τα μυαλά
κι ήμασταν σαν το καλάμι
στην παχιά ακροποταμιά.
Όταν ήρθανε οι αντάρτες
με πιστόλες και με χάρτες
να ταράξουν τη ζωή μας.
Ήρθε ο Ρούκος, ήρθε ο Ντύμας,
ο Κατάρλης με τον Πύρο,
κι ο Δεσπότης με τον Τζίρο,
και τους βάλαν στ' αψηλά
με χαφιέδες και δροσιά
να θυμούνται τα βουνά.
«Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;»
φώναζαν στις παροικίες.
«Τί γυρεύουν; Τί γυρεύουν;»
φώναζαν στις νταχαμπίες.
«Ποιός τους έφερε δω πέρα
να μας πάρουν τον αέρα;»
«Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;»
«Αλλ' αυτοί μας αγαπούν
και δε θέλουν την αμάχη
στους λαούς που πολεμούν
για να ζήσει η ανθρωπότη
έξω απ' της σκλαβιάς τα σκότη».
«Μην τους φέραν οι Αραπάδες
για να πάρουνε μπαξίσι;»
«Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες
που γλεντούν σε κάθε κρίση,
αυτοί πάλι βρήκαν κάτι
να μας κόψουν το ραχάτι».
Κίτρινος και σιωπηλός,
όταν τον ρωτήσουν κάτι,
μ' ένα νεκρωμένο μάτι
τους κοιτάει και τους ρωτά:
«Πού τα βρήκατε όλα αυτά;
Τί 'ναι αυτός ο λουκουμάς;
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς,
πράσινα άλογα και θειάφι,
δεν τ' αφήνετε στο ράφι
με μια τρύπια κατσαρόλα,
μ' ένα πράσο, με μια φόλα—
μολονότι ορθόν θα ήτονα
να ρωτήστε και το γείτονα,
να ρωτήστε το χασάπη,
να ρωτήστε τον αράπη
που πουλάει ζεστά σουδάνια
καλοχώνευτα και σπάνια».
Οι αντάρτες σαν τον είδαν
πήγε να τους φύγει η βίδα.
Μέρα - νύχτα συζητούσαν,
μέρα - νύχτα πολεμούσαν,
για να βρούνε κάποια λύση
στης Ανατολής την κρίση
πού ηταν πια μασκαριλίκι.
Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφαν
χωρίς να πλερώνουν νοίκι,
έπαψαν να παίζουν πρέφα
και σα να μοιράζαν κόλλυβα
τους εμάζεψαν αθόρυβα
και τους στείλανε ξανά
στα ψηλά τους τα βουνά.
«Τα Περιστέρια»
5. 9. – 24. 10. 1943