Για όσους από εμάς γνωρίσαμε τον μαγικό κόσμο του NBA σε τρυφερή ηλικία, μέσα από τις μεταδόσεις της ελληνικής τηλεόρασης στη δεκαετία του '80, εν αρχή ήταν βεβαίως οι δυναστείες των Σέλτικς της Βοστώνης και των Λέικερς του Λος Άντζελες (ας προσθέσουμε στην μπασκετική εξίσωση εκείνης της εποχής και τους «Σίξερς» από την Φιλαδέλφεια). Θα ακολουθούσε στο τέλος της δεκαετίας η σύντομη αλλά εμφατική κυριαρχία των «κακών παιδιών», όπως ήταν το παρατσούκλι των Ντιτρόιτ Πίστονς.
Ήδη όμως είχε κάνει την εμφάνισή του από τα μέσα της δεκαετίας στα μεγάλα παρκέ, η αυτού «Αερότης», ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, το φαινόμενο αθλητικής υπεροχής, ευφυίας και ανταγωνιστικότητας με το όνομα Μάικλ Τζόρνταν, φορώντας τη φανέλα των ανυπόληπτων τότε Σικάγο Μπουλς, τους οποίους θα οδηγούσε στην απόλυτη παντοδυναμία κατά την επόμενη δεκαετία, παρέα με τον Σκότι Πίπεν, τον Ντένις Ρόντμαν και τα άλλα παιδιά, υπό την καθοδήγηση του μεγάλου κόουτς Φιλ Τζάκσον.
To «The Last Dance» ακολουθεί από κοντά τις τελευταίες μέρες της αυτοκρατορίας των Μπουλς, συνθέτοντας παράλληλα ένα πορτρέτο του κορυφαίου αστέρα και μυθικού ηγέτη τους, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια πιο αμφιλεγόμενη ίσως και σίγουρα πιο αμείλικτη στη στοχοπροσήλωσή της προσωπικότητα απ' ό,τι θα υπέθετε κάποιος που τον έχει γνωρίσει μόνο από την «αγιοποίησή» του εντός και εκτός γηπέδων.
Το συναρπαστικό από κάθε άποψη (και μόνο το «παρασκηνιακό» υλικό που βρέθηκε στη διάθεση των δημιουργών είναι ασύλληπτο) ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε να προβάλλεται την Δευτέρα του Πάσχα από το Netflix (κάθε Δευτέρα θα ανεβαίνουν δύο επεισόδια μέχρι να ολοκληρωθούν τα δέκα που αποτελούν την σειρά) ξεκινά από τη σεζόν 1997-98 στο NBA, που έμελλε να σηματοδοτήσει το τέλος της πιο ένδοξης εποχής για την θρυλική ομάδα των Μπουλς. Ο Φιλ Τζάκσον το γνώριζε αυτό, και σύμφωνα με τη συνήθειά του να δίνει ένα «conceptual» όνομα σε κάθε σεζόν της ομάδας, είχε βαφτίσει εκείνη την περίοδο, που αναμενόταν γεμάτη αναταράξεις, «Ο τελευταίος χορός» (The Last Dance), εξ ου και ο τίτλος αυτού του επικού ντοκιμαντέρ.
Για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι, η διοίκηση του οργανισμού των Μπουλς είχε δώσει τότε απεριόριστη σχεδόν πρόσβαση σε ένα κινηματογραφικό συνεργείο προκείμενου να καλύψει την κρίσιμη αυτή απόπειρα για έναν ακόμη (τελευταίο) τίτλο, παρότι η κατάσταση στην ομάδα θύμιζε κάτι ανάμεσα σε ριάλιτι σόου και ναρκοπέδιο. Το υλικό που είχε συγκεντρωθεί τότε παρέμεινε στις αποθήκες μέχρι να φτάσει στα χέρια του σκηνοθέτη Τζέισον Χεχίρ για να αποτελέσει τη βάση του «The Last Dance», το οποίο ακολουθεί από κοντά τις τελευταίες μέρες της αυτοκρατορίας των Μπουλς, συνθέτοντας παράλληλα ένα πορτρέτο του κορυφαίου αστέρα και μυθικού ηγέτη τους, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια πιο αμφιλεγόμενη ίσως και σίγουρα πιο αμείλικτη στη στοχοπροσήλωσή της προσωπικότητα απ' ό,τι θα υπέθετε κάποιος που τον έχει γνωρίσει μόνο από την «αγιοποίησή» του εντός και εκτός γηπέδων.
Συγχρόνως, η σειρά επιστρέφει κάθε τόσο στην απαρχή του μύθου, από την εποχή που ήταν παιδί και μέχρι την ανάδειξή του σε σούπερ «rookie» στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, όταν ακόμα ήταν ο ταλαντούχος Μάικ (όχι ακόμα Μάικλ) Τζόρνταν. Είναι σαφώς ο κεντρικός χαρακτήρας αυτού του ντοκιμαντέρ, στις δέκα ώρες όμως που θα διαρκέσει η σειρά υπάρχει χώρος και για τους άλλους πρωταγωνιστές εκείνης της υπερομάδας της δεκαετίας του '90 (το δεύτερο επεισόδιο αποτελεί εν μέρει μια μπαλάντα για τον υποτιμημένο Σκότι Πίπεν).
Παράλληλα, εμφανίζονται και καταθέτουν τις αναμνήσεις τους στην κάμερα, μια σειρά από επιφανείς «μάρτυρες» του μεγαλείου του Τζόρνταν και των Μπουλς, από τον Μπιλ Κλίντον και τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες εκείνης αλλά και όλων των εποχών.
Και για όποιον είχε οποιαδήποτε αμφιβολία για την αδιαπραγμάτευτη νοοτροπία νικητή με κάθε κόστος που χαρακτήριζε πάντα την κοσμοθεωρία του Μάικλ Τζόρνταν, υπάρχει ήδη από το δεύτερο επεισόδιο ένα κλασικό δείγμα αυτής της αντίληψης. Την περίοδο 1985-86 ο νεαρός σούπερ σταρ προερχόταν από σοβαρό τραυματισμό στο πόδι που θα μπορούσε να του κοστίσει την καριέρα, αν δεν καθόταν για αρκετό καιρό στον πάγκο. Εκείνος όμως επέμενε να αγωνιστεί άμεσα παρά τη δυσοίωνη πρόβλεψη των γιατρών που τον προειδοποίησαν ότι αν συμβεί κάποια υποτροπή, οι πιθανότητες να μην παίξει ποτέ ήταν πάνω από 10%, ποσοστό που του φάνηκε αμελητέο.
Επιχειρώντας να του εξηγήσει τη βαρύτητα της κατάστασης, ο ιδιοκτήτης της ομάδας Τζέρι Ράινσντορφ τον ρώτησε: «Αν είχες πονοκέφαλο και ο γιατρός σου έδινε δέκα χάπια, από τα οποία όμως το ένα θα μπορούσε να σε σκοτώσει, θα τα έπαιρνες;». Η απάντηση του Μάικλ Τζόρνταν ήταν αυθόρμητη και σαρκαστική: «Εξαρτάται πόσο άσχημος ήταν ο γαμημένος πονοκέφαλος!».
σχόλια