.
.
Γνωρίζω τι λένε για εμάς τους millennials. Ότι είμαστε μόνιμα κολλημένοι μπροστά σε μια οθόνη, ότι προτιμάμε να τσατάρουμε με τις ώρες στα social media από το να βγαίνουμε έξω, ότι δεν φλερτάρουμε, ότι δεν κάνουμε φίλους, ότι δεν «ζούμε» με λίγα λόγια.
.
.
Πριν από περίπου έναν μήνα καθόμασταν με τον Γιάννη, τη Μαρία και την Κατερίνα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και «σκοτώναμε» την ώρα μας. Με λίγα λόγια είχαμε «χυθεί» στις καρέκλες και ο καθένας βρισκόταν στον κόσμο του. Άλλος έπαιζε με το κινητό, άλλος με το λάπτοπ, άλλος διάβαζε περιοδικό. Ζήτημα, δηλαδή, να είχαμε ανταλλάξει 5-10 κουβέντες όλη αυτή την ώρα.
Ξαφνικά η Κατερίνα τα πήρε, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και είπε: «ρε φίλε κοίταξε μας. Πότε κάτσαμε να κάνουμε μία αληθινή συζήτηση;» Και ένα θα σου πω. Όταν η Κατερίνα τα παίρνει, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνεις τον λόγο, να τη φοβάσαι. Ίσως είναι τα μαύρα ρούχα που φοράει συνέχεια, ίσως τα μωβ μαλλιά που την κάνουν να μοιάζει με χαρακτήρα σε γιαπωνέζικο anime, δεν ξέρω. Εγώ πάντως τη φοβάμαι.
.
.
«Ωραία, και πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα;» αναρωτήθηκα απευθυνόμενος στην Κατερίνα. «Θα δούμε. Θα βάλουμε στόχο να τα λέμε μία φορά την εβδομάδα. Κάθε ένας θα προτείνει και ένα διαφορετικό μέρος» μου απάντησε με πείσμα.
Πέρασαν μερικές μέρες και είχα πια ξεχάσει την κοινή μας υπόσχεση όταν νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου ο Γιάννης μου τηλεφώνησε και μου είπε να ετοιμαστώ γρήγορα και να κατέβω. Στο αυτοκίνητο με περίμεναν όλοι τους με ένα συνωμοτικό χαμόγελο. «Πού πάμε;» ρώτησα. «Θα δεις, είχα μια τέλεια ιδέα» μου είπε η Μαρία.
.
Μόλις βγήκαμε στην παραλιακή συνειδητοποίησα (σ.σ. δεν ήθελε και ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες) ότι πάμε προς τη θάλασσα. Ο καιρός ήταν ιδανικός, φυσούσε ένα γλυκό αεράκι και οι περισσότερες παραλίες είχαν ελάχιστο κόσμο ελέω τριημέρου. Γρήγορα φτάσαμε στην Ανάβυσσο και ο Γιάννης έστριψε σε ένα μικρό, χωμάτινο δρομάκι.
Παρκάραμε, βγήκαμε από το αυτοκίνητο και τα κορίτσια έβγαλαν από το πορτ παγκάζ δύο ψάθες, ένα mp3 με δύο ηχειάκια, δύο πετσέτες, τέσσερα γυάλινα βαζάκια και ένα μικρό αλουμινένιο κουτί. «Τι είναι αυτό;» ρώτησα. «Γίνεται να αράξουμε στην παραλία χωρίς καφέ;» μου αποκρίθηκε η Κατερίνα.
.
.
Στη συνέχεια βρήκαμε ένα ωραίο σημείο πάνω στην άμμο, βγάλαμε τα παπούτσια, στρώσαμε τις πετσέτες και ο Γιάννης με τη Μαρία ξεκίνησαν να φτιάχνουν Freddo Espresso χρησιμοποιώντας το barista kit του Nescafé® Azera Espresso, όπως με πληροφόρησαν ότι ήταν αυτό το ασημένιο κουτί. Μόλις ο καφές σερβιρίστηκε, αρχίσαμε να τον απολαμβάνουμε σιωπηλοί ατενίζοντας τη θάλασσα και ακούγοντας μουσική. Ήταν τόσο γαμάτα ρε φίλε.
«Λοιπόν, να σας πω τι σκέφτηκα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές;» ρώτησε η Μαρία και άπαντες γυρίσαμε προς το μέρος της λίγο ενοχλημένοι που μας χάλασε τη στιγμή αλλά και κάπως τρομαγμένοι. Γιατί όταν η εναλλακτική μας φίλη Μαρία σκέφτεται προτάσεις για διακοπές αυτό σημαίνει sleeping bags, σκηνές, τηγάνια, δεκάδες τσιμπήματα από έντομα και Μάλαμας, non stop όμως.
.
.
.
Την επόμενη εβδομάδα ο κλήρος έπεσε σε μένα. Ήταν η σειρά μου να προτείνω μέρος. Ήταν όμως μία ιδιαίτερα δύσκολη εβδομάδα και χρειάστηκε να πάω στη δουλειά και το Σάββατο. Έτσι, έστειλα ένα μήνυμα στο γκρουπ εξηγώντας ότι δεν θα μπορέσω να τηρήσω την υπόσχεσή μου και να μην με περιμένουν. Κάποια στιγμή, γύρω στο μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας στο γραφείο και εμφανίστηκε μπροστά μου η Κατερίνα με ένα καρό τραπεζομάντηλο και δύο σακούλες στα χέρια. «Έλα, ώρα για διάλειμμα. Πάρε τα πράγματα σου και πάμε για πικ νικ» μου είπε χαμογελώντας με το σάστισμα που διέκρινε στο πρόσωπό μου.
«Τρελάθηκες; Και πού θα πάμε για πικ νικ στο κέντρο της πόλης;» της ανταπάντησα κάπως δύσπιστος. «Γιατί πάρκα δεν έχει η Αθήνα; Τέλειωνε». Τι να έκανα, υπάκουσα. Από καθαρά ανθρωπολογική σκοπιά πάντως, είναι αξιοπερίεργο πόσα νεύρα μπορεί να κουβαλάει ένα τόσο δα πλασματάκι σαν την Κατερίνα.
.
.
Όταν φτάσαμε στο πάρκο, εκεί, σ' ένα φοβερό σποτ κάτω από μία πικροδάφνη μας περίμεναν τα άλλα δύο μέλη της «συμμορίας». Έστρωσαν το τραπεζομάντηλο και έβγαλαν δύο τάπερ με τυροπιτάκια και διάφορα άλλα φαγώσιμα που είχαν αγγαρέψει τις μανάδες τους να φτιάξουν στο σπίτι. Ευτυχώς, δεν έλειπε ούτε αυτή τη φορά το barista kit του Nescafé® Azera Espresso γιατί με τις ώρες είχα κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ είχα απόλυτη ανάγκη από καλό καφέ.
Εκεί, καθισμένοι στο γκαζόν, κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, μακριά από φωνές, κόρνες και αυτοκίνητα, ξεχάσαμε για λίγο δουλειές, μαθήματα και υποχρεώσεις. Όταν, μάλιστα, ο Γιάννης άρχισε να μας εξομολογείται, σχεδόν κατάχλωμος, ότι μίλησε τελικά στην συμφοιτήτριά του, σκάσαμε όλοι στα γέλια πριν προλάβει να μας πει τι έγινε. Πάντως, «τσίμπησε» τηλέφωνο και εμείς έπειτα το βουλώσαμε και καλά να πάθουμε.
.
.
Πέρασα τόσο ωραία στο πάρκο που την ώρα που φεύγαμε τους είπα ότι η επόμενη φορά θα ήταν όλη δική μου. Και αφού δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ τις ωραίες ιδέες τους, δηλαδή το πάρκο και την παραλία, αποφάσισα ότι θα τους χαρίσω την απόλυτη coffee shop εμπειρία με τη βοήθεια του Nescafé® Azera Espresso, φτιάχνοντας στο σπίτι μου τον καλύτερο καφέ που έχουν πιει στη ζωή τους.
.
.
.
.
.
Ο Γιάννης ζήλεψε (και καλά) που δεν μπόρεσε να δώσει το παρών στο σπίτι μου και καθότι ήταν η σειρά του να προτείνει μία καλή ιδέα, σκέφτηκε την ταράτσα της γιαγιάς του σε εκείνη την παμπάλαιη πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας με τη φοβερή θέα σε όλη την πόλη. Δώσαμε ραντεβού το πρωί της Κυριακής. Φτάσαμε όλοι μαζί, την ώρα που ο Γιάννης έβαζε τα παγάκια στα ποτήρια του καφέ και φώναζε στη γιαγιά του ότι δεν θέλαμε κουλουράκια Ιούνιο μήνα.
.
.
.
.
Σε κάποια στιγμή γύρισα και τους κοίταξα. Έπιναν τον καφέ τους χωρίς να μιλάνε καθόλου, πράγμα σπάνιο. Είχαν τα μάτια τους μισόκλειστα λόγω του ήλιου που έπεφτε κατευθείαν επάνω μας. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό ένα τσιτάτο για τους φίλους σαν αυτά που θυμάμαι και πετάω κατά καιρούς, αλλά θα με έλεγαν πάλι «ψευτοκουλτουριάρη» και «ποζέρι», οπότε δεν είπα αυτό που σκεφτόμουν και ζήτησα απλώς κι άλλο καφέ.
.
.