Πύλη Ε7, Πειραιάς. Ο ήλιος έχει δύσει, τα πλοία έχουν αγκυροβολήσει και στο τέρμα της προβλήτας κάποιοι συμπολίτες μας έχουν κατασκευάσει αυτοσχέδια καταλύματα. Είναι βράδυ Παρασκευής. Επικρατεί παγωνιά και πολλή υγρασία. Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας έχει φορέσει τα γιορτινά του, όπως και η υπόλοιπη πόλη. Μια κοινότητα ανθρώπων, όμως, περνά τις γιορτές μακριά από τα εορταστικά οικογενειακά τραπέζια. Μια κουβέρτα, λίγα χαρτόνια και άγνωστη διεύθυνση κατοικίας. Μιλάμε για τους άστεγους του λιμανιού. Εκεί συναντώ πρόσωπα που γνώρισαν την απόρριψη και απ’ τη μία στιγμή στην άλλη βρέθηκαν στο κενό. Ξάφνου τα όνειρά τους, οι ελπίδες και οι προσδοκίες τους χάθηκαν. Κι ύστερα έμειναν άστεγοι, άνεργοι και άποροι. Άνθρωποι που χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, αντιμετώπισαν οικογενειακά προβλήματα και βρέθηκαν σε αδιέξοδο, κοιμούνται πλέον στον δρόμο, τυλιγμένοι σε έναν υπνόσακο.
Καθημερινά τούς προσπερνάμε στις βιαστικές περιπατητικές μας διαδρομές και αναφερόμαστε σε αυτούς ως «ευάλωτους πολίτες». Είναι εκείνοι που παλεύουν με τον νεκρό χρόνο και παρουσιάζονται όταν τους μιλήσεις μόνο με το μικρό τους όνομα. Άλλωστε, το επίθετο γι’ αυτούς αποτελεί παρελθόν. Ήταν χρήσιμο μόνο στην προηγούμενη ζωή τους. Όπως, για παράδειγμα, συνέβη με τον Κώστα Δ., ο οποίος βρίσκεται συνολικά δέκα χρόνια στην προβλήτα Ε7. Χρόνια ανεξίτηλα, μέρες και νύχτες χωρίς στέγη και όνειρα αλλά πάντοτε με αξιοπρέπεια. Η πρώτη μου απορία είναι πώς βρέθηκε στον δρόμο. Ο ίδιος αφηγείται: «Είναι μια ολόκληρη ιστορία. Είμαι συνταξιούχος καπετάνιος. Γέννημα θρέμμα Πειραιώτης, στην Καστέλλα. Για 23 χρόνια ήμουν στα βαπόρια. Όλα άλλαξαν όταν πέθανε η γυναίκα μου, το 2012. Έχω δύο παιδιά και έναν εγγονό, αλλά δεν έχω επικοινωνία με κανένα απ’ αυτά. Ο τζόγος ήταν ένα μεγάλο πάθος για μένα και αυτό με οδήγησε σε μια οικονομική διένεξη με τον γιο μου. Έτσι, για ένα χρέος πεντακοσίων ευρώ, αναγκάστηκα να φύγω απ’ το σπίτι που έμενα για 38 ολόκληρα χρόνια. Στην αρχή είχα πάει στην πύλη Ε8, αφού είχα δει κάποιους άλλους να κοιμούνται εκεί. Έκτοτε, η ζωή μου εκτυλίσσεται στους χώρους του λιμανιού. Και μη νομίζεις ότι κι εδώ είναι όλα εύκολα, γιατί το λιμάνι έχει τους δικούς του κανόνες. Μαγκιά δεν περνάει εδώ».
«Στο λιμάνι έμαθα τι σημαίνει να περιφρονείς τον Άλλον. Δεν έχουμε ζητήσει ποτέ ελεημοσύνη από κανέναν. Δεν έχουμε απλώσει το χέρι μας ποτέ για να πάρουμε χρήματα. Αλλά ρίξε μας ένα χαμόγελο, ένα νεύμα κατανόησης, ένα άγγιγμα καλοσύνης, πες μια καλή κουβέντα. Δεν θα χαλάσουν οι διακοπές σου αν απλώς μας δεις».
Τον ρωτώ ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησε. «Όταν έχεις βρεθεί στον δρόμο και τα έχεις χάσει όλα στη ζωή σου, δεν σου απομένει και τίποτα χειρότερο να πάθεις πέρα από το ότι κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα. Το κρύο το συνηθίζεις, τις βροχές το ίδιο, όπως και την πείνα. Αυτό, όμως, με το οποίο δεν μπορείς να εξοικειωθείς είναι το απαξιωτικό βλέμμα των ανθρώπων», απαντά καπνίζοντας ένα τσιγάρο.
Η ώρα είναι περασμένες δέκα το βράδυ. Μια οικογένεια φέρνει κάποια κλινοσκεπάσματα και κάποια αναγκαία είδη, τα οποία οι άστεγοι μοιράζονται μεταξύ τους. Λίγο αργότερα κάποια άλλα άτομα θα φέρουν μερικές μερίδες φαγητού, γλυκά και κάποια χρηστικά αντικείμενα. Εκείνη τη στιγμή μιλώ με τον Κώστα Ζ. ο οποίος για περίπου δύο χρόνια έμενε στην Ε7. Είναι γεννημένος στην Ξάνθη αλλά μεγαλωμένος στον Κορυδαλλό. «Φύγαμε νωρίς για την πρωτεύουσα», λέει και συμπληρώνει: «Επαγγελματικά ασχολούμουν με το εμπόριο υποδημάτων. Παντρεύτηκα, αλλά χώρισα με τη γυναίκα μου το 1996. Είχαμε αποκτήσει όμως έναν γιο, ο οποίος σήμερα είναι καπετάνιος. Δυστυχώς, δεν έχουμε διατηρήσει καμία επικοινωνία. Σε λίγες μέρες, μάλιστα, έχει και τα γενέθλιά του και δεν σου κρύβω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πληγή για έναν πατέρα από το να μην μπορεί να ευχηθεί "χρόνια πολλά" στο παιδί του. Δεν ξέρω καν αν έχω εγγόνια. Στο παγκάκι βρέθηκα εξαιτίας προσωπικών εσφαλμένων επιλογών. Είχα τέσσερα μαγαζιά και 24 υπαλλήλους. Η οικονομική κρίση, ωστόσο, με γονάτισε. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο και το 2015 χρεοκόπησα. Ευτυχώς, κατάφερα να πληρώσω το προσωπικό, όπως και τους προμηθευτές μου, αλλά όχι το χρέος στην τράπεζα. Ύστερα, δεν μπορούσα να πληρώσω ούτε το ενοίκιό μου και ο γιος μου δεν δέχτηκε να το τακτοποιήσει. Κι έτσι βρέθηκα στον δρόμο. Τα έχασα όλα».
«Σήμερα, κάνοντας μια αναδρομή θα σου πω ότι νιώθω πίκρα, αλλά ουσιαστικά πληρώνω τα λάθη μου. Τα χρόνια της αστεγίας είναι δύσκολα σε πολλά επίπεδα. Όσο και να σου φανεί περίεργο, όχι ότι έχουμε και τίποτα για να μας πάρουν, αλλά πολλές φορές έρχονται προκειμένου να μας ληστέψουν. Κάποια φάρμακα έχουμε, μερικά ένσημα, ένα κινητό τηλέφωνο, αλλά στην επίθεση που θα σου κάνουν τα παίρνουν όλα. Κοιμάσαι πάντα με μισό μάτι γιατί έρχεται ο άλλος με ένα ρόπαλο και σε αφήνει στον τόπο. Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν θα σε αναζητήσει κανείς».
Καθώς κλείνουμε τη συνομιλία μας, ακούμε τους ήχους από τα καράβια που προσεγγίζουν τις αποβάθρες στο λιμάνι. Ο Κώστας αφηγείται: «Στο λιμάνι έκανα νέους φίλους. Αυτή είναι πλέον η οικογένειά μας. Πριν λίγες μέρες ένας από τους ανθρώπους που έμενε εδώ παρουσίασε κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας. Πήγα μαζί του στο νοσοκομείο. Τελικά, ο οργανισμός του είχε καταπονηθεί. Ο άνθρωπος τελικά κατέληξε να πεθάνει σε έναν γκρίζο θάλαμο ενός νοσοκομείου, μακριά απ’ την οικογένεια και τους συγγενείς του. Όπως οφείλαμε, ενημερώσαμε τους δικούς του που μένουν στον Έβρο, αλλά μας δήλωσαν ότι δεν θέλουν να ασχοληθούν καθόλου και να μην τους ξαναενοχλήσουμε».
«Με τη βοήθεια του γενικού γραμματέα Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Καταπολέμησης της Φτώχειας, Γιώργου Σταμάτη, τον θάψαμε στο Γ’ Νεκροταφείο. Αυτές οι ιστορίες με έχουν μάθει να πιστεύω πολύ περισσότερο στον συνάνθρωπό μου απ’ ό,τι πριν και έχω αναθεωρήσει για πάρα πολλά. Εδώ που είμαστε φεύγουν τα καράβια για τις Κυκλάδες. Οι επιβάτες μπαίνουν και βγαίνουν από τα πλοία και ούτε καν μας κοιτούν. Είμαστε αόρατοι γι’ αυτούς και κάποιους μάλιστα τους ενοχλούμε με την παρουσία μας. Σήμερα και να πεθάνω δεν με πειράζει. Αλλά θα έχω φύγει πιο συνειδητοποιημένος για το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Στο λιμάνι έμαθα τι σημαίνει να περιφρονείς τον Άλλον. Δεν έχουμε ζητήσει ποτέ ελεημοσύνη από κανέναν. Δεν έχουμε απλώσει το χέρι μας ποτέ για να πάρουμε χρήματα. Αλλά ρίξε μας ένα χαμόγελο, ένα νεύμα κατανόησης, ένα άγγιγμα καλοσύνης, πες μια καλή κουβέντα. Δεν θα χαλάσουν οι διακοπές σου αν απλώς μας δεις. Επίσης, είναι και αρκετοί που τους πειράζει το γεγονός ότι μπορεί κάποιος από μας να καπνίσει. Το περασμένο καλοκαίρι έγινε ολόκληρος σαματάς από κάποιους επιβάτες. Δείξε λίγη ανοχή στις έγνοιες και τις σκοτεινές σκέψεις του διπλανού σου. Δεν χρειάζεται τόση σκληρότητα στη ζωή μας», αφηγείται συγκινημένος.
Στη συνέχεια ένας άλλος Κώστας έρχεται για να συζητήσουμε την ιστορία της ζωής του. Ο Κώστας Κ. είναι 63 ετών, μένει στο λιμάνι και είναι άστεγος εκ πεποιθήσεως. Εδώ και 13 χρόνια κοιμάται στα σιδερένια καθίσματα της προβλήτας. Ως οδηγός νταλίκας δούλεψε για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, ενώ με τα τρία του παιδιά διατηρεί την απαραίτητη αλλά μάλλον λιγοστή επικοινωνία. «Το αλκοόλ και οι συνέπειές του με απομάκρυναν από την οικογένειά μου», λέει, ενώ αναφέρει ότι η καθημερινότητα στο λιμάνι έχει πολλά εμπόδια αλλά και επικίνδυνες βραδιές. «Το θέμα εδώ είναι να καταφέρεις να μείνεις ζωντανός. Μια μέρα μου επιτέθηκαν με ένα μαχαίρι, ενώ κάποια άλλη νύχτα επιχείρησαν να μου βάλουν φωτιά. Ο θόρυβος της ημέρας είναι ίσως πιο φιλόξενος από τους κινδύνους που ενέχει η νύχτα. Μαθήματα ζωής είναι, όμως, όλα αυτά. Όπως και το ότι δεν μπορώ σήμερα να κοιμηθώ σε σπίτι. Έτσι μου τα έφερε η μοίρα και δεν μπορώ να κλείσω μάτι όταν βρίσκομαι σε κλειστό χώρο. Με πιάνει κατάθλιψη και αισθάνομαι λυπημένος. Δεν θέλω να δίνω λογαριασμό σε κανέναν για το πού κοιμάμαι. Το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν ότι χώρισα, αλλά ταυτόχρονα είμαι ένας άνθρωπος που δεν έβλαψα ποτέ κανέναν», επισημαίνει.
Όση ώρα βρίσκομαι εκεί το βλέμμα μου πέφτει στα γιορτινά μπαλκόνια στις απέναντι πολυκατοικίες. Σκέφτομαι την πλήρη αντίθεση των γιορτινών ημερών. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβοσβήνουν και μοιραία αναλογίζομαι ότι κάποιοι είναι τυχεροί και βρίσκονται με τις οικογένειές τους ενώ άλλοι περπατούν όλη τη μέρα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης για να βρουν ένα πιάτο φαΐ.
Δίπλα μου, παρατηρώ τον κύριο Ηλία ο οποίος έχει έρθει από τη Ρουμανία, αλλά οι δυσκολίες της ζωής τον οδήγησαν να κοιμάται πάνω σε χαρτόνια, έχοντας μόνο λίγα υπάρχοντα μέσα σε μια κούτα. Όσες ώρες είμαι εκεί μού κάνει εντύπωση ότι το πρόσωπό του είναι συνεχώς στραμμένο προς τη θάλασσα. Η μόνη στιγμή που σηκώθηκε για να μας μιλήσει ήταν για να πάρει ένα καινούργιο μαξιλάρι απ’ αυτά που έφερε η οικογένεια.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται η κυρία Μαρία και ο κύριος Γιώργος. Τα πρόσωπά τους είναι μελαγχολικά, ρυτιδιασμένα και τα χέρια τους ροζιασμένα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας αναζητούν φαγητό και ρούχα. Για τους ίδιους το ότι ζουν εκεί είναι πλέον μια συνήθεια και δυσκολεύονται να φύγουν. Αισθάνονται ότι έχουν εξασφαλίσει τα βασικά και έχουν δεθεί με κάποιους συγκατοίκους τους. Συγχρόνως, το εορταστικό κλίμα των ημερών τούς είναι πλέον άγνωστο. Είναι εκτεθειμένοι στο κρύο και τους κινδύνους. Λίγο πριν τους αποχαιρετίσω, ετοιμάζουν τα σκεπάσματά τους για να κοιμηθούν και μόνο όταν φεύγουμε μπαίνουν κάτω από τις κουβέρτες. Όπως θα μου πουν: «Να θυμάσαι ότι οι άστεγοι δεν πεθαίνουν από ασιτία αλλά απ’ την αδιαφορία».
Πηγαίνοντας πίσω στην προηγούμενη παρέα, πίσω απ’ τα καθίσματα διακρίνω γραμμένους κάποιους αριθμούς. Όπως μού εξηγούν, είναι τα αποτελέσματα από τη «δηλωτή» που παίζουν το βράδυ στα χαρτιά. Συζητούν, αστειεύονται, καπνίζουν και γράφουν προσεκτικά τα αποτελέσματα των παιχνιδιών, κάνοντας καζούρα. «Πώς αλλιώς θα περάσει η ώρα;», μου λένε.
Πολλές φορές μαζί τους κατεβαίνει στο λιμάνι και παίζει και ο γενικός γραμματέας Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Καταπολέμησης της Φτώχειας, Γιώργος Σταμάτης. «Είναι ο άνθρωπος που τρέχει και φροντίζει για μάς καθώς και για ό,τι άλλο χρειαστούμε», θα πουν και, όπως αντιλαμβάνομαι, έχουν αναπτύξει μια αναπάντεχη οικειότητα μαζί του. Και αυτό το κέρδισε όταν τις πρώτες φορές τους επισκεπτόταν ως απλός ιδιώτης σε μέρες δύσκολες, όπως η Μεγάλη Παρασκευή ή προηγούμενες Πρωτοχρονιές. Γι’ αυτούς ο Γ. Σταμάτης είναι «ο δικός τους άνθρωπος που δεν τους περιφρονεί ποτέ». Χωρίς να το διατυμπανίζει τούς φέρνει πολλά βράδια φαγητό, διεκπεραιώνει εκκρεμότητες και τους αγοράζει ρούχα ή πράγματα που χρειάζονται. Μάλιστα, οι δύο από τους τρεις Κώστηδες αποφάσισαν λίγο καιρό πριν να μένουν τουλάχιστον τα βράδια σε ένα σπίτι που τους παραχωρήθηκε μέσα από το πρόγραμμα «Στέγαση και Εργασία για Αστέγους».
Όπως τονίζει μιλώντας στη LiFO ο κ. Σταμάτης: «Το πρόγραμμα "Στέγαση και Εργασία" εντάσσεται στο πλέγμα των δημόσιων πολιτικών που υλοποιούνται για την πρόληψη και καταπολέμηση της αστεγίας, με στόχο την παροχή κατάλληλης στέγης στους ευάλωτους συμπολίτες μας, την ψυχοκοινωνική τους στήριξη και την ενεργή ένταξή τους στην αγορά εργασίας και στον κοινωνικό ιστό. Προσπαθούμε να σταθούμε έμπρακτα δίπλα στους συμπολίτες μας που τελούν σε συνθήκες έλλειψης στέγης, εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους, στοχεύοντας στην ενεργή κοινωνική τους συμπερίληψη».
Αφήνοντας πίσω την πύλη Ε7 οι σκέψεις μου επιστρέφουν σ’ αυτά τα πρόσωπα αλλά και στο πόσο δραματικά έχει αλλάξει η ζωή τους. Άνθρωποι που σήμερα περισσεύουν απ’ το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, έχουν βιώσει τον κοινωνικό αποκλεισμό και είναι θύματα της φτώχειας και της εγκατάλειψης. Ωστόσο, παρά το ότι εξακολουθούν να παλεύουν με τις αντιξοότητες, έχουν δημιουργήσει τη δική τους «γειτονιά», συγχωρούν όλους τους συγγενείς που δεν τους κάλεσαν στα εορταστικά γεύματα και δεν χάνουν ποτέ την αισιοδοξία, το χαμόγελο και την περηφάνια τους.