―ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΣΤΑΒΕΡΗ―
Για τέρμα του Γ12 είχαν μια πινακίδα μπηγμένη στην άκρη μιας αλάνας, εκεί όπου άρχιζε το βουνό. Αναγκάστηκα να κατέβω στην ερημιά, σε λίγο χάθηκε και το λεωφορείο. Αν είχε περάσει άλλο, θα είχα βρεθεί στην Ανακάσα, ή στην Κηπούπολη, μπορεί και στα 'Ανω Λιόσια.
Δεν υπήρχε άνθρωπος, ούτε και σκύλος να ακολουθήσω, ακούγονταν όμως καθαρά κάτι μπάσα που άφησα να με οδηγήσουν σ' ένα στενό που κατέληγε σε αδιέξοδο, σ' ένα σπίτι απομονωμένο, αλλά μέσα-έξω γεμάτο κόσμο, κολλημένο στην πλαγιά του βουνού. Κανονικό, χτιστό σπίτι, με μια μουριά φυτεμένη δίπλα σε μια μάντρα από τσιμεντόλιθους. Εκεί γιόρταζαν το Πάσχα.
Μια παρέα αγοριών είχε κάνει κύκλο γύρω από ένα μικρό κάμπριο. Πλησιάζοντας, ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τη μουσική από τα γούφερ από τα τσιφτετέλια που ξεσήκωναν τα κορίτσια στην κεραμοσκέπαστη βεράντα.
Τα κοκορέτσια βγήκαν πρώτα από τα κάρβουνα. 'Ενα κοφτερό μαχαίρι έριχνε κατευθείαν μέσα στα πάτια, που δεν έμεναν ποτέ άδεια, κομμάτια από τη σούβλα. Τα αρνιά αφήνονταν ακόμη να σιγοψήνονται, κι' όταν δεν έβλεπαν οι μεγάλοι, τα παιδιά που είχαν αναλάβει το γύρισμα εξαργύρωναν την αγγαρεία κλέβοντας.
Από το σπίτι, με είδαν που κοντοστάθηκα, με φώναξαν και με έβαλαν να καθήσω στο μεγάλο τραπέζι της βεράντας. 'Ενας από τους άντρες της οικογένειας πρόσταξε τις γυναίκες : " Φέρτε στον μπαλαμό λίγο κρασί να πιεί, φέρτε του και κανένα μεζέ". Σε λίγο η αφθονία ήταν απλωμένη μπροστά μου.
Μου είχαν δώσει την τιμητική θέση, δίπλα στη γιαγιά, την οποίαν όλοι σέβονταν ως την "Εστία" του σπιτιού. Σύντομα, ήξερα όλα τα μέλη της οικογένειας, που ήταν πολλά, με το μικρό τους όνομα. Με ξεχωριστό καμάρι μου έδειχνε έναν γιο της στην αυλή, αστυνομικό. Η γιαγιά έτρωγε με όρεξη. Χαϊδεύοντάς μου το χέρι, μου έδινε από το πιάτο της και ήθελε να τα δοκιμάζω όλα.
Κόντευε απόγευμα όταν έσβησε η φωτιά και στρώθηκε το γιορτινό τραπέζι. Τα πέντε αρνιά, με περασμένες ακόμη τις σούβλες, σκεπάστηκαν με λευκά κεντητά τραπεζομάντηλα, σαν σάβανα, για τις μύγες. Σάβανα, σκέφτηκα, όπως και τα λευκά σεντόνια με τον κόκκινο λεκέ που βγάζουν έξω μετά την πρώτη γαμήλια νύχτα.
Περνώντας η ώρα, η γιαγιά είχε λίγο ζαλιστεί και αποκάμει από τους χορούς. Σχεδόν αποκοιμήθηκε στα γονατά ενός εγγονού της. 'Ηταν καιρός και για μένα, πριν καθήσουν όλοι στο οικογενειακό τραπέζι, να αποχαιρετήσω τους ωραίους μου οικοδεσπότες από τον Καματερό.
_________________________________________________________
.