Από τον Αναγνώστη
Νύχτα στη Δαμασκό. Στον τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου, η πρώτη νύχτα, το δωμάτιο με τζάμι απ’ άκρη σ’ άκρη και η θέα: μιναρέδες φωτισμένοι, ένας μεγάλος πράσινος τρούλος, το κομμάτι του βυζαντινού τείχους και η Ακρόπολη. Ο ύπνος φευγάτος και στα χέρια το βιβλίο – αυτό που μ’ έφερε ως εδώ, Μαριάννα Κορομηλά, Τέσσερις Ιστορίες για μια χαμένη πανσέληνο. Ήρθα, λοιπόν.
——-Καλοκαίρι του 2012 μοντάρω παλιές σημειώσεις, ψάχνω φωτογραφίες και ακούω ειδήσεις. Πρόλαβα; Ο πόλεμος πώς θα της φερθεί της όμορφης πολιτείας; Πώς θα την στραπατσάρει; Πόσο το μίσος θα την γεράσει; Τα big deals για το πετρέλαιο και την ανοικοδόμηση της περιοχής έχουν εδώ και χρόνια – ή, μόνο μήνες; υπογραφεί. Δικτατορία; Βεβαίως. Δια γυμνού οφθαλμού φανερή στον επισκέπτη. Καταπίεση; Σιγουρότατα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά θρησκευτικό φανατισμό δεν είχε η Συρία που περπάτησα το δύο χιλιάδες πέντε. Ελεύθεροι να πιστεύουν και να λατρεύουν οι λογής πιστοί Ορθόδοξοι ( κάθε Κυριακή στην Αλ Μαρεμίγια) , Αρμένιοι, Καθολικοί, λίγοι Μαρονίτες, οι Σουνίτες δίπλα με τους Σιίτες στο μεγάλο τζαμί των Ομεγιάδων. Αυτό που η τηλεόραση μού πασάρει, το αρνούμαι. Οι Αλεβίτες της οικογένειας Άσαντ, που βεβαίως με πραξικόπημα κυβερνούν τη χώρα από την δεκαετία του ΄70 – το χίλια εννιακόσια σαράντα έξι μόλις αποχώρησαν οι ‘’προστάτες’’ Γάλλοι – είναι η κατεξοχήν φιλελεύθερη αίρεση του Ισλάμ, γι’ αυτό άλλωστε δεν διώκονται αιώνες τώρα; Δέχονται την μονογαμία, τραγουδούν και χορεύουν, θέτουν την γυναίκα δίπλα στον άνδρα ( κοινή η προσευχή), ίσως κοιτούν και προς την Δύση, καμιά φορά, περισσότερο από όσο επιτρέπεται. Το Μπάαθ, κόμμα εθνικιστικό και όχι θρησκευτικό, δεν καταπίεσε θρησκευτικά την αραβική Συρία. Το θρησκευτικό μένος από πού έρχεται; Ποιοι το χρησιμοποιούν; Ποιος ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας; Πού το πάει αυτή η χώρα με τους Ουαχαμπίτες να την κυβερνούν, με τα πετροδολάριά της, μετά την δολοφονία του Φεϊζάλ;( ο επονομαζόμενος και αλεπού της ερήμου). Είναι πάλι ο δίκαιος και αναντίρρητος πόθος των πολιτών για ελευθερία το όχημα για τον θρησκευτικό φανατισμό; Θα βγει κάτι καλύτερο από τις εκατόμβες των νεκρών στη Συρία ετούτη τη χρονιά; Κάπου μέσα στο φόβο που με καίει, νομίζω πως βλέπω τη συνέχεια: Η Δαμασκός στα χέρια των ‘’επαναστατών’’, ο Άσαντ και η παρέα του κρεμασμένοι ή κάπου στη Δύση φευγάτοι, το timing θα κρίνει, η χώρα παραδομένη σ’ έναν ακόμη εμφύλιο αλλοφρόνων φανατικών , ή και κομμένη σε δυο κομμάτια, το ισχυρό και εξίσου φανατικό Κουρδικό στοιχείο δεν θα μείνει με δεμένα χέρια στο βορρά, η Τουρκία σε απόγνωση, ο Λίβανος σε μνήμες αιματηρές. Και οι μπίζνες στο βάθος του φόντου. Σκέφτομαι και τρομάζω να το γράψω πως, η Ιστορία λύνει παλαιούς λογαριασμούς στην μετά Τείχους εποχή και τα χρηματιστήρια ψάχνουν διακαώς τον δρόμο για την Τεχεράνη - καημένη Δαμασκό, πόσο σε νιώθω……..
………Ανασηκώνω το μαξιλάρι να κοιτώ πάνω στην Ακρόπολη της Δαμασκού τους λαούς της να περνούν, χιλιάδες χρόνια, Αραμαίοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Πέρσες, ο Αλέξανδρος ο Μέγας στον δρόμο του για την Υπερωξειανή και οι επίγονοί του, Σελευκίδες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Μογγόλοι και Τουρκμάνοι του Ταμερλάνου, Άραβες Ομεγιάδες, Άραβες Αβασίδες, Μαμελούκοι, Οθωμανοί Οσμανλήδες, Άγγλοι, Γάλλοι. Ο δρόμος για το μετάξι και τα μπαχάρια περνούσε από τις οάσεις, βόρεια, εκείνη της Παλμύρας, εδώ, στα πόδια του όρους Αντιλιβάνου η όαση Γκούτα πάνω στο Μπαράντα ποταμό.
Ήρθαν πολύ πρωί οι υφασματάδες, πριν ακόμα ο μουεζίνης καλέσει για την πρώτη προσευχή. Άλλοι με τις κελεμπίες τους κι άλλοι δυτικοντυμένοι , παλιά αυτοκίνητα, τρίκυκλα και χειράμαξες σε αγαστή συνεργασία, άπλωσαν πάγκους και πουλούσαν χειροποίητο μετάξι, σκέτο άσπρο με κείνη τη λεπτή στην ύφανση ρίγα, προς ένα δολάριο το μέτρο. Κι όταν ο μουεζίνης – μάλλον η κασέτα των τζαμιών - λάλησε, αυτοί εκεί, στο εμπόριο τους. Ο πορτιέρης του ξενοδοχείου μ’ έχει αξημέρωτα πάρει από πίσω, ξέρει …προθυμοποιείται να συμβάλλει στην αλλαγή νομισμάτων, παζαρεύουν την ισοτιμία, θυμώνουν τάχα, γελούν, ίσως με κοροϊδεύουν. Το μετάξι ακόμη στο συρτάρι μαζί με εκείνο το κυπαρισσένιο σαντούκ της Προύσας – άραφτα, δεν είναι το ρούχο που επιθυμείς, η αύρα της επιθυμίας είναι, το ταξίδι της αφής στα δάχτυλα. Είναι το κρυφάκουσμα στην Ιστορία που σε φέρνει δίπλα στον έμπορα, πάνω από την πραμάτεια του, είναι αυτή η αίσθηση της αδιάκοπης, επί χιλιάδες χρόνια, συνέχειας της ανθρώπινης περιπέτειας που σε κάνει να τον κοιτάς, ν’ αγοράζεις, να γελάς μαζί του. Και δίπλα του. Γιατί ήσασταν χρόνια εδώ, μαζί, εσύ και εκείνος, και πριν πολλούς αιώνες πάλι εδώ, και ο πόλεμος περνούσε δίπλα σας, μα σε τίποτα δεν τάραξε την συνέχεια της ιστορίας που έχετε να πείτε: μνήμη, γνώση και επίγνωση των πραγμάτων καθώς κυλούν – το φορτίο της Ιστορίας.
Αλλαγή βάρδιας. Έφυγαν οι πραματευτάδες και ήρθαν οι μανάβηδες – εγώ, εκεί, καπνίζω στα σκαλάκια του ξενοδοχείου, καθισμένη κατάχαμα, κανείς δεν με ενοχλεί, κανέναν δεν μοιάζει να ενοχλώ, άλλα μου έλεγαν για τη Συρία. ( και πού τρέχεις, και που οι γυναίκες κινδυνεύουν και που και τι …) Και σαν γυρίσω τη νύκτα, είναι Δεκέμβρης, νυκτώνει στις τέσσερις και κάτι, απλωμένα τα φρούτα. Τόσα φρούτα, που τα βρίσκουν, ποια περβόλια και ποια νερά, ‘’ξεχνάτε τα ποτάμια μας’’, είπε την άλλη μέρα ο Χουσεΐν
Από το άγαλμα του Σαλάχ αλ Ντιν Γιουσέφ μπεν Αγιούμπ, στη Δύση τον φωνάζουμε Σαλαντίν, αγέρωχος πάνω στο άτι του μετά την μάχη στην Τιβεριάδα, γεννημένος Κούρδος στο βόρειο Ιράκ, ο δρόμος για τα σουκ της Αλ Χαμιντίγιε. Πλήθη οι αγοραστές, πλήθη οι προσκυνητές, οδεύουν όλοι για το μεγάλο τζαμί των Ομεγιάδων. Κι εκεί μπροστά σου η παλιά ρωμαϊκή Αψίδα του Θριάμβου, ‘’πιασμένη’’ ανάμεσα στο τείχος, τείχος των Σελευκιδών, των βυζαντινών ή μήπως Σταυροφόρων, ή πάλι, αν είναι των Σελτζούκων; Γιατί η Ιστορία στην οχτάπυλη Δαμασκό δεν είναι παρελθόν, είναι παρόν, σκοντάφτεις όλη μέρα πάνω της, την αγγίζεις, σου μιλά, μέσα από τα κτίρια, μέσα από τα πρόσωπα, πρόσωπα παλιά κάτω από την μαντίλα της ερήμου, μέσα από την κουμπωμένη αμπάγια, μέσα από τα σώματα εμπόρων και πραματευτάδων, ώρες ατέλειωτες μέσα στα σουκ, είναι αυτοί οι ίδιοι που διέσχιζαν αιώνες τη συριακή έρημο, άνθρωποι των καραβανιών, φύλακες του Ευφράτη και του Ορόντη, πολεμιστές της Ζηνοβίας στην όαση της Παλμύρας, κι’ ακόμα πιο πέρα, να φέρουν στη Δύση τα καλά του πέρα κόσμου, να δεις πως το λέει ο Γιώργος Σεφέρης: ‘’…από την εποχή που η Ρώμη ζητούσε objets de luxe της Ανατολής.’’
Τα βιβλία μιλούν για το Σχίσμα, Σουνίτες και Σιΐτες , πρώτος ο Μωαβία ίδρυσε το χαλιφάτο κι έφερε την πρωτεύουσα στην Δαμασκό. Είναι αυτή η ίδια δυναστεία που, όταν νικήθηκε από τους ανερχόμενους Αβασίδες, έφυγε προς την Αίγυπτο, νίκησε τους Βυζαντινούς στην Ιφρικία, εξασφάλισε το Μαγκρέπ και πέρασε στην Ιβηρική χερσόνησο για να μεγαλουργήσει στην Κόρντοβα και την Γρανάδα. Είναι οι Ομεγιάδες που έφεραν από το Βυζάντιο μαστόρους, να φτιαχτεί ξανά ο ναός του Βαπτιστή Ιωάννη. Του Αγίου Χάννα. Δώδεκα χιλιάδες μαστόρους και παραγιούς πλήρωνε για χρόνια ο χαλίφης αλ Ουαλίντ μπεν Αμπντούλ Μαλέκ να υψώσουν το μεγάλο παλίμψηστο τζαμί, στην ίδια θέση του Αραμαίου θεού Χαντάντ, του Δία του Δαμασκήνιου, του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, διοικητής της πόλης άλλωστε, πριν φύγει να μονάσει στην έρημο. Και ψηφίδα την ψηφίδα, ‘’φεσί φεσά’’, το στόλισαν οι Βυζαντινοί και Πέρσες καλλιτέχνες. Λίγο καιρό αργότερα θ’ αναγνωρίσω με συγκίνηση τις ομοιότητες του με το Μονρεάλε του Παλέρμο.
Για το κτίριο μιλούν τα βιβλία Τέχνης. Να μιλήσω για τους ανθρώπους θέλω. Γιατί όσο περνά η ώρα λεφούσια καταφθάνουν οι προσκυνητές. Το μεγάλο τζαμί των Ομεγιάδων είναι το τρίτο μεγάλο προσκύνημα (Χάτζ) των Μωαμεθανών, μετά την Μέκκα και την Μεδίνα. Οι προσκυνητές φθάνουν με τα λεωφορεία από το Ιράν και το Αφγανιστάν, λεωφορεία που ξεχωρίζουν από τις ζωγραφιές και την αραβική καλλιγραφία πάνω τους, σαν από ταινίες του νέου ιρανικού κινηματογράφου. Σιίτες θρησκευόμενοι, προσηλωμένοι στο Κοράνι και το Χαντίθ, γυναίκες όλες μέσα στην αμπάγια, τη μαύρη μαντίλα, οι νέες στα χρώματα της, αυτές από το Ιράν με το πρόσωπο απολύτως καλυμμένο, κι ας βλέπεις το μπλουτζίν των κοριτσιών κάτω από το πανωφόρι, οι άντρες ασκεπείς, μουεζίνηδες και ιμάμηδες με το άσπρο πλεγμένο στο βελονάκι καλπάκι, στο μυαλό μου ήρθε το εβραϊκό ‘’κιπά’’, να τους οδηγούν στο Ναό. Στο μαυσωλείο του Σαλαντίν στριμώχνονται και όταν πλησιάζουν θέλουν να το ακουμπήσουν. Κλαίνε γοερά, προσκυνούν στο χαλί και το φυλούν, ανοίγουν και κλείνουν τα χέρια, μουρμουρίζουν, οι άνδρες δακρυσμένοι, η Πίστη, ίδια κι όμοια παντού. Τήνος τον δεκαπενταύγουστο, άγιος Ραφαήλ της Μυτιλήνης, Άγιος Νεκτάριος της Αίγινας, Παναγία του Σουμελά, Άγιος Πέτρος των Καθολικών στη μεγάλη, απέραντη πλατεία του Βατικανό. Κάποιοι κρατούν ένα πράσινο μαντήλι, πάντα πράσινο, σπρώχνουν να το ακουμπήσουν στη λάρνακα, να την χαϊδέψουν θαρρείς, και θυμάμαι τον πατέρα φερμένο από τα μέρη της Μικράς Ασίας πως ήθελε να ακουμπήσει τον Επιτάφιο όταν περνούσε, και στο χωριό ακόμα και τώρα όταν ο τάφος του Ιησού περνά την Μεγάλη Παρασκευή μπροστά από τα σπίτια, σταματούν οι βαστάζοι του, και τρέχουν όλοι να περάσουν από κάτω τρεις φορές. Θρησκευόμενοι; Ναι, κάποιοι βαθιά, θρησκόληπτοι άλλοι, με φανατισμό, άλλοι μόνο πιστοί στην ανάγκη να κρατούν τον ομφάλιο λώρο που τους δένει με τον τόπο, με την παράδοση, με την Μνήμη τελικά. Μια ταυτότητα ξεχωριστή, όχι καλύτερη ή χειρότερη, απλά διαφορετική. Απλά η Ταυτότητα. Πόσοι οι μεν, πόσοι οι δε, το μέτρο το θέτει η κάθε εποχή, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο χάρτη. Μα πάνω από όλα ο φόβος. Και η χειραγώγηση των θρησκευόμενων; Ποιος διαμορφώνει λοιπόν την Ιστορία; Μήπως αυτή και μόνη η ανάγκη της ταυτότητας; Αυτή και μόνη η ανάγκη μιας αταβιστικά επιβαλλόμενης δύναμης επιβίωσης, αυτοσυντήρησης, χειραγωγούμενη κατά το δοκούν; Και πώς να δεχτείς ότι την Ιστορία την διαμορφώνουν οι ορμόνες που ρέουν στο ανθρώπινο σώμα και τίποτε άλλο; Και η Παιδεία; Η σκέψη; Ο Διαφωτισμός δεν πέρασε τα κύματα της Μεσογείου; Και, θα υπήρχε Διαφωτισμός αν οι Άραβες δεν ήταν εκείνοι που διέσωσαν περγαμηνές και χειρόγραφα, κι εκείνοι οι σπουδαίοι μαθηματικοί και γεωγράφοι;
Βγαίνουν με τάξη ακουμπώντας, χαϊδεύοντας την εξώθυρα και κτυπούν τρεις φορές το κερκέλι της. Την ίδια κίνηση θα την ξαναδώ στο μοναστήρι της Μααλούα, μια μωαμεθανή θα την επαναλάβει εκεί στην πόρτα του ορθόδοξου μοναστηριού. Μωαμεθανοί να προσκυνούν ορθόδοξα μοναστήρια είναι πολύ συχνό φαινόμενο στην Μέση Ανατολή, και στην Κύπρο. Στην Καρπασία, στην Μααλούα, στη Σεϋντνάγια – λένε οι γυναίκες τους πως ‘’πιάνεις εύκολα παιδί’’ μετά.
Από τον Σαλαντίν πορεύονται, πάντα μέσα στο απέραντο τζαμί, και προσκυνούν στη κρύπτη με το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστή. Ναι, αυτού του ίδιου που και οι ορθόδοξοι προσκυνούν, ο Χάννα τους. Το Ισλάμ φαίνεται πως έχει γερή μνήμη, παιδιά της Βίβλου, είμαστε όλοι λοιπόν. Και καθώς στην ύπαιθρο της Συρίας δεν είδα πουθενά αναθηματικά κουρελάκια στα δέντρα, ανιμιστικό κατάλοιπο, συναντιέται διαρκώς στο Λίβανο, την Κύπρο και την Ανατολία, προσέχω με δέος ετούτο: στην όμορφη σιδεριά του μαυσωλείου που περιέχει το κεφάλι του Ιωάννη, αυτό το ίδιο ( υποτίθεται, άραγε;) που η ερωτευμένη Σαλώμη είχε απαιτήσει από τον αδίστακτο Ηρώδη, πολύχρωμα κουρελάκια δεμένα εκεί. Μια περίεργη ανατριχίλα με διαπέρασε.
Οι κανόνες του προσκυνήματος αυστηροί, αλλά η ανοχή μέσα στο χώρο βασιλεύει: κουρασμένοι προσκυνητές πάνω στα πλούσια πολύχρωμα χαλιά παίρνουν έναν υπνάκο, άλλοι ανακούρκουδα καθισμένοι ξεκουράζονται, άλλοι προσεύχονται στραμμένοι προς το μιχράμπ, μια παρέα σιγοκουβεντιάζει, γελάω, μόνο ο ναργιλές τους λείπει, η νέα με φωτογραφίζει μέσα στη μαντήλα μου, ο ιμάμης μιλά στο κινητό, φωτογραφίζω και κανείς δεν με ενοχλεί, αχ! Από πόσους ορθόδοξους ιστορικούς ναούς μ’ έχουν πετάξει έξω, και η φωνή, των μοναχών συνήθως, να πάρετε το βιβλίο μας, κυρία.
Φανατικοί λοιπόν; Τούτος ο ήρωας τους, ο Σαλαντίν, έδιωξε τους Σταυροφόρους, λευτέρωσε και κατοχύρωσε τη γη τους, οι αναγωγές στο παρόν υπαρκτές, τον τιμούν, με ακραίες εκδηλώσεις λατρείας, το ίδιο ακραίες με τους όπου γης πιστούς σε θρησκείες και πολιτεύματα, τι είναι εκείνο που μας τρομάζει, και αυτούς και εμάς; Το μόνο βέβαιο, αυτό που πλείστες όσες φορές νιώθεις στη Μέση Ανατολή είναι πόσο δυνατή και μισητή είναι η μνήμη των Σταυροφόρων. Σε τι να οφείλεται… στα κτίρια που έμειναν από αυτούς συχνά σχεδόν ανέπαφα; Στις ιστορίες που οι ανατολίτες διηγούνταν στα μακρινά ταξίδια των καραβανιών στις σκηνές και τα χάνια τους, γύρω από τον ναργιλέ κι ένα ποτήρι τσάι; Η δύναμη της προφορικής παράδοσης, της Αφήγησης; Ο φόβος του άλλου; Κάτω από τον μιναρέ του τζαμιού, τον αφιερωμένο στον Ιησού, ήρθε στο μυαλό μου ο Λιβανέζος Αμίν Μααλούφ και η δική του ιστορία των Σταυροφοριών. Τάγματα οι λογής ρομαντικοί, τυχοδιώκτες, τυχάρπαστοι και κομπογιαννίτες - ήρθαν για να ‘’σώσουν’’ τους Αγίους Τόπους από τους αλλόθρησκους, λες και είχαν νοιαστεί καθόλου για τις προηγηθείσες ήττες των Βυζαντινών. Με την ευλογία φυσικά του Βατικανό, μα και την πολιτική του δύναμη, άφησαν πίσω μιαν Ευρώπη που δεν είχε ακόμα τουαλέτες κι έπεσαν με τα μούτρα στο πλιάτσικο, όταν ετούτοι εδώ είχαν χαμάμ μαρμάρινα να πλένονται μα και να λένε ιστορίες. Άστε, που τώρα ξέρουμε και είναι κοινός τόπος τα βαθύτερα πολιτικά και οικονομικά κίνητρα εκείνων των ‘’θρησκευτικών’’ της Δύσης εξορμήσεων. Ποιος, λοιπόν, φοβάται ποιον ; Πετρέλαιο τότε δεν είχαν, αυτό μας ήρθε μετά, η ευλογία που έγινε κατάρα, για να κάνει τα πράγματα πιο φανερά, για όποιον θέλει να στοχάζεται θέτοντας τα δάχτυλα στον τύπο των ήλων.
Περπάτησα την πόλη μέρες από το πρωί ως τη νύχτα, συχνά ολομόναχη, με ασφάλεια, χωρίς κανείς να με προσβάλλει ή να με φέρει σε δύσκολη θέση. Ευρωπαία στα παντελόνια μου, συχνά ανάβοντας τσιγάρο δημοσίως, μακριά από τις τουριστικές περιοχές και το υψηλών προδιαγραφών ξενοδοχείο. Μεσημέρι Σαββάτου χάθηκα στον περιτειχισμένο λαβύρινθο της παλιάς Δαμασκού, και:
Με τον Γέροντα στη Δαμασκό.
Χαλάλισα τα σουκ της Αλ Χαμιντίγιε στους τουρίστες και πήρα τα στενά πίσω από το τέμενος των Ομεγιάδων. Χάθηκα, ούτε ήξερα πού. Στενά σοκάκια, εδώ σόμπες μαντεμένιες και μπουριά και πυρωσιές, εκεί φτυάρια και αξίνες και λογής εργαλεία για τα περιβόλια των Σελευκιδών. Ακόμα. Και υφάσματα. Και μυρωδικά. Βότανα και μπαχάρια. Εκείνος, «σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.»
Τον ακολουθώ. Πάει ώρα που τον ακολουθώ. Νέοι εράσμιοι κουβαλούν στις ανοικτές τους πλάτες τα εμπορεύματα, ύστερα αφημένα στους πάγκους περιμένουν και διαλαλούν την πραμάτεια τους. Τον χάνω στη μισάνοιχτη πόρτα μιας αυλής.
Μεσημεράκι στο μαγαζί της Αλ Χαρίκα, μπροκάρ δαμασκηνά, μετάξια πολύχρωμα να παραπέμπουν σε καιρούς βυζαντινούς, πιο πριν ακόμα, ελληνιστικούς και της μεγάλης Ρώμης εποχές, για την ηδονή τούτων των ρούχων δεν χύθηκε το αίμα; Ευειδής νεανίας: ‘’με λένε Μπαζίλ’’,τυλίχτηκε τη βαριά εσάρπα, «χωρίς αστείαν αιδώ για τη μορφή της απολαύσεως», και ‘’this isfor you, lady” είπε.
Κι «ο γέροντας εξαντλημένος και κυρτός» ακούραστος στα στενορύμια της Δαμασκού, πότε μισοκρυμμένος σε αυλή παλιού σπιτιού, πότε δείχνοντάς μου το δρόμο για τη γειτονιά των Ρωμιών, πέρα στην Πύλη του Παραδείσου και του Σαούλ το κρησφύγετο. Γέροντας να ψιθυρίζει:«Δεν ήθελα να μένω στην Αλεξάνδρεια εγώ.»
Και στην επιστροφή θα βυθιστώ πάλι στον Κωνσταντίνο Καβάφη. Φτάνει, αυτό.
σχόλια