ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ περνούσα καθημερινά απ’ τον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Ηράκλειο, πηγαίνοντας στη δουλειά. Ως άνθρωπος που έχει ένα εσωτερικό, δικό του ραντάρ εντοπισμού γατιών, με αρκετά μεγάλη εμβέλεια μπορώ να πω, είχα εντοπίσει την τρίχρωμη γατούλα που κοιμόταν σε ένα πλαστικό σπιτάκι στην πλατφόρμα του σταθμού. Ένα ντροπαλό και ευγενικό πλάσμα που δεν σε πλησίαζε και πολύ από μόνο του αλλά ούτε έδειχνε και να ενοχλείται από την παρουσία τόσων άλλων. Το γεγονός ότι κάποιος ενδιαφέρθηκε και του πρόσφερε το δικό του σπιτάκι με κουβέρτα μέσα, ενώ του είχε πάντα ένα πιατάκι γεμάτο φαγητό αφημένο απ' έξω, μου έφτιαχνε τη διάθεση. Ειδικά στον δρόμο του γυρισμού, που συνήθως δεν ήταν και τόσο καλή. To make the long story short, δεν ευδοκίμησε εκείνη η συνεργασία και μια και σπανίως ανηφορίζω, δεν περνούσα συχνά πια από ‘κει, ούτε έκανα στάση στον συγκεκριμένο σταθμό. Την είδα κάποιες φορές φευγαλέα στην πλατφόρμα ως επιβάτης, αλλά πέρασε ο καιρός, ήρθαν άλλες γάτες στην καθημερινότητά μου και για χρόνια την είχα ξεχάσει.
Φαινόταν ένα υγιές, χαρούμενο γατί που μάλλον κάπως με συμπάθησε, αν κρίνω από τις ματιές που μου έριχνε μέσα από τα μισάνοιχτα βλέφαρά του.
Επιστροφή στο σήμερα, κάποια χρόνια μετά. Πάντα αγαπούσα τις trivia πληροφορίες. Όλα, κάπου, κάποια στιγμή, θα σου χρησιμεύσουν. Φυσικό κι επόμενο, ακολουθώ τη σελίδα η «Άχρηστη πληροφορία της ημέρας» στο Facebook.
Εκεί, κάποιος είχε ανεβάσει ένα κειμενάκι με τίτλο κάτι σαν «Ο Χάτσικο του Ηρακλείου». Έλεγε πως υπάρχει στον σταθμό μια γάτα που μένει εκεί επτά χρόνια και ενώ πολλοί έχουν προσπαθήσει να την υιοθετήσουν, εκείνη πάντα θέλει να επιστρέφει στον σταθμό. Στις φωτογραφίες, η ίδια τρίχρωμη γάτα. Δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω την ιστορία από τον ίδιο κι έτσι –τι να έκανα;– πήγα από 'κει. Με το που διάβασα «Χάτσικο», δηλαδή, ήδη έβαζα τα παπούτσια μου.
Έφτασα αργά το βραδάκι, γύρω στις 11, καθημερινή. Πήγα από τη σωστή πλευρά και λίγο μετά να και το πλαστικό σπιτάκι κάτω από τα καθίσματα της πλατφόρμας. Η γάτα, άφαντη. Λίγο πιο 'κει στεκόταν η κυρία με το φωσφοριζέ γιλέκο.
— Συγγνώμη, διάβασα για μια γατούλα που ζει εδώ επτά χρόνια. Εκεί είναι το σπιτάκι της. Την έχετε δει;
— Α, την Μπουμπού λες; Θα έχει πάει καμιά βόλτα.
Η γλυκύτατη και χαμογελαστή κυρία Λαμπρινή –πόσο ταιριαστό όνομα– είναι μόνο ένας από τους ανθρώπους του σταθμού που φροντίζουν την Μπουμπού κοντά μια δεκαετία. Της εξήγησα γιατί την ψάχνω και βάλθηκε να με βοηθήσει. Αν και τη φωνάξαμε, η Μπουμπού, σαν ατίθασο πνεύμα, δεν μας έκανε τη χάρη, κι έτσι είχαμε λίγα λεπτά για μια γρήγορη κουβέντα. Η ίδια δεν ήξερε για τις προσπάθειες υιοθεσίας που είχαν πέσει στο κενό, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι η Μπουμπού έχει κάνει τόσα χρόνια σπίτι της τον σταθμού του Ηλεκτρικού. Έμαθα το αγαπημένο της παιχνίδι, να της φέγγουν με το φλας και να κυνηγάει ποντικάκια (η πόλη και η πανίδα της). Το αγαπημένο της φαγητό, τροφή κοτόπουλο ή ψάρι. Δεν της αρέσουν οι άλλες και η κυρία Λαμπρινή φοβάται πως ίσως την έχουν καλομάθει. Τα βράδια κρατάνε συντροφιά η μία στην άλλη, ενώ η Μπουμπού έχει μάθει να ξεχωρίζει την οικογένειά της από μακριά, από τα φωσφοριζέ γιλέκα.
Δεν ήθελα να την κρατώ απ’ τις δουλειές της, την ευχαρίστησα και πήγα μέχρι το σπιτάκι να το βγάλω μια φωτογραφία και να φύγω. Μέσα καθόταν σαν κυρία που είναι η φίλη μας, η Μπουμπού, που λες και τηλεμεταφέρθηκε. Βρέθηκε να χαλαρώνει στο σπιτάκι της, χωρίς να την έχει πάρει κανείς χαμπάρι. Κάτι συνηθισμένο για τις γάτες, που ξαφνικά μπλέκονται στα πόδια σου, ενώ μισό δευτερόλεπτο πριν βρίσκονταν στην άλλη άκρη κι εσύ, φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, να αναρωτιέσαι πώς την έπαθες πάλι.
Κάθισα δίπλα για λίγο, φαινόταν ένα υγιές, χαρούμενο γατί που μάλλον κάπως με συμπάθησε, αν κρίνω από τα βλέμματα που μου έριχνε από τα μισάνοιχτα μάτια του. Δεν λένε πως όταν το κάνουν αυτό σε εμπιστεύονται;
Μετά από λίγο έφυγα και την άφησα στην ησυχία της.
Το επόμενο πρωί κάναμε μια βόλτα απ’ το Παγκράτι. Περάσαμε έξω από το Lexikopoleio, που πάντα έχει καλαθάκια και μαξιλάρια για τα γατιά του δρόμου. Στην είσοδο, ένας κύριος μάς χαμογέλασε. Χαιρετήσαμε εκείνον και τον σκύλο του, ένα ασπρόμαυρο, χαρούμενο παιδί. Η δεύτερη κουβέντα που μας είπε ήταν πως κάποια στιγμή στη ζωή του είχε ανάγκη από έναν σκύλο, και ευχήθηκε να είχε έναν. Με αυτές τις σκέψεις έφυγε από το σπίτι του. Όταν γύρισε, τον βρήκε κουτάβι στο κατώφλι. Τον έβγαλε Όλβιο γιατί ήταν μια ευχή που είχε βγει αληθινή.
Ωραίες μέρες αυτές οι τελευταίες.