Πέντε μήνες μετά την δολοφονική επίθεση εναντίον του που του στοίχισε το ένα του μάτι και του έχει προκαλέσει έντονες δυσκολίες στη χρήση των δακτύλων, ο διάσημος συγγραφέας μίλησε αποκλειστικά στον διευθυντή του New Yorker, Ντέιβιντ Ρέμνικ, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του ‘Victory City’, περιγράφοντας τον αγώνα που κάνει για να επανέλθει στο γράψιμο αλλά και στην φυσιολογική ζωή.
«Υπήρξα και καλύτερα, ξέρεις», δηλώνει στεγνά ο 75χρονος Σαλμάν Ρούσντι στον διευθυντή του New Yorker. «Αν αναλογιστούμε όμως τι συνέβη, δεν είμαι και τόσο χάλια. Όπως μπορείτε να δείτε, τα μεγάλα τραύματα έχουν ουσιαστικά επουλωθεί. Νοιώθω πλέον τον αντίχειρα και τον δείκτη μου και το κάτω μισό της παλάμης. Κάνω εντατική θεραπεία και μου είπαν ότι τα πάω πολύ καλά».
Μπορείς να δακτυλογραφείς;
«Όχι πολύ καλά, εξαιτίας της απώλειας αίσθησης στις άκρες των δακτύλων».
Και με το γράψιμο;
«Απλώς γράφω πιο αργά. Αλλά τα καταφέρνω».
Ο ύπνος δεν ήταν εύκολος. «Υπήρχαν εφιάλτες – όχι ακριβώς με θέμα το περιστατικό, απλώς τρομακτικοί. Μοιάζουν να μειώνονται πάντως. Είμαι καλά. Μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω. Όταν λέω ότι είμαι καλά, εννοώ ότι υπάρχουν κομμάτια του σώματός μου που χρειάζονται διαρκές τσεκάπ. Ήταν μια κολοσσιαία επίθεση».
Πολλές φορές στη διάρκεια της συζήτησης, ο Ρούσντι κοιτάζει τριγύρω στο γραφείο του και χαμογελά. «Είναι υπέροχο που επέστρεψα», λέει. «Που βρίσκομαι σ’ ένα μέρος που δεν είναι νοσοκομείο».
«Η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι μια πραγματικότητα, ξέρεις. Το γράψιμο μού είναι πολύ δύσκολο. Κάθομαι να γράψω και δεν γίνεται τίποτα. Γράφω, αλλά είναι ένας συνδυασμός κενού και σκουπιδιών, πράγματα που γράφω και μετά τα σβήνω. Δεν έχω βγει ακόμα από αυτό το δάσος».
Και προσθέτει: «Δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να χρησιμοποιήσει τη φράση 'writer's block'. Όλοι αντιμετωπίζουν στιγμές που δεν υπάρχει τίποτα στο μυαλό σου. Και σκέφτεσαι ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Ένα από τα πράγματα όμως που γνωρίζεις αν είσαι εβδομήντα πέντε ετών και έχεις γράψει είκοσι ένα βιβλία είναι πως, αν συνεχίσεις την προσπάθεια, κάτι θα έρθει».
Πριν από πολλά χρόνια, θυμάται, υπήρχαν άνθρωποι που έδειχναν να κουράζονται από την επίμονη ύπαρξή του. «Σε κάποιους δεν άρεσε. Θεωρούσαν ότι λογικά θα έπρεπε να είχα πεθάνει. Τώρα που αυτό σχεδόν συνέβη, όλοι με αγαπούν. . . Αυτό ήταν το λάθος μου, τότε. Όχι μόνο έζησα, αλλά προσπάθησα να ζήσω και καλά. Μεγάλο λάθος. Με τις δεκαπέντε μαχαιριές, αμέσως όλα καλύτερα».
Πιστεύει ίσως ότι ήταν λάθος του που είχε χαλαρώσει τα μέτρα ασφαλείας από τότε που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη; «Λοιπόν, κάνω στον εαυτό μου αυτή την ερώτηση και απάντηση δεν παίρνω. Έζησα είκοσι χρόνια. Επίσης, έγραψα πολλά βιβλία. Οι «Σατανικοί στίχοι» ήταν το τέταρτο μυθιστόρημά μου που δημοσιεύτηκε και αυτό εδώ είναι το εικοστό πρώτο μου. Έτσι, τα τρία τέταρτα της ζωής μου ως συγγραφέας έχουν συμβεί μετά την φάτβα. Πώς μπορείς να μετανιώσεις για τη ζωή σου; Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισα όλο αυτό το θέμα ήταν να κοιτάζω μπροστά και όχι πίσω. Αυτό που θα συμβεί αύριο είναι πιο σημαντικό από αυτό που συνέβη χθες».
«Δεν έχω τίποτα άλλο πέρα από το γράψιμο», λέει. «Πολύ θα ήθελα να έχω μια δεύτερη δεξιότητα, αλλά δυστυχώς δεν έχω. Πάντα ζήλευα συγγραφείς όπως ο Γκίντερ Γκρας, ο οποίος είχε μια δεύτερη καριέρα ως εικαστικός καλλιτέχνης. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο θα πρέπει να είναι το να περνάς μια μέρα παλεύοντας με τις λέξεις και μετά να σηκώνεσαι και να περπατάς στο δρόμο με προορισμό το ατελιέ σου, εκεί όπου γίνεσαι κάτι εντελώς διαφορετικό. Εγώ δεν το έχω αυτό. Το μόνο που έχω είναι το γράψιμο. Και όσο υπάρχει μια ιστορία στην οποία πιστεύω ότι αξίζει να αφιερώσω το χρόνο μου, θα εξακολουθήσω να το κάνω. Όταν έχω ένα βιβλίο στο μυαλό μου, είναι σα να βρίσκεται στη σωστή του μορφή ο υπόλοιπος κόσμος».
«Νοιώθω ότι όλα είναι εντάξει όταν κάθομαι εδώ στο γραφείο και έχω κάτι να σκεφτώ. Επειδή αυτό είναι κάτι που υποκαθιστά τον έξω κόσμο. Φυσικά, ο εσωτερικός κόσμος συνδέεται με τον εξωτερικό, όταν όμως είσαι στην πράξη της δημιουργίας, αυτό υποκαθιστά όλα τα υπόλοιπα».
Πηγή: The New Yorker