[Tου Στέφανου Κασιμάτη. Από την Καθημερινή]
Ανοίγω ξανά το «Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα» και ξαναδιαβάζω τα σημεία που υπογράμμισα, όταν –πάει ένας χρόνος τουλάχιστον από τότε– έπεσε για πρώτη φορά στα χέρια μου η θαυμάσια έκδοση από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις του ημερολογίου, που κράτησε ο Αμερικανός δικηγόρος Πολ Πόρτερ κατά την παραμονή του στην Αθήνα το διάστημα από 20 Ιανουαρίου 1947 ώς τα τέλη Φεβρουαρίου εκείνου του έτους. Ο Εμφύλιος είχε ξεκινήσει περίπου οκτώ μήνες πριν από την άφιξη του Πόρτερ, οι κυβερνήσεις δεν κατάφερναν να σταθεροποιήσουν την οικονομία και ο πρόεδρος Τρούμαν έστειλε στην Ελλάδα τον έμπιστο του Πόρτερ (διαπρεπή δικηγόρο, καθηγητή της Νομικής, στέλεχος των Δημοκρατικών και ανώτερο δημόσιο λειτουργό), για να εκτιμήσει την κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα και να τη μεταφέρει στον ίδιο.
Εκτός του ότι ήλθε στην Ελλάδα καλά διαβασμένος, ο Πόρτερ ήταν προικισμένος άνθρωπος, ιδιαιτέρως εργατικός και μεθοδικός. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα κιόλας έπιασε την κατάσταση. Το αποδεικνύουν οι διαπιστώσεις του, στις ημερολογιακές εγγραφές από 20 έως 27 Ιανουαρίου: Υπουργοί που αδιαφορούν πλήρως για την οικονομική πολιτική, καθώς δίνουν την προτεραιότητα στα πολιτικά ζητήματα. Πολιτικό σύστημα, το οποίο, γενικώς, έχει ως κύριο μέλημα τη διαιώνιση της εξουσίας του. Τύπος ελεύθερος μεν, ανεύθυνος δε. Πλουτοπαραγωγικές πηγές και πόροι που μένουν αναξιοποίητοι, καθώς η ανίκανη ιθύνουσα τάξη επαναπαύεται στην εξάρτηση από τη βοήθεια και την πεποίθησή της πως ό,τι και αν συμβεί, πάλι οι Σύμμαχοι θα ξελασπώσουν τη χώρα.
Ξαναδιαβάζοντας τις εγγραφές της πρώτης εβδομάδας και μόνον, ήταν αρκετό για να αναρωτηθώ αν άραγε ο Πόουλ Τόμσεν της τρόικας κρατά και αυτός ημερολόγιο. Το ελπίζω, γιατί θα έχει ενδιαφέρον για τον μελετητή του μέλλοντος να αντιπαραβάλει το τότε με το σήμερα. Οι ομοιότητες ανάμεσα στα πρώτα δύο χρόνια από το τέλος της Κατοχής και στα δύο πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας είναι εντυπωσιακές. Με μία βασική διαφορά όμως – ίσως και δύο, δεν είμαι απολύτως βέβαιος. Η πρώτη είναι ότι τότε υπήρχε και χρόνος και βούληση από τους Συμμάχους να μας βοηθήσουν.
Σήμερα, η απόσταση που μας χωρίζει από την ανήκεστο βλάβη της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη είναι ελάχιστη· η δε βούληση των εταίρων να παρασταθούν στη δοκιμασία της Ελλάδος έχει φθάσει στα όριά της. (Αν δεν τα έχει κιόλας υπερβεί δηλαδή...) Η δεύτερη διαφορά είναι ότι τότε ο ελληνικός λαός ήταν φτωχός, αλλά πολιτισμένος. (Ετσι τον περιγράφει εκτενώς το πληροφοριακό φυλλάδιο του αμερικανικού κράτους με το οποίο εφοδιαζόταν κάθε Αμερικανός, που επισκεπτόταν με επίσημη ιδιότητα την Ελλάδα). Σήμερα θυμίζει τοξικομανή σε κρίση στερητικού συνδρόμου: πιστεύει ότι για τον πόνο της κατάστασής του ευθύνεται ο σαδισμός του γιατρού, καθώς και όλος ο άλλος κόσμος εκτός από τον ίδιο.
Ερχομαι στο σήμερα, για να προσπαθήσω να περιγράψω σε αδρές γραμμές τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά. Ανευθυνότητα από την πλευρά των αντιμνημονιακών, που –είτε από κρυφό υπολογισμό είτε από βλακεία– οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα στην έξοδο από την Ευρωζώνη, αλλά δεν τολμούν να χρεωθούν την ευθύνη. Ανευθυνότητα όμως και από την πλευρά των μνημονιακών, καθώς ο Αντώνης Σαμαράς θυσιάζει την ενότητα της Κεντροδεξιάς (αυτή θα την εξασφάλιζε η οικειοθελής απόσυρσή του από την ηγεσία και η αμέριστη στήριξη από πλευράς του της νέας ηγεσίας), επειδή οι περιστάσεις και όχι οι ικανότητές του έφεραν στα χέρια του το όπλο του εκβιασμού. Ο τραγικός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας στέκεται μόνον με τις φτέρνες επάνω στο χείλος του γκρεμού και πιστεύει ότι αυτό θα υποχρεώσει όσους ψηφοφόρους έχουν συναίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων να τον προτιμήσουν – καθώς, βλέπετε, οι άλλοι έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό και συγκρατούνται ίσα ίσα από τις άκρες των δακτύλων τους...
Κάπως έτσι, οδηγούμεθα στην πόλωση του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή», προσωποποιούμενη στο δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας». Διότι –ας μην καλλιεργούμε ευσεβείς πόθους– ούτε ο χρόνος επαρκεί για τη σύμπηξη κεντρώου μεταρρυθμιστικού πόλου, αφού κατά πάσα πιθανότητα τη Δευτέρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να ορίζει υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή νέων εκλογών, ούτε οι άλλες εκδοχές της μετριοπάθειας, που υφίστανται σήμερα στο πολιτικό φάσμα, έχουν ελπίδες επιβίωσης. Θα συνθλιβούν από το βάρος των δύο πόλων. Συνοπτικά: Αμφιβάλλω αν Δημοκρατική Συμμαχία και Δράση θα συγκεντρώσουν από κοινού περισσότερες ψήφους απ’ όσες πήρε μόνος του ο Μάνος.
Το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Βενιζέλου και την εμπνευσμένη στρατηγική του «συγγνώμη που καταστρέψαμε τη χώρα, αλλά ψηφίστε μας για να σας σώσουμε», βρίσκεται σε διαδικασία συρρίκνωσης, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην εξάλειψη. Οσο για τη Δημοκρατική Αριστερά, αυτή διχάζεται έντονα στο εσωτερικό της μεταξύ ευρωπαϊστών και αντιμνημονιακών, με πιθανότερη συνέπεια οι πρώτοι να ενισχύσουν το ΠΑΣΟΚ (χωρίς όμως να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων για το άλλοτε κραταιό κόμμα της Κεντροαριστεράς) και οι δεύτεροι να απορροφηθούν στο ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Πάνω κάτω, αυτές τις σκέψεις συζητούσα με έναν καλό φίλο το πρωί της Παρασκευής, ώσπου πήραμε τον δρόμο για τις δουλειές μας. Καθ’ οδόν και προτού χωρίσουν οι δρόμοι μας, προσέξαμε στη βιτρίνα ενός καταστήματος με ανδρικά υποδήματα ένα τερατούργημα: τρίχρωμο (λευκό, καφέ και μπλε, αν έχετε τον θεό σας!) λουστρινένιο παπούτσι, με χοντρή λαστιχένια σόλα στα ίδια χρώματα. Προφανώς απευθυνόταν σε καταναλωτές των οποίων η βλακεία ήταν εξίσου τερατώδης με το γούστο του σχεδιαστή: προσφερόταν στα 660 ευρώ, παρακαλώ! Ξεκαρδισμένοι από τα γέλια, αναρωτηθήκαμε ποιος ηλίθιος θα έδινε ένα τέτοιο ποσόν γι’ αυτό το πράγμα, σε καιρούς όπως αυτοί που περνούμε.
Δεν χρειάστηκε να ψάξουμε σε ακτίνα μεγαλύτερη των είκοσι μέτρων για να τον βρούμε. Ηταν ένας νέος πολύ μοδάτος. Φορούσε στενό τιρκουάζ παντελόνι, διάστικτο με ακανόνιστου σχήματος λευκούς (ντιζαϊνάτους!) λεκέδες, το οποίο ανέβαινε μετά βίας ώς το εφήβαιο και είχε τη σχεδιαστική πρωτοτυπία να διαθέτει τσέπη σε μορφή μαρσίπου στο ύψος των γεννητικών οργάνων. Καθώς μάλιστα την είχε φορτωμένη με τσιγάρα, αναπτήρα, κλειδιά κ.ά. έδινε ο δύσμοιρος από μακριά την εντύπωση ασθενούς που υποφέρει από... ελεφαντίαση των όρχεων. Βέβαια, ο ίδιος είχε το αυτάρεσκο ύφος του ανθρώπου που νιώθει πολύ περήφανος για την εμφάνισή του· ίσως επειδή θα είχε σκάσει μερικά κατοστάρικα ευρώ γι’ αυτήν την ντιζαϊνάτη βλακεία.
Μπροστά στο θέαμα αυτό, ο νους μου πηγαίνει πίσω στον Πόρτερ, ο οποίος δημοσίευσε ένα δοκίμιο για την κατάσταση της Ελλάδας στο περιοδικό Collier’s τον Σεπτέμβριο του 1947. Ο τίτλος ήταν «Ζητείται: Ενα θαύμα για την Ελλάδα». Κοιτάζω μπροστά μου αυτόν τον γελοίο με το παρδαλό πανταλόνι και αναρωτιέμαι –από στιγμιαία απελπισία, θέλω να ελπίζω– αν αυτή η χώρα αξίζει τελικά ένα θαύμα...
σχόλια