Όλοι γνωρίζουν ή απλώς θυμούνται το περιοδικό Αντί, την δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση, που κυκλοφορούσε από τον Σεπτέμβριο του 1974 ανελλιπώς μέχρι και τον Απρίλιο του 2008. Σ' αυτήν τη δεύτερη εποχή του, την Περίοδο Β τού Αντί, ενός περιοδικού τοποθετημένου ιδεολογικά στο χώρο της λεγόμενης «ανανεωτικής αριστεράς», τυπώθηκαν συνολικά 919 τεύχη –ένας αρκετά μεγάλος αριθμός δηλαδή–, που διέτρεξαν τρεισήμισι δεκαετίες πολιτικής και πολιτιστικής ζωής.
Υπήρξε όμως και Περίοδος Α για το Αντί. Μια περίοδος πολύ μικρή σε διάρκεια, που είχε όμως τη δική της ξεχωριστή και ιστορική σημασία.
Το Αντί, ως γνωστόν, είχε ξεκινήσει ως ένα μηνιαίο περιοδικό, ως μία πολιτική (αριστερή) και πολιτιστική επιθεώρηση, τον Μάιο του 1972 – επί δικτατορίας δηλαδή. Δεν ήταν κάτι περίεργο. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν, νόμιμα, πολλά πολιτικά περιοδικά, ακόμη και «πιο αριστερά» από το Αντί (πολλά κυκλοφορούσαν και παράνομα φυσικά), που προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα σ' ένα καθεστώς αυτολογοκρισίας (καθότι η προληπτική λογοκρισία, για τα έντυπα, είχε καταργηθεί από το φθινόπωρο του 1969) ή και εκ των υστέρων κατασταλτικής λογοκρισίας – η οποία μπορούσε να επιτευχθεί είτε δια της αστυνομικής βίας, είτε μέσω πιο ήπιων τρόπων, κόβοντας, ας πούμε, η (χουντική) Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών την «ατέλεια» χάρτου».
«Μόλις κυκλοφόρησε, συναγερμός. Ακόμα και αστυνομικοί με στολή ξέσχιζαν τις διαφημιστικές αφίσες του πρώτου τεύχους. Ακολούθησαν κλήσεις στην Ασφάλεια και αργότερα η σύλληψη του Χρήστου (Παπουτσάκη) και ο βασανισμός του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Πραγματικά, δεύτερο τεύχος, στην περίοδο της Χούντας, δεν υπήρξε».
Για το πώς ξεκίνησε το Αντί διαβάζουμε σχετικά στο 100ο τεύχος του (Σάββατο 3 Ιούνη 1978):
«Η πρώτη ομάδα που ξεκίνησε τις συζητήσεις και πήρε την απόφαση να αρχίσει να υλοποιείται η έκδοση του Αντί απαρτιζόταν από τους δημοσιογράφους Λένα Δουκίδου (που είχε και την έμπνευση για τον τίτλο του περιοδικού), Γιάννη Θεοδωράκη, Κώστα Καλλιγά, Γιάννη Καψή, Μίμη Παπαπαναγιώτου, τους οικονομολόγους Χρήστο Καρανίκα και Παναγιώτη Τζανετάκη, τον Αντώνη Καρκαγιάννη, και το Χρήστο Παπουτσάκη, συνεκδότες του περιοδικού. Και κάποτε έφτασε η ώρα της έκδοσης του πρώτου τεύχους. Ο Χρήστος Οικονόμου, που στο μεταξύ στρατεύθηκε κι αυτός σαν συνεργάτης, ανέλαβε την ευθύνη του αρχισυντάκτη. Στην ύλη του πρώτου τεύχους βοήθησαν και άλλοι πολλοί».
Οι «πολλοί» φαίνονται, αν ξεφυλλίσεις το περιοδικό, αλλά εκείνο που δεν φαίνεται είναι το όνομα του ανθρώπου, που είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο τού πρώτου εκείνου τεύχους – που οπωσδήποτε σήμαινε πολλά. Αυτή ήταν η ζωγράφος Ηρώ Κανακάκη.
Όπως είχαμε γράψει εδώ στο LIFO.gr (21 Απριλίου 2015), όταν για πρώτη φορά αναφερθήκαμε στο παρθενικό τεύχος του Αντί, στο κείμενό μας «15 διαφορετικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν επί δικτατορίας / Οι "άλλες" φωνές στην πολιτική, την Τέχνη και τα γράμματα»:
Το περιοδικό προκαλεί σημειολογικά ήδη από το εξώφυλλό του. Η λέξη «αντί», το μαύρο φόντο που σχίζεται από μια άσπρη γραμμή, τα ονόματα των Μίκη Θεοδωράκη και Γ. Α. Μαγκάκη μέσα σε κόκκινο περίγραμμα. Η ύλη ακολουθεί...
Κριτική στο καθεστώς, ήδη από τις πρώτες σελίδες, η οποία σφάζει με το βαμβάκι. Κριτική σε νόμους που αφορούσαν στα εκκλησιαστικά. Άρθρο του Γ.Α. Μαγκάκη για την «εσωτερική δομή της δημοκρατίας», προδημοσίευση από το βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη «Μουσική για τις Μάζες», που θα κυκλοφορούσε μέσα στη χρονιά (1972) από τις εκδόσεις Ολκός. Ακόμη, το εξωφρενικό κείμενο του Μποστ «Υπέρ Δικτατορίας», μία καταλυτική σάτιρα που δεν θα άφηνε κανέναν... δικτάτορα ασυγκίνητο, ένα άρθρο του Λευτέρη Παπαδόπουλου για το ελληνικό τραγούδι («Χατζιδάκις, Θεοδωράκης και μετά;»), άρθρο που καίει υπό τον τίτλο «Εκλογές στις Ανώτατες Σχολές / Πότε θα γίνουν;», η επανεμφάνιση του Μιχάλη Κατσαρού στα γράμματα (δυνατό κείμενο του Γιάννη Θεοδωράκη) και άλλα διάφορα.
Στα «άλλα διάφορα» η «Ελληνική Πρωτομαγιά» στην Καισαριανή (κείμενο κάποιου Γ.Θ. – του Γιάννη Θεοδωράκη;) με το πολυβόλο να κοιτάει προς τον τοίχο του Σκοπευτηρίου (μνήμη για τους 200 εκτελεσθέντες του '44) και από την άλλη το κέντρο Χάραμα, με τα μπουζούκια τού Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου. (Ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε το «Χάραμα» δίπλα στον ιερό χώρο του Σκοπευτηρίου).
Και η σταγόνα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι και που θα οδηγούσε στο άρον-άρον μάζεμα του εντύπου. Η έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου από τη Ζυρίχη για την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα, στην οποία διαβάζαμε:
«Η συνεχιζόμενη ισχύς του στρατιωτικού νόμου φέρνει τον ελληνικό τύπο σε δυσχερή θέση, με παγίδες σε κάθε γωνιά.(...) Επιβεβαίωση της επαγρυπνήσεως και του ελέγχου της κυβερνήσεως επί του Τύπου αποτελεί η ενέργεια κατά της αγγλοφώνου εφημερίδας Athens News. Ο εκδότης κατεδικάσθη σε φυλάκιση 7 μηνών και βαρύ πρόστιμο επειδή η εφημερίδα του εδημοσίευσε τίτλο που δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενο, αν και η εφημερίδα εδημοσίευσε, την επομένη, επανόρθωση».
Ενδιαφέρον, σ' ένα τεύχος που έσταζε δράση από το εξώφυλλό του ήδη, είχε ακόμη και το οπισθόφυλλο – μια διαφήμιση ενός μαγαζιού στην οδό Λόντου που πουλούσε πόστερ. Ανάμεσά τους και το περιβόητο "BUS ONLY" του Δημήτρη Σαπρανίδη (με το τανκ, που ετοιμάζεται να πατήσει τη διάβαση, με γραμμένο στην άσφαλτο το «μόνο λεωφορεία»).
Τι συνέβη, όμως, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο εκείνο τεύχος; Μας το λέει η ίδια η δημοσιογράφος και νονά τού Αντί Λένα Δουκίδου, σ' ένα κείμενό της στο avgi.gr, την 17η Νοεμβρίου 2018:
«Μόλις κυκλοφόρησε, συναγερμός. Ακόμα και αστυνομικοί με στολή ξέσχιζαν τις διαφημιστικές αφίσες του πρώτου τεύχους. Ακολούθησαν κλήσεις στην Ασφάλεια και αργότερα η σύλληψη του Χρήστου (Παπουτσάκη) και ο βασανισμός του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Πραγματικά, δεύτερο τεύχος, στην περίοδο της Χούντας, δεν υπήρξε».
Χαρακτηριστικό του πολυμέτωπου κυνηγητού εναντίον του Αντί, που είχε εξαπολύσει το χουντικό καθεστώς, αποτελεί και το γεγονός πως βρέθηκαν υπό πίεση ακόμη και άνθρωποι άσχετοι με την έκδοση. Προσέξτε τι γράφει σε μια επιστολή της στο πρώτο μεταπολιτευτικό τεύχος του περιοδικού (Περίοδος Β, Τεύχος 1, Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 1974) η «ιέρεια του μόντελινγκ», όπως την αποκάλεσαν το 2018, όταν πέθανε, Αντουανέττα Ροντοπούλου.
Η Ροντοπούλου είχε στεφθεί Μις Ελλάς το 1953, στην πορεία είχε την πιο διάσημη σχολή μανεκέν της Αθήνας (για πολλά χρόνια), ενώ ήταν σύζυγος του αρχισυντάκτη εκείνου του πρώτου τεύχους του Αντί, του Χρήστου Οικονόμου (του γνωστού δημοκρατικού δημοσιογράφου, τον οποίον οι παλαιότεροι θα θυμούνται από τις εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης «Γράμματα και αριθμοί», «Σάββατο μία και μισή» και «Ταξίδι στο Hollywood»).
Αυτή ήταν η επιστολή της Ροντοπούλου στο Αντί:
Αγαπητό «ΑΝΤΙ»
Επιθυμώ να 'μαι κι εγώ από τις χιλιάδες αναγνώστριές σου, που υποδέχονται μ' ενθουσιασμό κι ικανοποίηση την επανέκδοσή σου. Θέλω να πιστεύω ότι θα γίνει ένα από τα πιο έγκυρα και ωραία περιοδικά του είδους, μια και διαθέτεις ικανούς και μοντέρνους συνεργάτες.
Παρακολούθησα με αγωνία, μαζί με τους 15000 αναγνώστες της πρώτης εκδόσεώς σου, τα ΑΝΤΙποινα που έσπευσαν να κάμουν σε βάρος των διευθυντών σου τα πειθήνια όργανα του δικτατορικού καθεστώτος. Τα έζησα, άλλωστε, και προσωπικά. Δύο πολυμελή συνεργεία του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων εισέβαλαν μια βδομάδα μετά την πρώτη έκδοσή σου και στην μπουτίκ μου, της οδού Βουκουρεστίου 23, και την Σχολή Μανεκέν της οδού Ακαδημίας 32, μ' εντολή Εισαγγελέως, και έψαξαν τα πάντα. Γιατί αυτή η ξαφνική εισβολή; Απλούστατα, ο σύζυγός μου, δημοσιογράφος Χρήστος Οικονόμου, είχε την τιμή να είναι ο πρώτος αρχισυντάκτης σου. Κι η φασιστική κυβέρνηση ξέσπασε στις προσωπικές μου επιχειρήσεις, όπως ξέσπασε με περισσότερη λύσσα στην επιχείρηση του διευθυντού σου αρχιτέκτονα κ. Χρήστου Παπουτσάκη.
Πρόκειται για ένα ακόμη μέτρο από κείνα που παίρνουν τα φασιστικά καθεστώτα εναντίον των αντιπάλων τους, για να τους εξοντώσουν οικονομικά.
Θέλω να ελπίζω, τώρα που μπήκαμε στον δρόμο της ομαλότητας, ότι κι εσύ θα συμβάλλεις στην πλήρη αποκατάσταση μιας υγιούς δημοκρατίας, όπου όλοι οι πολίτες θα 'ναι ίσοι και δεν θα διώκονται από την Ασφάλεια ή από την φορολογία για τα πολιτικά τους φρονήματα. Και να είσαι βέβαιο ότι όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες θα βοηθήσουμε σ' αυτήν την προσπάθεια.
Σου εύχομαι την καλύτερη... κυκλοφοριακή υγεία.
Με αγάπη
Αντουανέττα Ροντοπούλου
Όπως είπε η Λένα Δουκίδου στο avgi.gr (το γράψαμε και πιο πάνω) «πραγματικά, δεύτερο τεύχος του Αντί, στην περίοδο της Χούντας, δεν υπήρξε». Παρά ταύτα όμως, και πάντα από τη αφήγηση της Λ. Δουκίδου:
«Μετά τη σύλληψη του Χρήστου (Παπουτσάκη), εμείς συνεχίζαμε. Το δεύτερο τεύχος ωστόσο δεν κυκλοφόρησε, παρ' όλο ότι ετοιμάστηκε και θα ήταν ένα διαμάντι, ξεχειλισμένο από συμμετοχή Ελλήνων διανοουμένων και φοιτητών, με συμμετοχή τώρα στην έκδοση και του Δημήτρη Σαπρανίδη και του αλησμόνητου Γιάννη Θεοδωράκη. Ο Γιάννης έφερε στο δεύτερο «Αντί», όλο τον έξω κόσμο: Αποκλειστικές συνεντεύξεις με τον Μαρκούζε, τον Ούλοφ Πάλμε, τον Τούρκο αριστερό συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ, τον Ζαν Ντανιέ του Νουβέλ Ομπσερβατέρ, Ισπανούς αριστερούς, Ιταλούς και Τούρκους κομμουνιστές, ανώνυμους Τουπαμάρος, ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων Βαλέριο Οκέτο, Λάιφ Πέρσον. Αλλά το τεύχος δεν έγινε δυνατό να εκδοθεί. Ύστερα από περιπέτειες, έκλεισε».
Την Παρασκευή 8 Μαρτίου 1996, κυκλοφόρησε το 600ό τεύχος του Αντί. Ο αριθμός 600 ήταν σημαντικός – και εντυπωσιακός συνάμα. Γι' αυτό τον λόγο οργανώθηκε γιορτή στο Γκάζι ή μάλλον... γιορτές, με προβολές, θέατρο, εκθέσεις, συναυλίες κ.λπ. (τότε είχαμε δει και τον περίφημο Ρουμάνο τζάζμαν Harry Tavitian ανάμεσα σε άλλα).
Περαιτέρω το ίδιο το περιοδικό θα γιόρταζε τα 600 τεύχη του με μιαν εντυπωσιακή προσφορά, καθώς στο συγκεκριμένο εορταστικό τεύχος είχε ενσωματωθεί ό,τι είχε διασωθεί από εκείνη την δεύτερη αντιδικτατοριοκή έκδοση τού 1972, η οποία έως τότε ήταν εξαφανισμένη. Κάποια δοκίμια είχαν τυπωθεί και κάποιες σελίδες ή φωτοτυπίες σελίδων είχαν φυλαχθεί από την Λένα Δουκίδου στο αρχείο της. Κι ήταν εκείνες ακριβώς οι 48 σελίδες (όχι όλες – όσες είχαν ετοιμαστεί και διασωθεί) τού δεύτερου αντιδικτατορικού Αντί, που είδαν τότε (1996) για πρώτη φορά το φως.
Το περιοδικό συνέχιζε φυσικά στο ίδιο μοτίβο. Πολύ δυνατά κείμενα, πολλές συνεργασίες από το εξωτερικό, άρθρα που ασκούσαν έμμεσα ή και άμεσα κριτική στο δικτατορικό καθεστώς.
Βλέπουμε στο εξώφυλλο «Η Τουρκία της Ντεβτζένκ». Η Ντεβτζένκ ήταν η επαναστατική νεολαία, που έκανε αισθητή την παρουσία της στα τουρκικά πανεπιστήμια το 1970. Ο Ιταλός δημοσιογράφος Valerio Ochetto δουλεύει για το Αντί. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από 'κει στέλνει δύο συνεντεύξεις – μία με τον διάσημο συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ και μία με έναν μαχητή της Ντεβτζένκ.
Στο τεύχος υπάρχουν κείμενα του Βίλχελμ Ράιχ («Για μια γνήσια δημοκρατία»), του μεγάλου Γάλλου-Δυτικοϊνδού ψυχίατρου και πολιτικού φιλοσόφου Φραντς Φανόν («Το πορτραίτο ενός βασανιστού»), «μια ξενάγηση στα πολιτικά αξιοθέατα των ΗΠΑ» κατά τον καθηγητή-οικονομολόγο Τζων Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, το δεύτερο μέρος της μελέτης του Μίκη Θεοδωράκη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», Μποστ βεβαίως, εξαιρετικό κείμενο του Χρήστου Οικονόμου για την κατάσταση στο Βιετνάμ (ο Οικονόμου ήταν ένας από τους ελάχιστους Έλληνες δημοσιογράφους, που είχαν πάει στο εμπόλεμο Βιετνάμ για ρεπορτάζ, και μάλιστα δύο φορές, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60) και άλλα διάφορα.
Επίσης είχαν προγραμματιστεί κείμενα, τα οποία δεν τα βλέπουμε στην εορταστική έκδοση του Αντί (με ό,τι διασώθηκε από το δεύτερο εκείνο τεύχος του), όπως ένα για το ελληνικό ροκ του Στέλιου Ελληνιάδη.
Εκείνη την εποχή το ελληνικό ροκ βρισκόταν στην ενηλικίωσή του – και βασικά στην καλύτερη εποχή του. Υπήρχε ο Διονύσης Σαββόπουλος (με τα Μπουρμπούλια στην αρχή και μετά με την Λαιστρυγόνα), υπήρχε ο Εξαδάκτυλος (Δημήτρης Πουλικάκος κ.ά.), υπήρχαν ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και η Μαρίζα Κωχ, οι Πελόμα Μποκιού, οι Morka και οι Poll, υπήρχαν οι Socrates Drank the Conium και οι Δάμων & Φιντίας (Παύλος Σιδηρόπουλος & Παντελής Δεληγιαννίδης), υπήρχαν ο Περικλής Χαρβάς και ο Λάκης Τυπάλδος, όπως και άλλοι πολλοί. Ο στίχος των συγκροτημάτων και των μουσικών αποκτούσε συχνά κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις – και αν ορισμένα τραγούδια δεν περνούσαν στην δισκογραφία υπήρχε πάντα το live, η συναυλία, εκεί όπου μπορούσε να ακουστούν όπως έπρεπε.
Ο Χρήστος Παπουτσάκης (εκδότης του Αντί) ενημερωνόταν για τα γεγονότα της ροκ σκηνής βασικά από την εφημερίδα Μουσική Γενιά, που τύπωνε τότε ο Στέλιος Ελληνιάδης (και άλλοι). Στο site Δρόμος της Αριστεράς υπάρχει αναρτημένο κείμενο του Σ. Ελληνιάδη γραμμένο την 11η Απριλίου 2019, με μνήμες και άλλα, που αφορούν σ' εκείνη την εποχή. Ο Ελληνιάδης, μεταξύ άλλων, μεταφέρει και τα λόγια του Παπουτσάκη:
«Διαβάζω τη Μουσική Γενιά και μου αρέσει ο τρόπος που προσεγγίζετε τα θέματα. Η μουσική και το τραγούδι παίζουν σημαντικό ρόλο. Στο Αντί θα αναδείξουμε κι αυτή την πτυχή. Στην Αριστερά, το ροκ είναι υποτιμημένο. Είσαι διατεθειμένος να γράψεις κάτι γι' αυτό το ριζοσπαστικό φαινόμενο που έχετε το θάρρος να υποστηρίζετε με την εφημερίδα και τις άλλες σας δραστηριότητες; Να ξέρεις, όμως, ότι, αν το κάνεις, βάζεις το κεφάλι σου πιο βαθιά στον τορβά».
Το κείμενο θα γραφτεί με ψευδώνυμο τελικά –όπως σημειώνει ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη Στέλιος Ελληνιάδης «ήταν εμπνευσμένο από το πραγματικό μου επώνυμο, αφού είχα διαλέξει το Γιουνάνης, από το τούρκικο Γιουνάν που σημαίνει Έλληνας!»–, αλλά δεν θα διασωθεί.
σχόλια