Πριν από λίγο καιρό έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance, το ντοκιμαντέρ “Pretty Baby: Brooke Shields” που θα κυκλοφορήσει στις πλατφόρμες την προσεχή άνοιξη, ενώ ήδη προβάλλεται στο Netflix ένα αντίστοιχο ντοκιμαντέρ για την Πέμελα Άντερσον, με τίτλο “Pamela, a Love Story”. Εκτός από τις δύο αυτές βιογραφίες, υπάρχουν πολλές αναλογίες μεταξύ των δύο γυναικών: ο τρόπος με τον οποίο έγιναν αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης από τον Τύπο και την βιομηχανία του θεάματος, το κοινό τους τραύμα από τις σεξουαλικές επιθέσεις που υπέστησαν μικρές, οι αποβολές, οι ελεγκτικές, κακοποιητικές σχέσεις…
Υπό την αιγίδα της Τέρι Σιλντς, της μητέρας της, με την οποία είχε στενή αλλά δύσκολη σχέση, η Μπρουκ Σιλντς έκανε το ντεμπούτο της μπροστά στην κάμερα ως βρέφος, σε μια διαφήμιση του σαπουνιού Ivory που έγινε η αρχή μιας επιτυχημένης καριέρας μοντέλου. Στα 12 της χρόνια, πρωταγωνίστησε στην πρώτη της μεγάλη ταινία, το Pretty Baby («Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης») του 1978. Το θέμα όμως και το περιεχόμενο της ταινίας – ένα ιστορικό δράμα στο οποίο υποδύεται μια πόρνη και εμφανίζεται γυμνή – πυροδότησε κατηγορίες περί παιδικής πορνογραφίας. Οι επόμενοι ρόλοι της ήταν εξίσου αμφιλεγόμενοι. Μετά τη διαφήμισή της για τον Calvin Klein στα 14 («Θέλετε να μάθετε τι μπαίνει ανάμεσα σε μένα και τα Calvins μου; Τίποτα»), εμφανίστηκε την επόμενη χρονιά στη «Γαλάζια Λίμνη» και στη συνέχεια στο εφηβικό ρομάντζο “Endless Love” στα 16 της, το οποίο επίσης περιείχε γυμνές σκηνές. «Νομίζω ότι έμαθα να βάζω σε κουτάκια τα πράγματα από πολύ μικρή ηλικία», λέει στο ντοκιμαντέρ η Σιλντς για τους πρώτους της ρόλους. «Ήταν μια τεχνική επιβίωσης».
Ενώ ήταν κυριολεκτικά παιδί ακόμα, η Σιλντς αποθεωνόταν στις επικεφαλίδες ως «το νεότερο σύμβολο του σεξ στον κόσμο», και στα talk shows της εποχής ήταν υποχρεωμένη να χαμογελά αμήχανα στους άντρες παρουσιαστές που σχολίαζαν πονηρά και ξεδιάντροπα πόσο όμορφη, «ώριμη» και σέξι ήταν.
Η ύπαρξη αυτών των ταινιών, και πόσο μάλλον αυτών των σκηνών, μοιάζει σχεδόν αδιανόητη σήμερα, όταν τους περισσότεροι έφηβους στην οθόνη τους υποδύονται ηθοποιοί πάνω από 21 ετών, αλλά αυτό που κάνει την ιστορία της ακόμη πιο ανησυχητική είναι η αντίδραση του κοινού. Ενώ ήταν κυριολεκτικά παιδί ακόμα, η Σιλντς αποθεωνόταν στις επικεφαλίδες ως «το νεότερο σύμβολο του σεξ στον κόσμο», και στα talk shows της εποχής ήταν υποχρεωμένη να χαμογελά αμήχανα στους άντρες παρουσιαστές που σχολίαζαν πονηρά και ξεδιάντροπα πόσο όμορφη, «ώριμη» και σέξι ήταν.
Για την Πάμελα Άντερσον, η φήμη έφτασε λίγο αργότερα. Περίπου μια δεκαετία αφότου η Μπρουκ Σιλντς πρωταγωνίστησε στο “Pretty Baby”, η Καναδή στάρλετ η οποία ανακαλύφθηκε ανάμεσα στο πλήθος ενός αγώνα (αμερικανικού) ποδοσφαίρου στο Βανκούβερ το 1989, θα έβλεπε τον εαυτό της στο εξώφυλλο του Playboy, στο τεύχος Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Και ενώ μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας είχε ήδη χριστεί Playmate του μήνα στο περιοδικό και πρωταγωνιστούσε στο “Baywatch”, ήταν τελικά το περιβόητο sex tape – ένα σπιτικό βίντεο με τρυφερές και ερωτικές στιγμές ανάμεσα σε εκείνη και τον σύζυγό της, Τόμι Λι, το οποίο εκλάπη από το σπίτι τους το 1995 για να πουληθεί και να διανεμηθεί χωρίς την άδειά τους – εκείνο που όχι μόνο την μετέτρεψε σε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της εποχής της, αλλά την έκανε και το επίκεντρο ενός αστείου που διαρκεί σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Αυτό το γεγονός είναι αυτό που θέτει ουσιαστικά τη ζωή της Άντερσον σε διαφορετική τροχιά από εκείνη της Σιλντς. Διότι καθώς η Μπρουκ Σιλντς μεταβαίνει στην ενηλικίωση, η εγγραφή στο Πανεπιστήμιο του Princeton της προσφέρει χρόνο και χώρο μακριά από τη μητέρα της και την καριέρα της, επιτρέποντάς της να βρει τον εαυτό της. Χρόνια αργότερα, μετά από μια αποβολή και τη γέννηση του πρώτου της παιδιού, θα εκπροσωπούσε επίσης τις μητέρες με επιλόχειο κατάθλιψη.
Όταν η Άντερσον και ο Λι αποφάσισαν να μηνύσουν το Penthouse προκειμένου να σταματήσουν τη διανομή της προσωπικής τους βιντεοκασέτας, η Πάμελα Άντερσον, επτά μηνών έγκυος με το δεύτερο παιδί της, αναγκάστηκε να υπομείνει μια ταπεινωτική ένορκη κατάθεση κατά την οποία γυμνές της φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν στην αίθουσα ως απόδειξη ότι δεν είχε δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, ενώ οι επανειλημμένες ερωτήσεις σχετικά με την σεξουαλική της ζωή υπονοούσαν ότι η Άντερσον ήταν κατά κάποιο τρόπο ένοχη. Μια παρόμοια σκηνή ανακαλείται στο ντοκιμαντέρ για την Μπρουκ Σιλντς, όταν η 16χρονη σταρ βρέθηκε στο εδώλιο ενώ προσπαθούσε να σταματήσει την πώληση γυμνών φωτογραφιών που της είχε τραβήξει ένας «οικογενειακός φίλος» όταν εκείνη ήταν μόλις 10 ετών.
Αυτές οι δύο δικαστικές υποθέσεις, που έλαβαν χώρα με διαφορά σχεδόν 16 ετών, ουσιαστικά έθεσαν στο επίκεντρο την αδυναμία του να είσαι γυναίκα. Είτε είσαι παιδί είτε ενήλικας, μπορείς να γίνεις εμπόρευμα, να σου αφαιρεθεί κάθε ικανότητα αυτενέργειας και να σε παρουσιάσουν ως μέρος του προβλήματος, ενώ οι άντρες γύρω σου απαλλάσσονται από κάθε κατηγορία – η Μπρουκ Σιλντς έχασε την υπόθεση και η Πάμελα Άντερσον εγκατέλειψε τον αγώνα.
Και οι δύο γυναίκες έζησαν μια ζωή στο επίκεντρο της δημοσιότητας, αντιμετωπίζοντας δεκαετίες παρενόχλησης και μεταβαλλόμενες συμπεριφορές. Βρέθηκαν στη δίνη μιας καριέρας και μιας δημοσιότητας που τις ανάγκασε να χάσουν την αίσθηση του εαυτού και του προσανατολισμού τους, επειδή κυκλοφορούσε κάποια άλλη εκδοχή τους που συζητιόταν διαρκώς στην τηλεόραση ή στα ταμπλόιντ. Όπως λέει και η Πάμελα στο ντοκιμαντέρ της, «πάντα είχα την ελπίδα ότι θα έκανα κάτι που θα ενδιέφερε τους ανθρώπους περισσότερο από το κορμί μου».
Mε στοιχεία από το Slate