Εδώ και δεκαετίες ο στολισμός των Χριστουγέννων ανήκει στην τάξη του εξημερωμένου λαϊκού κιτς και της οικογενειακής συνήθειας. Είναι μέρος μιας ρουτίνας που δεν έχει ποτέ καλλιτεχνικές αξιώσεις, όπως δεν περιμένουμε αισθητική ανταμοιβή από ένα πάρτι γενεθλίων, από τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου και δεκάδες άλλα συμβατικά ορόσημα του χρόνου μας.
Ο στολισμός των Χριστουγέννων, όπως και η ίδια η δημόσια κουλτούρα των γιορτών, είναι, κατά κανόνα, ένα κλείσιμο του ματιού στην παιδική ηλικία και στην καταναλωτική δαπάνη. Και σ' αυτό έχουν δίκιο οι χριστιανοί με πνευματικές ανησυχίες που βλέπουν μια χριστιανική γιορτή να έχει γίνει παγανιστική, μια λαϊκή ειδωλολατρική απόλαυση. Δεν είναι, όμως, κάποιος «σκόπιμος» απo-χριστιανισμός που παίζεται σε αυτήν τη μετατροπή, όσο το γεγονός πως όλες οι ευκαιρίες μαζικής κατανάλωσης είναι, αναπόφευκτα, παγανιστικές/ειδωλολατρικές: η πνευματικότητα των όποιων εορταστικών μηνυμάτων υποχωρεί κάτω από τα λαμπιόνια, τους στολισμούς, τα αντικείμενα, τα γλυκά, τα φαγητά. Η ύλη θριαμβεύει, και μάλιστα στην εκδοχή των ειδώλων της βιτρίνας.
Τα δημόσια Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα της μεγάλης πόλης και της περιφέρειας, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα συντηρητικό «σύστημα» ηθών. Δεν μπορούν να προσαρμοστούν χωρίς τραύματα σε καινοτομίες οικολογικές, διατροφικές ή διακοσμητικές. Όλες οι προσπάθειες που καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια για εναλλακτικές χρήσεις αυτών των ημερών συγκρούστηκαν με την κοινότοπη αισθητική τους. Σε αυτή την αισθητική έσμιξαν το πολυκατάστημα, η αγορά, τα καρουζέλ και οι φάτνες για να χρωματίσουν τη συμμετοχή των μαζών στο «κλίμα των ημερών». Έτσι, η οικογενειακή αισθητική των γιορτών συνεχίζει να είναι συντηρητική, παρά το γεγονός ότι στη σύγχρονη κοινωνία των πολλαπλών επιλογών υπάρχει κόσμος που απέχει ατομικά, είτε δυσφορώντας είτε, τις περισσότερες φορές, αδιαφορώντας.
Τα Χριστούγεννα, με όλα τους τα χουλιγουντιανά, καταναλωτικά, ντικενσιανά στρώματα μνήμης έχουν παραμέτρους που τις έχει αποθησαυρίσει η εμπειρία μας και δεν δέχεται την παραβίασή τους. Γι' αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο το άνοιγμα αυτών των γιορτών σε νέου τύπου ηθοπλαστικές προτάσεις: είτε σε μηνύματα εθελούσιας απλότητας είτε σε εικαστικούς μινιμαλισμούς στο όνομα μιας νέας ερμηνείας της αστικής διακόσμησης
Έχουμε, εν τέλει, μια επινοημένη παράδοση που αντιστέκεται στις καινοτομίες του στολισμού και των φωτισμών. Ενώ η όλη σκηνογραφία των Χριστουγέννων είναι μια δυτικής προέλευσης μοντέρνα υπόθεση, περνάει η άποψη ότι δεν πρέπει να τα «πειράζουμε» ή να τα αποδομούμε: οτιδήποτε ξεπερνά τα πλαίσια τα οποία αναγνωρίζει η εμπειρία μας μοιάζει ακατανόητο και αντιπαθητικό. Ανεπαίσθητα, αντιδρούμε στην αιφνίδια εισβολή του ανοίκειου.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, με όλα τους τα χουλιγουντιανά, καταναλωτικά, ντικενσιανά στρώματα μνήμης έχουν παραμέτρους που τις έχει αποθησαυρίσει η εμπειρία μας και δεν δέχεται την παραβίασή τους. Γι' αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο το άνοιγμα αυτών των γιορτών σε νέου τύπου ηθοπλαστικές προτάσεις: είτε σε μηνύματα εθελούσιας απλότητας (όπως προστάζει η σύγχρονη οικολογική ευαισθησία) είτε σε εικαστικούς μινιμαλισμούς στο όνομα μιας νέας ερμηνείας της αστικής διακόσμησης.
Θα πει κανείς πως επιμέρους στοιχεία μπορεί να προστεθούν ή να αφαιρεθούν. Καμιά παράδοση δεν είναι ένα σώμα ή ένα ενιαίο πράγμα που δεν μπορείς να το αναπροσαρμόσεις, να το αλλάξεις, να διαγράψεις ανούσιες και αναχρονιστικές του πλευρές. Τρεφόμαστε, εξάλλου, από τις μάχες που δώσαμε με καταπιεστικές παραδόσεις και έθιμα, τουλάχιστον εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Στα Χριστούγεννα, ωστόσο, είναι πολύ βασικό στοιχείο ο στολισμός των δρόμων και των πλατειών. Γύρω από τον στολισμό και τους φωτισμούς οργανώνονται η φαντασία και η διάθεση των πολλών που περνούν αυτούς τους δρόμους ή θα πυκνώσουν στις αντίστοιχες πλατείες. Η πόλη είναι, πριν απ' όλα, αυτό που βλέπουμε σε αυτήν. Η νύχτα είναι τα φώτα της. Και τα Χριστούγεννα είναι τα δέντρα τους, όχι τα καραβάκια, ούτε ένας Άγιος Βασίλης σε κάδο ανακύκλωσης για να έχει και το απαραίτητο δίδαγμα.
Αν πιστέψω, όμως, αυτά που διαβάζω αυτές τις μέρες, τις προγνώσεις όσων στη Γαλλία ονομάζονται πια «ειδικοί της κατάρρευσης» (collapsologie η θεωρία, collapsologues οι θιασώτες της), από τη σκοπιά του 2030, όταν λέγεται πως θα ζήσουμε την κατάρρευση του βιομηχανικού μας πολιτισμού και των δικτύων ενέργειας, όλα αυτά τα σχόλια για τα Χριστούγεννα και τα λαμπάκια τους είναι αστεία. Σαν να σχολιάζουμε τα παγάκια του ψυγείου, ενώ λιώνουν οι πάγοι της Αρκτικής ή σαν να παθιαζόμαστε για τον μετα-ιμπρεσιονισμό στη ζωγραφική πλάι σε ένα πεδίο δοκιμής πυρηνικών πυραύλων.
Αν το σκεφτούμε όμως καλύτερα, οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν το επείγον ως κάτι άμεσο και αληθινό. Γιορτάζουν όπως γιόρταζαν και πέρσι και πριν από δέκα χρόνια, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους, τις στάσεις που ξέρουν και τα λόγια που τους ανακουφίζουν. Οι ευχές μας πρέπει να είναι από τα πιο σταθερά και ακίνητα στον χρόνο πράγματα. Δεν έχει τόσο σημασία αν άλλαξαν τα δώρα των παιδιών ή αν «γκατζετοποιούνται» οι Αγιοβασίληδες και οι εναέριες πτήσεις τους. Πιο σημαντικό είναι πως αναγνωριζόμαστε μέσα από τον δημόσιο χρόνο των γιορτών και πως επαναλαμβάνουμε κινήσεις και υποσχέσεις κάθε φορά που ο Δεκέμβριος ολοκληρώνει την τροχιά του.
Πράγματι, αν δώσουμε βάση στην υπόθεση για την επικείμενη κατάρρευση του κόσμου –μέσα από αλλεπάλληλες αγροδιατροφικές, ενεργειακές και κοινωνικές κρίσεις–, κάθε άλλη συζήτηση και μέριμνα φαντάζει αστεία και περιττή. Μιλώντας, όμως, για τα Χριστούγεννα και τα φώτα των πόλεων, μιλάμε για ένα παρελθόν που διαρκεί και για όλα εκείνα τα αποθέματα φαντασμαγορίας, παιδικής επιθυμίας και απλής ανθρώπινης προσδοκίας που διατηρούνται ακόμα. Μέσα στη ρουτίνα του Δεκέμβρη το θαύμα συσκευάστηκε, δέθηκε με κορδέλες και τοποθετήθηκε κάτω από πλαστικό δέντρο: έμεινε όμως θαύμα και ίσως έτσι θα το βρει, αν συμβεί, η πτώση του κόσμου όπως τον γνωρίσαμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια