ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ παραδοσιακές αισθητικές αξίες του κλεινού άστεως: κοκοφοίνικες σε κίτρινη άσφαλτο με λαδομπογιά και ζαρντινιέρες σε ύφος οχυρωματικών έργων της γραμμής Ρούπελ. Ακολουθεί η προστασία της ομαλής οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης από τις διαδηλώσεις. Με δύο κινήσεις η Αθήνα έγινε Ριβιέρα.
Όποιος έχει επίγνωση της πραγματικότητας το αντιλαμβάνεται: το νομοσχέδιο για τις πορείες δεν έρχεται να ρυθμίσει τίποτα στο σήμερα. Πρώτον, δεν υπάρχει οικονομική και κοινωνική ζωή για να προστατευτεί, είναι σε κώμα. Δεύτερον, δεν γίνονται πορείες που να απαιτούν ρύθμιση. Το νομοσχέδιο απαντά στις κοινωνικές διαμαρτυρίες που έρχονται με την οικονομική απονέκρωση και τις αντιμετωπίζει με τους όρους των συγκεντρώσεων του χτες. Η «μάχη των διαδηλώσεων» είναι κυρίως μάχη στο επίπεδο του συμβολικού. Τηλεοπτικός νόμος και τάξη.
Το κύριο επιχείρημα αφορά τη διενέργεια δημόσιων συναθροίσεων χωρίς να καταπατώνται τα δικαιώματα των πολλών. Εδώ πάσχει πολλαπλώς το νομοθέτημα. Η προχειρότητα είναι ορατή διά της απλής γλωσσικής μεταφοράς χουντικών διατάξεων σε λίγο πιο στρωτά νέα ελληνικά. Ειδικά ένα νομοσχέδιο υψηλού συμβολισμού δεν το ανασύρεις από το νομοθετικό οπλοστάσιο της χούντας αν δηλώνεις μεταρρυθμιστής.
Ανατίθεται στην αστυνομία να προστατεύει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και να αποφασίζει για τη λεπτή ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων. Η αστυνομία, όχι ο εισαγγελέας. Η αστυνομία που όλοι γνωρίζουμε, της ανύπαρκτης λογοδοσίας, της ατιμώρητης ζαρντινιέρας, της επέμβασης στο Κουκάκι, θα γίνει εγγυητής αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος.
Επί της ουσίας, το κρίσιμο ζήτημα είναι η απουσία δικαστή. Ανατίθεται στην αστυνομία να προστατεύει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και να αποφασίζει για τη λεπτή ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων. Η αστυνομία, όχι ο εισαγγελέας. Η αστυνομία που όλοι γνωρίζουμε, της ανύπαρκτης λογοδοσίας, της ατιμώρητης ζαρντινιέρας, της επέμβασης στο Κουκάκι, θα γίνει εγγυητής αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος.
Στο νομοσχέδιο υπάρχουν κι άλλα χαριτωμένα: ποινή φυλάκισης για συμμετοχή σε παράνομη διαδήλωση, επαναφορά κατ' ουσίαν του καταργηθέντος άρθρου για «θρασύτητα κατά της αρχής». Αυτή κι αν είναι αρχή της αναλογικότητας! Ποινικοποίηση απλής συμμετοχής σε απαγορευθείσα συνάθροιση!
Αφήστε το άλλο που επισημάνθηκε ήδη από τον καθηγητή Ανθόπουλο, ότι «η ρύθμιση για τη δυνατότητα προληπτικής απαγόρευσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων από την Αστυνομία είναι αυστηρότερη από την αντίστοιχη του Συντάγματος του 1952, αφού προσθέτει ως λόγο που δικαιολογεί προληπτική απαγόρευση τον επικείμενο κίνδυνο "σοβαρής διατάραξης της κοινωνικο-οικονομικής ζωής"». Πίσω, λοιπόν, και από το μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952.
Αμφισβητείται και από δυνάμεις «φίλιες» προς την κυβέρνηση ότι το νομοσχέδιο βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον, οι διατάξεις δεν έχουν επαφή με τη βιωμένη εμπειρία της διαμαρτυρίας. Η πρόβλεψη, για παράδειγμα, πως ο διοργανωτής της συγκέντρωσης πρέπει να προβλέψει τον όγκο και τι θα γίνει σε μια συγκέντρωση, αλλιώς θα είναι υπεύθυνος για τυχόν αποζημιώσεις, αφορά μάλλον ασκήσεις επί χάρτου.
Σαν να παίζουν κάποιοι επιτραπέζια παιχνίδια. Τη μια άνευ ουδεμιάς μελέτης, «πριγκιπικώ δικαίω», πεζοδρομούν λεωφόρους και αλλάζουν χρήσεις γης. Την άλλη, απαγορεύουν χρήσεις του δημόσιου χώρου συνυφασμένες με το άστυ και τη δημοκρατία. Κινήσεις ενδεικτικές συνολικής πρόσληψης της πρόσβασης στον δημόσιο χώρο ως προνομίου που παραχωρείται υπό όρους.
Η EIΣΑΓΩΓΗ της έννοιας του οργανωτή και της έγκαιρης κατάθεσης αίτησης για άδεια είναι ασύμβατη με τη δυνατότητα πραγματοποίησης αυθόρμητων συναθροίσεων. Η πολιτική και κοινωνική ζωή, όμως, είναι γεμάτη από «αιφνίδια γεγονότα κοινωνικής σημασίας», όπως τα ορίζει το νομοσχέδιο. Και δεν μπορεί να περιμένει την κρίση του αστυνομικού διευθυντή: «δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Όλοι όσοι συμμετείχαν στις πρώτες πορείες μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου ή τη δολοφονία Φύσσα μπορούσαν να συλληφθούν και να τους επιβληθεί ποινή ενός έτους φυλάκισης. Η ίδια η συμμετοχή στη διαδήλωση καθίσταται πλέον ιδιώνυμο αδίκημα.
Ο λόγος; Δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί άλλος από την αποτροπή κοινωνικών διαμαρτυριών. Και μάλιστα με τρόπο που ολόκληροι χώροι πολιτικής αμφισβήτησης θα τεθούν εκτός νομιμότητας, αφού η δημόσια διαμαρτυρία αποτελεί τον κύριο τρόπο παρέμβασής τους. Αναμένει κανείς στα σοβαρά ότι μια πρωτοβουλία για τα δικαιώματα των κρατουμένων ή των προσφύγων που πληροφορείται κάτι έκτακτο, μια απεργία πείνας, έναν θάνατο, θα καταθέσει αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου για να διαμαρτυρηθεί; Φυσικά, όχι. Άρα το νομοσχέδιο ανάγει αμέσως τη συνάντησή τους με την αστυνομία σε συγκρουσιακή συνθήκη.
Επιπλέον, η φιλελεύθερη κυβέρνηση ξεχνά βασικά γνωρίσματα της δημοκρατίας του 21ου αιώνα. Δεν έχουμε μόνο τα κλασικά πολιτικά υποκείμενα, κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Υπάρχουν κινήματα, κινήσεις πολιτών, συλλογικότητες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, λοιπόν, τι σημαίνει ο όρος «διοργανωτής»; Πώς θα συνεργαστεί ένα κράτος με πηλήκιο χωροφύλακα με την Κοινωνία των Πολιτών του 2020;
Οι μόνες διαδηλώσεις που εξαιρεί ο νόμος από την υποχρέωση λήψης άδειας είναι αυτές του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς, δηλαδή επετειακού χαρακτήρα. Όλες οι άλλες, εκ προοιμίου ύποπτες.
Σημαίνουν αυτά ότι δεν υπάρχει ζήτημα προς ρύθμιση; Όχι, βέβαια. Αυτό φαίνεται από την αδιαφορία, σιωπηρή ή και ηχηρή συναίνεση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης για το θέμα. Άρα, προφανώς υπήρξε κατάχρηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Αυτή η καταχρηστική άσκηση κατά το παρελθόν (όχι, πάντως, στον βαθμό που ορισμένοι θέλουν να προβάλουν) είχε το δημοκρατικό κόστος της. Ας είναι αυτό μια αφορμή να αναστοχαστούν πολιτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς τη δική τους ευθύνη. Αν μη τι άλλο, έδωσαν άλλοθι για ένα τέτοιο κακό νομοθέτημα.
Υπάρχει ανάγκη θέσπισης πλαισίου για τη δημόσια διαμαρτυρία; Ναι. Το κεντρικό ζητούμενο, όμως, δεν είναι η απαγορευτική κατασταλτική παρέμβαση στο συνέρχεσθαι. Αυτή είναι η εξαίρεση. Ο κανόνας πρέπει να είναι ήπια μέσα και τρόποι ώστε η αστυνομία να προστατεύει και να διευκολύνει το δικαίωμα των πολιτών να συγκεντρώνονται. Αυτό προϋποθέτει αστυνομία και όχι αστυνομοκρατία, προϋποθέτει κρατικούς λειτουργούς και όχι αποχαλινωμένους Ράμπο. Δηλαδή πράγματα εξωτικά σε μια πόλη στην οποία το δεύτερο χρώμα μετά το κίτρινο της Πανεπιστημίου είναι το χακί των ΜΑΤ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.