16 Αυγούστου 2022, Μόναχο
Τον Αύγουστο η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη ανεβαίνει για πρώτη φορά στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Στίβου του Μονάχο. Ο εκφωνητής που αναγγέλλει τα ονόματα των νικητριών στο αγώνισμα των 35 χιλιομέτρων βάδην δυσκολεύεται να προφέρει το επίθετό της. Εκείνη γελάει και κλαίει μαζί. Για την ακρίβεια, τις επόμενες στιγμές δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει.
Στα τριάντα οκτώ της χρόνια έχει γίνει η πρώτη Ελληνίδα που κατακτά χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα του βάδην σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Τέσσερις μέρες αργότερα, η Αντιγόνη θα βρισκόταν και πάλι στο ίδιο σημείο. Αυτήν τη φορά για να παραλάβει το χρυσό μετάλλιο στα 20.000 μέτρα βάδην, γράφοντας ιστορία ως η πρώτη αθλήτρια που συμμετείχε σε δύο αγωνίσματα τέτοιων αποστάσεων, στην ίδια διοργάνωση, κάνοντας double.
Ο τρόπος με τον οποίο το σώμα της έκανε το κοντέρ να μηδενίσει, που η ψυχή της γέμισε ξανά, κάτι παραπάνω από ενενήντα ώρες μετά, ώστε να αντιμετωπίσει άλλη μία επίπονη κούρσα, κάποια στιγμή θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Ήταν 20 Αυγούστου και τα μάτια της δάκρυσαν ξανά όταν ανέβηκε στο βάθρο.
Η μακρά διαδρομή της, γεμάτη ιδρώτα και προκλήσεις, απώλειες, χωρισμούς και ανταμώματα, αλλά και πολλή αγάπη, την είχε οδηγήσει στη δικαίωση. «Τώρα», έλεγα, «το ξέρει», αναφέρει για τον εκφωνητή στη δεύτερη απονομή, «τώρα το έμαθε το όνομά μου. Τώρα το επίθετό μου το ξέρει όλος ο κόσμος».
20 Μαρτίου του 1984, Καρδίτσα
Τη μέρα που γεννήθηκε ο πατέρας της από τη χαρά του ξέχασε να τη δηλώσει στο δημαρχείο. Έτσι, στα χαρτιά είναι γεννημένη την επομένη. Ως χαρακτήρας θεωρεί πως μοιάζει περισσότερο με την αδελφή της, την Ελπίδα. «Είμαι παρορμητική, ευαίσθητη, αλλά έχω κι άλλες πλευρές. Είμαι δυναμική και θέλω να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου», λέει.
Στην Αταλάντη, όπου θα έμενε μέχρι τα επτά-οκτώ της χρόνια, ο δυναμισμός της θα εκδηλωνόταν με παιχνίδι στην πλατεία όλη την ημέρα. Χανόταν στα σοκάκια, δεν γύριζε ποτέ. «Έχω φάει πολλές ξυλιές γιατί δεν με βρίσκανε, έφευγα και δεν έλεγα πού πάω». Οι δικοί της είχαν μετακομίσει εκεί για να δουλέψουν. Έκαναν εναλλάξ βάρδιες σε ένα εργοστάσιο, για να προσέχουν τα παιδιά. Όταν γεννήθηκαν οι άλλες αδελφές της, η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει στην Καρδίτσα «για μια καλύτερη ζωή». Τότε ήταν που άνοιξαν το τσιπουράδικό τους.
«Αν δεν το έκανα, θα το μετάνιωνα. Δεν γινόταν να αφήσω την ευκαιρία να είμαι η πρώτη Ελληνίδα που θα συμμετείχε σε δύο αποστάσεις στην ίδια διοργάνωση».
«Γυρνώντας στην Καρδίτσα, ήμασταν πλέον τέσσερις αδελφές. Η μαμά μου ήταν όλη μέρα στη δουλειά, μας έφερνε φαγητό και ξανάφευγε. Εγώ ήμουν στο παιχνίδι και η αδελφή μου είχε τον ρόλο της μαμάς. Δεν υπάρχει ζωή όταν έχεις δική σου επιχείρηση, ειδικά στην εστίαση», λέει η Αντιγόνη. Εκεί, στο τσιπουράδικο, όπου μπορεί κανείς να τη βρει ακόμα και σήμερα, περνούσε τη μέρα της μετά το σχολείο. Έτρωγε, διάβαζε και πήγαινε να αγοράσει τσιγάρα στους θαμώνες.
«Ήδη από το γυμνάσιο είχαμε συγκεκριμένο ωράριο που δουλεύαμε αλλά και από το δημοτικό, όταν μας έλεγε η μαμά να πάμε κάτι σε έναν πελάτη, το πηγαίναμε. Στο λύκειο, πλέον, έκανα και δεύτερη δουλειά. Δούλευα και σε ένα ταβερνάκι στο οποίο μετά γίναμε συνέταιροι. Ακριβώς από πάνω μας υπήρχε ένα ρεμπετάδικο ‒ το Σαββατοκύριακο δούλευα τα βράδια στο πάσο της κουζίνας. Έκανα δυο δουλειές και το πρωί πήγαινα στο σχολείο», λέει.
«Μου άρεσε πάρα πολύ η δουλειά στο μαγαζί, δεν με ενδιέφερε να βγω έξω. Δεν είχαμε και τη δυνατότητα τότε, έπρεπε να δουλέψουμε. Αν ήθελα να πάρω κάτι, δούλευα για να το πάρω με δικά μου λεφτά».
Στο σχολείο μερικές φορές έμπλεκε σε καβγάδες. Προκαλούσε τα αγόρια και όταν κάποιος προσπαθούσε να τη σπρώξει, έφερνε τη μεγάλη της αδελφή, τη Δώρα, για να ξεμπερδέψει. Όταν αργότερα στο λύκειο αγόρασαν ένα μηχανάκι για να το μοιράζονται οι δυο τους, η Αντιγόνη το μπλόκαρε με ένα κόλπο που της είχαν δείξει τα αγόρια κάθε φορά που ήταν να το παραχωρήσει στη Δώρα. Όταν εκείνη άφηνε το μηχανάκι, η Αντιγόνη το έπαιρνε και έφευγε καμαρωτή. Μαζί με τη μεγάλη της αδελφή θα έμπαιναν για πρώτη φορά στον αθλητισμό από μικρή ηλικία.
«Η αδελφή μου έκανε μπαλέτο, μετά κάναμε ρυθμική, στην οποία εγώ μπήκα κατευθείαν. Στην Καρδίτσα γραφτήκαμε στο κολυμβητήριο. Τότε ήταν δωρεάν κάποιες αθλητικές παροχές στους πολύτεκνους, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να πάμε. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να μας τα προσφέρουν αυτά.
Μια μέρα, μερικά χρόνια αργότερα, στις εξετάσεις της για το αθλητικό σχολείο, έτυχε να μαζέψει ένα μπαλάκι του τένις που έφυγε από το διπλανό γήπεδο. Ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πρώτος της προπονητής είδε το ταχύ βάδισμά της και τα επόμενα τρία χρόνια προσπαθούσε να την πείσει να αγωνιστεί. Πήγαινε στο μαγαζί, παρακαλούσε τη μητέρα της να αφήσει τη μικρή να ξεκινήσει το βάδην. «Δεν ήθελα να το κάνω. Έλεγα ότι δεν αρέσει και ότι θα με κοροϊδεύουν». Κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει μαζί του στο γήπεδο.
«Μέσα τρεις μήνες ήμουν 8η στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Τότε συμμετείχαμε τριάντα-τριάντα πέντε παιδιά. Έτρεχα και στους ανωμάλους δρόμους αντοχής και ήμουν έτσι κι έτσι, αλλά στο βάδην ήμουν καλή».
2015, Πριν από τους Ολυμπιακούς του Ρίο
Το 2015 η Αντιγόνη έχει πιάσει πέντε φορές το υψηλό όριο των επικείμενων Ολυμπιακών του Ρίο. Είναι ολυμπιακή χρονιά και όλες οι αθλήτριες αγωνίζονται για την πρόκριση. Ενώ είναι πρώτη στη λίστα για να πάει στους Αγώνες, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρώμης χάνει από τη δεύτερη Ελληνίδα και υπάρχει η υπόνοια ότι θα μπουν κι άλλες στον συναγωνισμό για την πρόκριση.
«Ξαφνικά βρίσκομαι με την τρίτη επίδοση. Είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Είχα πιάσει πέντε φορές το όριο για την πρόκριση και ξαφνικά κινδύνευα να βρεθώ εκτός Ολυμπιακών; Το βάζω στο μυαλό μου και λέω “πρέπει να κάνεις καλύτερη επίδοση”. Κάνω για ενάμιση μήνα προπόνηση, πηγαίνω σε ένα meeting στη Λιθουανία και κάνω ατομικό ρεκόρ. Έκανα την τρίτη επίδοση στην καριέρα μου». Αυτό της έδωσε την αφορμή να προετοιμαστεί ακόμα καλύτερα έναν μήνα πριν από τους Ολυμπιακούς. Έτσι, πήγε στο Ρίο ακόμα πιο έτοιμη. Εκεί τερμάτισε δέκατη πέμπτη.
«Είχα φορμαριστεί, ήμουν αποφασισμένη ότι θα πάω καλά. Το συναίσθημα του να συμμετέχεις στους Ολυμπιακούς, το ότι βρίσκεσαι στην πίστα με τους κορυφαίους στον κόσμο, είναι απίστευτο. Θεωρώ ότι είναι μια εμπειρία που πρέπει να ζήσουν όλοι οι αθλητές».
Τότε, μετά τη δέκατη πέμπτη θέση, και ενώ θεωρούσε πως έχοντας συμμετάσχει πλέον στις μεγάλες διοργανώσεις θα έκλεινε την καριέρα της με αυτούς τους Ολυμπιακούς, ένας δημοσιογράφος στη μεικτή ζώνη τής έβαλε στο μυαλό ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει. «Του είπα ότι ήταν ο τελευταίος μου αγώνας και ότι ήμουν πολύ χαρούμενη». Μου απάντησε «κορίτσι μου, είσαι με τα καλά σου; Αυτή είναι η αρχή. Τώρα θα το αφήσεις;».
2000, Καρδίτσα
Όταν χώρισαν οι γονείς της, έδινε εξετάσεις. «Είχα δυο μικρά αδέλφια. Η τρίτη αδελφή μου πήγαινε ΣΤ’ Δημοτικού. Η μεγάλη στα δεκαεννιά της αρραβωνιάστηκε και έφυγε από το σπίτι. Ξαφνικά μένω στο σπίτι εγώ με τις δυο μικρές. Έπρεπε να διαβάζουν, να τρώνε, να κάνουν τα φροντιστήριά τους, να τους πηγαίνω εγώ παντού, οπότε δεν προλάβαινα να διαβάσω, δεν με ενδιέφερε έτσι κι αλλιώς. Επειδή ήμουν καλή αθλήτρια, είχα το “άνευ εξετάσεων”. Δεν αγχωνόμουν αν θα περάσω στο πανεπιστήμιο».
Στις Πανελλήνιες δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια. Οι καθηγητές, όπως μου λέει, ήταν ελαστικοί μαζί της. Έφτανε στο σχολείο στις δέκα, μετά την προπόνηση. Στην Καρδίτσα οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει να τη βλέπουν να τρέχει στον δρόμο. «Μου έλεγαν “αυτό που κάνεις τόσα χρόνια κάθε μέρα δεν υπάρχει”. Έτρεχα έξω, γύρω από τα σχολεία. Τα παιδάκια έπαιζαν βόλεϊ στο προαύλιο κι εγώ έκανα βάδην γύρω από το σχολείο. Με στήριζαν πολύ και οι συμμαθητές μου. Δεν με κορόιδεψαν ποτέ, γιατί έφερνα μετάλλια. Με σεβόντουσαν και οι καθηγητές».
Λίγα χρόνια αργότερα θα ξεκινούσε τη φοιτητική ζωή στα Τρίκαλα, αφού έπρεπε να περιμένει, εξαιτίας του κανονισμού, μέχρι τα είκοσι για να πάρει ως νέα γυναίκα μια καλή θέση στο Πανελλήνιο στην ολυμπιακή απόσταση των είκοσι χιλιομέτρων. Η μητέρα της ήθελε να ζήσει τη φοιτητική ζωή. Όμως, έξι μήνες μετά, επέστρεψε στο σπίτι της.
«Έφυγα γιατί έπρεπε να δουλέψω. Δεν με γέμιζε να είμαι μόνο φοιτήτρια, να μου στέλνει χρήματα η μαμά μου και να δουλεύω μόνο το Σαββατοκύριακο. Δεν ήθελα και να την επιβαρύνω με το επιπλέον έξοδο του ενοικίου, γιατί είχε και τα φροντιστήρια των αδελφών μου. Τότε ήμασταν και λίγο περίεργα στην οικογένεια, αφού οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Η μαμά μου ανέλαβε το κομμάτι της ανατροφής μας. Ο μπαμπάς μου δεν συμμετείχε πολύ. Αν του ζητούσα χαρτζιλίκι π.χ., θα μου έδινε, αλλά δεν μπορούσα να του ζητήσω τα χρήματα για όλο τον μήνα. Γενικά η μαμά μου δεν είχε βοήθεια για να μεγαλώσει και να σπουδάσει τέσσερα παιδιά, γιατί δεν ήθελε ποτέ να ζητήσει. Έλεγε “θα τα καταφέρω μόνη μου”. Και όντως τα κατάφερε».
14 Μαρτίου 2020, Ουκρανία
Η πρόκριση στους δεύτερους Ολυμπιακούς της καριέρας της, αυτούς του Τόκιο, θα ερχόταν λίγες μέρες πριν μπούμε στην πρώτη καραντίνα. Σε ένα πολύ κρύο περιβάλλον, με μηδέν βαθμούς και πολύ αέρα. Στην προπόνησή της το προηγούμενο διάστημα δεν έβγαζε τους χρόνους που έπρεπε για να εξασφαλίσει το όριο. Αρχικά, θα έκρυβε από τον προπονητή της, με τον οποίο ήταν ήδη έξι μήνες, ότι είχε περάσει μια ίωση και ότι παράλληλα δούλευε.
«Τότε άρχισα να του λέω τα πάντα για να μπορώ να αποκτήσω την εμπιστοσύνη του, να ξέρει ότι εγώ είμαι στην Καρδίτσα και γυμνάζομαι με αυτές τις συνθήκες, με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήθελα να του πω ότι ήμουν άρρωστη γιατί δεν θα με έπαιρνε μαζί του. Με πήρε στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα, έτσι μπήκα στην κούρσα».
Η Αντιγόνη θα έβγαινε δυνατά στον αγώνα από την αρχή, χωρίς να κάνει καλή διαχείριση. Ο προπονητής της την άφησε να μάθει από τον τρόπο που έτρεξε και εκείνη, εξουθενωμένη πια, έχοντας πετύχει τον στόχο, θα επέστρεφε άμεσα στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, στην Καρδίτσα, όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη στο σπίτι. Η μητέρα, ο μπαμπάς, οι αδελφές της, έβλεπαν σε live streaming τον αγώνα. Ο μπαμπάς της είχε ήδη αρρωστήσει από τα Χριστούγεννα με καρκίνο στον πνεύμονα. «Ήθελαν να το δουν όλοι μαζί, δεν ξέραμε πώς θα πάει», λέει.
Στις 16 Μαρτίου επιστρέφει προλαβαίνοντας να μπει στη χώρα πριν κλείσουν τα σύνορα λόγω lockdown. Από το αεροδρόμιο έφυγε κατευθείαν για το σπίτι, γιατί θα σταματούσαν οι συγκοινωνίες. Στις 18 Μαρτίου χάνει τον μπαμπά της. Στις 20 έχει γενέθλια. Στις 22 έρχεται ο προπονητής της με τα παιδιά στην Καρδίτσα για προπόνηση.
«Δεν ήξερα πώς να νιώσω. Να κλάψω; Να χαρώ; Δεν μπορούσα να διαχειριστώ με τίποτα τα συναισθήματά μου. Ο μπαμπάς μου είχε δει την πρόκριση, που την ήθελε πολύ και με πίστευε, αλλά τον έχασα δυο μέρες μετά. Ούτε να το χαρεί δεν πρόλαβε. Ούτε εγώ πρόλαβα. Με το που γύρισα στην Καρδίτσα, εκείνος ήταν ήδη στο νοσοκομείο. Δεν πρόλαβα να τον αγκαλιάσω. Ήταν πολύ δύσκολο να βλέπεις έναν άνθρωπο να ξεψυχά και να σε φωνάζει. Με ήθελε εκεί. Ήμασταν όλοι κοντά του εκείνη τη στιγμή, δίπλα του. Ήταν μια αίθουσα νοσοκομείου γεμάτη από παιδιά, εγγόνια. Ήθελε και τη μαμά μου εκεί, μετά από είκοσι χρόνια χωρισμού. Δεθήκαμε ξανά ως οικογένεια και μαζί του με τον θάνατό του. Όσες φορές και να το πω, όσες φορές και να το σκεφτώ, η εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό είναι πολύ δύσκολη. Ποτέ δεν το πιστεύεις όταν ένας άνθρωπος φεύγει τόσο γρήγορα».
2003-2004, Καρδίτσα
Το 2003 η Αντιγόνη σταματά τον αθλητισμό.
«Είχα πολλές ευθύνες, έπρεπε να είμαι και στα Τρίκαλα, μου είχε πέσει και βαρύς ο χωρισμός των γονιών μου, δεν είχα και κίνητρο, παρότι ήμουν πρώτη, οπότε άφησα αυτό που ήταν το πιο εύκολο να αφήσω.
Γίνονταν οι λαμπαδηδρομίες και ήθελα να συμμετάσχω. Τότε, ενώ ήμουν η πρωταθλήτρια της περιοχής, μου πήρε τη θέση σε αυτές ένας ταχυδρόμος, γιατί ήταν μέσα στο σύστημα και μπορούσε να βάλει μέσο», λέει. «Κι εγώ, που ήμουν πρωταθλήτρια της πόλης, κέρδιζα τα αγόρια και οι εφημερίδες δεν σταματούσαν να γράφουν για μένα, είπα “δεν μου αξίζει αυτό το πράγμα. Για ποιον λόγο κάνω αθλητισμό αν δεν μπορώ να κάνω κι αυτά, που είναι κομμάτι του;” Πληγώθηκα ανεπανόρθωτα».
Τα επόμενα οκτώ χρόνια θα ζούσε όμορφα χωρίς το βάδην. «Εκείνη την περίοδο δεν στερήθηκα τίποτα, ξαμολήθηκα, έκανα τα πάντα, πέρασα πάρα πολύ ωραία, ταξίδευα, δεν με περιόριζε κανένας. Επειδή δούλευα είχα την οικονομική άνεση να κάνω ό,τι ήθελα».
Εκείνα τα χρόνια μπήκε στο τρυπάκι να διαβάσει και να τελειώσει τη σχολή της. Οι σπουδές της περιλάμβαναν το αθλητικό κομμάτι, οπότε δεν έχασε τελείως την επαφή με τον χώρο.
Το 2009 τελείωσε το πανεπιστήμιο και συνέχισε να δουλεύει. Το 2011 χώρισε, μετά από ενάμιση χρόνο, με τον Άγγελο, τον σύζυγό της. Ο χωρισμός κράτησε τέσσερις-πέντε μήνες και εκείνο το διάστημα έψαχνε να βρει πράγματα που θα την έκαναν να νιώθει καλύτερα. Ήταν σαράντα τρία κιλά, χωρίς καθόλου μυϊκή μάζα, καθώς δεν γυμναζόταν. Το γεύμα της ήταν, όπως αναφέρει, «μπίρες και μια βούτα στη σαλάτα».
«Όταν είμαι σε μια σχέση δίνομαι, χαρίζομαι, δεν συγκρατώ τα συναισθήματά μου. Ειδικά όταν ερωτεύομαι, δεν σκέφτομαι καθόλου, μην τρομάξω τον άλλον. Οπότε, εφόσον είχα δώσει όλο μου τον εαυτό σε αυτήν τη σχέση και ήμουν γεμάτη, όταν βρέθηκα μόνη, ήθελα να βρω κάτι που πραγματικά θα με γέμιζε». Ένας φίλος της, ο Βασίλης, ήταν δίπλα της συνεχώς και την παρακινούσε να ασχοληθεί ξανά με τον αθλητισμό.
«Με παρακίνησε να ξαναμπώ στον αθλητισμό, να ξεκινήσω αρχικά για την ψυχική μου υγεία, μετά για τη σωματική, γιατί έβλεπε ότι είχα σταματήσει να τρώω».
Τότε ζήτησε βοήθεια από έναν φίλο φαρμακοποιό. «Άρχισα να παίρνω βιταμίνες που δίνουν στα παιδιά για τις Πανελλήνιες. Βάζοντας στο μυαλό μου ότι έπρεπε να ανοίξει η όρεξή μου και πίνοντας ένα σιρόπι, άρχισα να τρώω, να γυμνάζομαι και μέσα σε πολύ λίγο καιρό να βρίσκω ξανά τον εαυτό μου».
Το επόμενο εξάμηνο θα κατέβαινε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και θα τερμάτιζε δεύτερη. «Το όριο για τους Ολυμπιακούς ήταν 1:38:00 και εγώ είχα κάνει 1:40:00. Αυτό έγινε τον Μάρτιο του ’12. Την ίδια χρονιά πήγα στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα με την Εθνική Ομάδα και με ακύρωσαν, γιατί ήμουν στη Ρουμανία και κέρδιζα τη Ρουμάνα αθλήτρια. Ακύρωσαν και εμένα και την Τουρκάλα, για να βγει εκείνη».
Στο βάδην υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, π.χ. καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα ο αθλητής πρέπει να διατηρεί το ένα πόδι στο έδαφος, ενώ το γόνατο του προπορευόμενου ποδιού πρέπει να παραμένει αλύγιστο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Οι τρεις κάρτες στη σειρά που πήρε η Αντιγόνη σήμαινε ότι έπρεπε να αποχωρήσει.
«Δεν πειράζει, εγώ τέτοια θέλω», λέει για το περιστατικό στη Ρουμανία. «Διαολίζομαι». Λίγο αργότερα, στη Λιθουανία, κάτω υπό καταρρακτώδη βροχή, θα έκανε 1:38:04.
Όταν λίγο αργότερα θα ήταν ξανά μαζί με τον σύζυγό της, εκείνος θα τη γνώριζε και ως αθλήτρια. Τη στήριζε και συνεχίζει να τη στηρίζει πάρα πολύ. Είναι, όπως μου λέει, ο άνθρωπος χάρη στον οποίο ήθελε πλέον να έχει δικούς της ανθρώπους στους αγώνες.
«Παλιότερα δεν ήθελα να έρχονται οι δικοί μου. Δεν μου άρεσε να τους απογοητεύω, ένιωθα ότι αν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα τους απογοήτευα. Ο μπαμπάς μου ερχόταν, και κρυβόταν. “Ήταν ο μπαμπάς σου εδώ”, μου έλεγαν στο Πανελλήνιο της Πάτρας. “Τι λέτε, ρε παιδιά;”. Η αδελφή μου στα Μέγαρα κρυβόταν πίσω από τα αυτοκίνητα για να μην τη δω. Και ο Άγγελος ήταν από τους ανθρώπους που έλεγαν “δεν με ενδιαφέρει αν θέλεις ή όχι, εγώ θα έρθω. Το κάνεις για σένα, όχι για εμάς”. Και τότε το πήρα χαμπάρι, ότι τo έκανα για μένα».
Όταν το 2011 ξαναγύρισε στον αθλητισμό, είπε στον τότε προπονητή της ότι είχε πάρει τις αποφάσεις της, και έβαλε και έναν κανόνα: «Δεν θα στερηθώ τίποτα, θα κάνω τη ζωή που έκανα πριν, έτσι θα συνεχίσω. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να έφτανα μέχρι το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα».
2022 - Όρεγκον, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου
Είναι Πέμπτη βράδυ, πριν από τον μεγάλο αγώνα, και η Αντιγόνη είναι νευρική. Έπρεπε να κοιμάται ήδη από τις εννιά. Πρέπει να είναι στο πόδι στις τρεις το χάραμα και στις έξι το πρωί να είναι στον αγώνα. Όμως μέχρι τις έντεκα δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Ο Άγγελος με τη μητέρα της έχουν έρθει στην Αμερική για να τη δουν και μένουν σε έναν συγγενή στο Λας Βέγκας. Η πτήση τους για το Όρεγκον όμως έχει αναβληθεί. Η επόμενη πτήση είναι την Κυριακή, εκείνη όμως αγωνίζεται το πρωί. Οι δικοί της δεν σηκώνουν το τηλέφωνο.
«Ήξερα ότι οι πτήσεις αναβάλλονται συνεχώς. Σκεφτόμουν αν θα έφταναν στην ώρα τους, αν θα προλάβαιναν τον αγώνα. Έπαιρνα τη θεία του Άγγελου και δεν μου απαντούσε. Προσπαθούσε να τα καλύψει όσο μπορούσε. Πήρα τον Βασίλη, τον κουμπάρο μου, και τον ρώτησα τι είχε συμβεί. Μου είπε: “Μην αγχώνεσαι, όλα καλά θα πάνε, κοίτα τον στόχο σου, έχεις φτάσει εκεί για κάποιον λόγο”».
Όταν ξεκινούσε τον αγώνα το επόμενο πρωί, στα πρώτα 2 χιλιόμετρα θα έψαχνε με το βλέμμα της στο κοινό για να βρει τους δικούς της. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι εκείνοι ήταν πληρώσει 1.600 ευρώ ταξί για να προλάβουν. «Περνάω το δεύτερο διχίλιαρο και τους βλέπω εκεί. Έλεγα έξαλλη κατά τη διάρκεια του αγώνα “θα σας πνίξω με αυτό που μου κάνατε σήμερα”, λέει γελώντας. Μετά τους είχα δίπλα μου».
Ο αγώνας εκείνη την ημέρα ξεκίνησε με ψιχάλα. Η Αντιγόνη λατρεύει τη βροχή. «Ήμουν στην οκτάδα και ήταν μια πάρα πολύ γρήγορη κούρσα. Έλεγα στον προπονητή μου “ανησυχώ, είναι τριάντα πέντε χιλιόμετρα, πώς θα αντέξω σε αυτό τον ρυθμό”. “Σιγά”, μου έλεγε, “σιγά, θα δούμε πώς θα πάει”». Ο προπονητής της, κ. Κεφαλόπουλος, παρατηρούσε τις υπόλοιπες αθλήτριες.
Παρατηρούσε κι εκείνη τα πρόσωπά τους. Κάποια στιγμή, στα δεκαεφτά χιλιόμετρα βλέπει δίπλα της τη Γιαπωνέζα να κατεβάζει τα χέρια. «Λέω “εσένα σε έχουμε, τελείωσε”». Βρίσκεται στην πέμπτη θέση και την περνούν οι Ισπανίδες. «Ήταν κορυφαίες αθλήτριες, με πολύ μεγάλες επιδόσεις και στα είκοσι χιλιόμετρα. Έλεγα “δεν πειράζει, τουλάχιστον θα χάσω από τις καλές”». Φτάνει στα τριάντα, απομένουν άλλα πέντε χιλιόμετρα.
«Έχω μπροστά μου την Ισπανίδα, περίπου στα 200 μέτρα, αλλά αισθάνομαι πάρα πολύ άνετα». Ο κ. Κεφαλόπουλος, απ’ έξω, της λέει ότι στα επόμενα δύο χιλιόμετρα μπορεί να την περάσει. Τότε η Αντιγόνη αρχίζει να κάνει τα πέντε χιλιόμετρα που καταγράφτηκαν ως τα πιο γρήγορα που έχουν γίνει σε τελικό.
«Ο σύζυγός μου μού λέει “αυτή την έχεις”. O κόσμος με ενθάρρυνε. Περνάω την Ισπανίδα και ο προπονητής μού λέει “και την άλλη!”. Εκείνη ήταν 150 μέτρα μπροστά. Δεν ήταν εύκολο να τη φτάσω. Πήγαινα με 4,15 λεπτά το χιλιόμετρο και αυτές με 4,30. Περνώ την Ισπανίδα στα τελευταία 500 μέτρα. Ο προπονητής λέει τότε “πάμε να κάνεις επίδοση κάτω από 2:42:00». Στο Παγκόσμιο του Όρεγκον η Αντιγόνη θα τερμάτιζε με 2:41:58, κάνοντας πανελλήνιο ρεκόρ. Στο φινάλε οι Ισπανίδες έτρεχαν να την αγκαλιάσουν.
«Τερμάτισα τέταρτη και ήταν σαν να είχα πάρει μετάλλιο», λέει. «Μπορεί να μην το δικαιούμουν ακόμη. Δεν ήμουν έτοιμη ψυχολογικά να το κερδίσω». Μετά το Όρεγκον, θα έγραφε στο Instagram: «Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει η ιστορία μου, αλλά δεν θα γράψει πουθενά “τα παράτησε”».
2022 - Καρδίτσα
Το πρόγραμμα της Αντιγόνης είναι σταθερό. Ξυπνάει το πρωί και πάει στην προπόνηση στις εννιά. Μέχρι τις δώδεκα πρέπει να έχει τελειώσει για να πάει στη δουλειά. Στις έξι θα φύγει για να πάει ξανά προπόνηση και θα γυρίσει στις οκτώμισι στη δουλειά, για να επιστρέψει σπίτι στις δώδεκα.
«Υπήρχαν κάποιες περίοδοι που έφευγα και στις δύο τη νύχτα», λέει. «Δεν γίνεται να πάω για καφέ. Σπάνια θα βγω για μπίρα. Πρέπει να έχω ρεπό από τη δουλειά κι αυτό θα είναι για μισή μέρα μόνο». Τον Δεκέμβρη και τον Ιανουάριο που κάνει προετοιμασία παίρνει το αυτοκίνητο και φεύγει. Μένει στο σπίτι του προπονητή της όσο διαρκούν οι προπονήσεις. Μένουν όλες μαζί οι αθλήτριες, μαγειρεύουν και αθλούνται.
«Στην προπόνηση πρέπει να σκέφτεσαι πράγματα για να γεμίσεις τον χρόνο σου, να προπονηθείς. Αργότερα μπαίνει στο παιχνίδι και ο ανταγωνισμός».
Πιστεύει ότι ποτέ δεν είναι αργά. «Δεν είμαι μόνο εγώ που το αποδεικνύω. Υπάρχει κόσμος που σπουδάζει στα πενήντα και στα εξήντα, επειδή τότε βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους. Δεν θέλω να αφήσω όσα έχω ονειρευτεί».
Οι χορηγοί, πριν γίνει πρωτοσέλιδο και περάσει από τις οθόνες μας στα δελτία ειδήσεων, δεν τη προσέγγιζαν. Την είχαν ξεγραμμένη. Σήμερα πιστεύει ότι θα έπρεπε να δίνεται περισσότερη στήριξη σε νεότερους/-ες αθλητές και αθλήτριες.
«Θα ήθελα πολύ να μη στηρίξουν όλοι μόνο εμένα αυτήν τη στιγμή. Χρειάζομαι κι εγώ στήριξη, βέβαια, αλλά είμαι μαθημένη με λίγα και καλά, έτσι είμαι και πιο προσηλωμένη στον στόχο μου. Ας κοιτάξουμε και τα μικρότερα παιδιά, ας βρούμε αθλήματα που στη χώρα μας μπορούν να ξεχωρίσουν, αλλά τα παιδιά που ασχολούνται με αυτά δεν έχουν καμία οικονομική ευχέρεια. Δεν μπορούν να δουλεύουν όλοι και ταυτόχρονα να προπονούνται. Εγώ μεγάλωσα με αυτόν τον τρόπο, έτσι λειτουργώ. Ένα παιδί στα δεκαεφτά του έχει ανάγκη από στήριξη για να αγωνιστεί σε υψηλό επίπεδο». Όσον αφορά την ίδια και τις χορηγίες που δεν είχαν έρθει ως τώρα, αναφέρει.
«Δεν με προσέγγισαν χορηγοί γιατί δεν είχα followers στο Instagram και ήμουν μεγάλη. “Εντάξει, θα τελειώσει, πόσο έχει ακόμη; Θα σβήσει”, έλεγαν. Αυτό είναι το κίνητρο μου. Ήθελα να τους αποδείξω ότι έκαναν λάθος».
16 Αυγούστου – Μόναχο – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου
Ο αγώνας για τα τριάντα πέντε χιλιόμετρα βάδην στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Μονάχου θα πραγματοποιούνταν στις 16 Αυγούστου. Η Αντιγόνη με τον προπονητή της ήταν ήδη στην Ευρώπη από τις 28 Ιουλίου. Έφτασαν στα σύνορα Ελβετίας - Ιταλίας και έμειναν στο Λιβίνιο μέχρι τις 14 Αυγούστου. Προπονήθηκαν σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, σε ένα ήρεμο μέρος και δυο μέρες πριν από τον αγώνα έφυγαν για το Μόναχο.
Η Αντιγόνη ήταν το φαβορί και αυτό, όπως μου λέει, την άγχωσε. Έπρεπε να κερδίσει.
Στο ξεκίνημα του αγώνα η Ουγγαρέζα αθλήτρια βγαίνει μπροστά μόνη της. «”Αυτή είδε τ’ όνειρο σήμερα”, λέω. Ήξερα πού έπρεπε να πάω». Ο κ. Κεφαλόπουλος τη συμβουλεύει, επειδή έχει ζέστη, να πάει πέντε δευτερόλεπτα πιο αργά, για να είναι άνετη, και να δει πώς θα εξελιχθεί η κούρσα. «Μου λέει “αν μπορείς να βγάλεις και την Ισπανίδα μπροστά για να σε πάει εκείνη, ακόμα καλύτερα”». Έτσι, μου εξηγεί η Αντιγόνη, έχεις τον έλεγχο. Δεν γυρίζεις πίσω. Δεν δείχνεις στην άλλη ότι φοβάσαι.
Σε κάποιο σημείο, έχοντας διανύσει ήδη δεκαοκτώ χιλιόμετρα, η Ισπανίδα αθλήτρια που η Αντιγόνη είχε αφήσει πίσω της στο Παγκόσμιο του Όρεγκον είναι πρώτη. Είναι η βασική της αντίπαλος. Ο σύζυγός της, που στα πρώτα πέντε χιλιόμετρα του αγώνα την ακολουθούσε με τα πόδια, και για τα υπόλοιπα τριάντα έχει νοικιάσει ένα πατίνι, ξέρει ισπανικά και της μεταφράζει τις δηλώσεις των Ισπανών που εμψυχώνουν την αθλήτριά τους. «Την έχεις», λένε για την Αντιγόνη. «Ήθελαν τη νίκη, γιατί όταν χάνεις έναν αγώνα, θέλεις να κερδίσεις τον επόμενο, πόσο μάλλον όταν παίζεται το χρυσό με το ασημένιο μετάλλιο», λέει η Αντιγόνη. «Έχει κουραστεί», φωνάζουν οι Ισπανοί. Μόλις το ακούει, κοιτάζει έναν Ισπανό και του λέει: “Ποιος, εγώ; Τώρα θα σου δείξω”».
Τότε αρχίζει να ανεβάζει ρυθμό. «Ήθελα να τους δώσω να καταλάβουν ότι εκείνη την ημέρα το παιχνίδι ήταν δικό μου. Της κόπηκαν τα πόδια. Στο αγώνισμά μας, αν σε ακολουθήσει λίγο ο άλλος και δεν είσαι έτοιμος να απαντήσεις, αυτό σε καταβάλλει».
Είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Ο σύζυγός της, επειδή δεν τα πάει καλά με το μέτρημα, φεύγει με το πατίνι μπροστά για να δείξει πόσα χιλιόμετρα απέχει από την Ισπανίδα. Η διαφορά έχει ανοίξει. Τα τελευταία χίλια μέτρα η Αντιγόνη πανηγυρίζει με τη σημαία στα χέρια.
«Στα τελευταία μέτρα σκέφτεσαι όλα αυτά που έχεις περάσει», λέει. «Αυτά που έχεις θυσιάσει. Αυτά που σε έχουν ρίξει και σε έχουν ανεβάσει».
Το χρυσό μετάλλιο θα έστρεφε τα βλέμματα όλων των Ελλήνων επάνω της. Στην καρδιά του Αυγούστου, πολλοί ήταν διακοπές, όμως άνοιξαν την τηλεόραση για να δουν τι είχε να πει η 38χρονη αθλήτρια από την Καρδίτσα που βρισκόταν στην κορυφή της Ευρώπης. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε. Ο αγώνας των είκοσι χιλιομέτρων θα γινόταν σε τέσσερις μέρες, στις 20 Αυγούστου. Την επόμενη μέρα του αγώνα όλο της το σώμα πονούσε. Τη μεθεπομένη ένιωθε καλύτερα. Την τρίτη μέρα αποφάσισε ότι θα αγωνιζόταν.
Η μητέρα της ανησυχούσε. Είχε δει από κοντά αθλήτριες να λιποθυμούν από την κόπωση και φοβόταν. Της λέω για πλάκα «Μαμά μου, φτιάξε κόλλυβα καλού κακού». «Όλο βλακείες!», απάντησε. «Η μαμά μου πριν από τους αγώνες φτιάχνει φανουρόπιτα, πάει και τη διαβάζει, για να είναι έτοιμη», λέει.
«Πονούσαν τα πάντα», λέει η Αντιγόνη. «Το σώμα υφίσταται μεγάλη καταπόνηση σε έναν αγώνα». Ο προπονητής, που της είχε πει πριν από τον αρχικό αγώνα να βγάλει από το μυαλό της τη συμμετοχή στον δεύτερο, τη ρώτησε τι σκεφτόταν. «Αν δεν το έκανα, θα το μετάνιωνα. “Δεν με ενδιαφέρει να πάρω μετάλλιο, δεν μπαίνω στον αγώνα γι’ αυτό”, του λέω. Μπορεί και να εγκαταλείψω, να μην είμαι καλά, να λιποθυμήσω, είναι λογικό. Δεν γινόταν όμως να αφήσω την ευκαιρία να είμαι η πρώτη Ελληνίδα που θα συμμετείχε σε δύο αποστάσεις στην ίδια διοργάνωση. Είναι από μόνο του επίτευγμα, ιστορικό γεγονός, κι ας έβγαινα τελευταία».
20 Αυγούστου 2022
Τη μέρα του αγώνα όλη η Ελλάδα ήταν δίπλα της. Τα μηνύματα που είχε λάβει ήταν χιλιάδες. Εκείνοι που άνοιγαν τις τηλεοράσεις και τα λάπτοπ στα τροχόσπιτα, στις παραλίες, στις ταβέρνες και στα σπίτια ήταν πολλοί.
«Μπαίνω στον αγώνα και δεν έχω κανένα άγχος. Ο coach μου λέει ότι είναι όλες κουρασμένες. “Δεν γυαλίζει το μάτι καμιάς”».
Στον αγώνα η Αντιγόνη ξεκινάει σύμφωνα με τις οδηγίες του προπονητή της. Βαδίζει τελευταία στο πρώτο γκρουπ. «Δεν είχα καθόλου άγχος, μόνο ένα χαμόγελο μεγάλο. Είχα ένα feeling διαφορετικό, ήμουν μεταλλιούχος, δεν με ενδιέφερε, το είχα ζήσει ξανά και είχα κερδίσει».
Από το τέλος του γκρουπ της η Αντιγόνη παρακολουθεί τη δωδεκάδα της. Κάποιες αθλήτριες, που δεν τις περίμενε, έχουν βγει μπροστά, αλλά αργότερα, όπως καταλάβαινε, θα έκαναν πίσω, αφού δεν είχαν τη δυναμική για τέτοια κούρσα. «Λέω “αυτές τι κάνουν; Είδαν τ’ όνειρο;”. Είμαι στο πέμπτο χιλιόμετρο και είμαστε όλες μαζί σε ένα γκρουπ. Είμαι δίπλα στην Ιταλίδα που ήταν φαβορί για το τρίτο μετάλλιο και τη βλέπω στο πέμπτο χιλιόμετρο να κατεβάζει τα χέρια, να σφίγγεται το πρόσωπό της. Λέω “Καλά, δεν είναι δυνατό να έχει κουραστεί”. Εγώ έκανα πλάκα”».
Ήξερε ποιες από τις αθλήτριες που ήταν μαζί της ήταν υπολογίσιμη δύναμη. «Είχαν μείνει οι καλές, οι Ισπανίδα, που ήταν το φαβορί για τη νίκη, η Πορτογαλίδα, που είναι πολύ καλή αθλήτρια, δυο Ουκρανές, η Πολωνή, που ήταν δεύτερη στο Παγκόσμιο, κι εγώ».
Κάποια στιγμή, μετά την ακύρωση της Ισπανίδας Perez, μένει μόνη της με την Πολωνή. «Την είχα κερδίσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν δωδέκατη κι εγώ όγδοη. Όταν πήρε μετάλλιο στο Παγκόσμιο μού κακοφάνηκε. Αναρωτιόμουν πώς πήγε τόσο καλά. Έκανε φοβερή κούρσα. Ήθελα να την κερδίσω. Φτάνω στο δέκατο έβδομο χιλιόμετρο και είμαστε δίπλα δίπλα. Της λέω “πάμε, ρε!” και με το που υψώνω φωνή θολώνουν τα μάτια της. “Τώρα πάω”, της λέω».
Ο προπονητής της Αντιγόνης θα της έλεγε ξανά και ξανά να περιμένει. «Έχεις ακόμη». «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», του απαντά. «Σήμερα είναι δικός μου ο αγώνας».
Βρέχει. Στο σημείο βρίσκεται όλη η Εθνική Ομάδα, τη χειροκροτά και της φωνάζει.
«Υπάρχει ένα βιντεάκι στον τερματισμό που είμαι με τη σημαία και με όλη αυτή την ένταση που έχω λέω “δεν γίνονται αυτά, ρε”. Eίναι μια ατάκα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ». Στα είκοσι χιλιόμετρα τερμάτισε κάνοντας ενάμισι λεπτό κάτω από το ατομικό της ρεκόρ.
Ο πατέρας της, όπως μου λέει, της είχε μεγάλη αδυναμία. Ήθελε να τη δει ψηλά. Είχε ένα ντοσιέ με αποκόμματα από εφημερίδες. Ό,τι έβρισκε το έβαζε εκεί. Μερικά τα κολλούσε και στο γραφείο του.
«Είχα το κίνητρο να του δώσω, έστω και από μακριά, αυτήν τη χαρά. Ακόμα έτσι λειτουργώ, σκέφτομαι ότι άμα ήταν εδώ, θα με έβλεπε και θα καμάρωνε».
Με τις άλλες τρεις αδελφές της η Αντιγόνη έχουν ανέκαθεν μια συνήθεια, συλλαβίζουν το επίθετό τους στους άλλους. «Νι-Ταυ-Ρο». Στο δημοτικό οι δάσκαλοι δεν μπορούσαν να το προφέρουν, στο γυμνάσιο τη φώναζαν μόνο με το μικρό της όνομα, ενώ αργότερα, ως φοιτήτρια, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, χάρη σε έναν ξάδελφό της που το έκανε γνωστό στα αμφιθέατρα. «Ο πατέρας μου θα το είχε καμάρι αν το άκουγε να προφέρεται σωστά, όπως στη δεύτερη απονομή, μπροστά σε τόσο μεγάλο κοινό».
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη - Η συγκινητική απονομή του Χρυσού μεταλλίου στην Ελληνίδα αθλήτρια
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.