Έφυγε χθες από τη ζωή ο Βασίλης Διοσκουρίδης. Εκδότης του "Εκηβόλου", λογοτέχνης, κριτικός, ηγετικό πνεύμα μιας λαμπρής λογοτεχνικής παρέας. Για όσους τον γνωρίζουν, τα δικά μου λόγια θα είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν αυτό που ήταν στ' αλήθεια. Το 2008, σε ένα επετειακό μας τεύχος, μίλησε στην Κατερίνα Ι. Ανέστη. Αυτά είναι τα λόγια του.
Η κατάσταση του μέσου αναγνώστη δεν είναι καλή. Δεν έχει στη διάθεσή του έναν καλό πλούτο λέξεων. Όταν βλέπει ότι το έντυπο που διαβάζει μπορεί να εκφράσει και την άποψη της άλλης όχθης, δυσανασχετεί. Από αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι στην ουσία ο αναγνώστης δεν χρειάζεται την εφημερίδα γιατί απορρίπτει το διάλογο.
Διαβάζω μόνο μια εφημερίδα την ημέρα, το «Βήμα». Μου δίνει πράγματα που μπορώ να σκεφτώ. Κυρίως είναι έγκυρο και καίριο. Γενικά, σήμερα είναι δύσκολο να μπορέσει να διαβάσει ο αναγνώστης ανάμεσα από τις γραμμές των κειμένων. Φταίει γι' αυτό ο φανατισμός - ίσως γι' αυτό να έχει το ημερήσιο «Βήμα» λίγους αναγνώστες.
Aπό τη LifO μαθαίνεις ουσιαστικά πράγματα. Διαστέλλω το ουσιαστικό πράγμα από την ενημέρωση. Η ενημέρωση φθείρει, η ουσία προσφέρει ένα είδος συναδέλφωσης έστω και αν διαφωνείς. Όταν είναι η διαφωνία ζωηρή βρίσκεις ότι αυτό με το οποίο διαφωνείς έχει ζωτικό ενδιαφέρον. Ο Νίτσε έλεγε ότι ο ένας είναι άδικος, με τους δυο αρχίζει ο διάλογος.
Γενικά ο Έλληνας νιώθει δυσφορία για το «άλλο». Αυτό είναι γέννημα της κακής πνευματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται αυτή την εποχή. Διαθέτει χαμηλό σκαλοπάτι διανοητικότητας. Το βλέπουμε σε πολλές εκφάνσεις αυτού του λαού. Θα μείνω σε ένα: Ο σύγχρονος Έλληνας είναι ρατσιστής. Γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο ξενοφοβικός. Το ρατσισμό τον εννοώ στην ευρύτερή του έννοια, όχι μόνο προς τους ξένους αλλά και προς το διαφορετικό.
Δεν διδάχτηκε ο Έλληνας το ιδεώδες του αντιρατσισμού, δεν διδάχθηκε το διάλογο. Αυτή η έλλειψη τον οδήγησε σε μια κατάσταση που, να με συγχωρείτε γι' αυτό που θα πω, μόνο μια μεγάλη εθνική και άξαφνη συμφορά θα μπορούσε να τον συνεφέρει. Όταν λέω εθνική συμφορά εννοώ να πάρουν, λόγου χάρη, σε μια νύχτα οι Τούρκοι τη Λέσβο.
Αυτήν τη στιγμή ο Έλληνας δεν ξέρει τι θέλει και τι είναι. Βρίσκεται σε μόνιμη σύγχυση και σύγκρουση. Αυτό όμως είναι ένα καλό πεδίο για να βλαστήσουν σημαντικοί λογοτέχνες. Ποτέ εποχές ειρήνης δεν γέννησαν λογοτέχνες σημαντικούς. Γιατί ο λογοτέχνης ζει από τη σύγκρουση του έξω περιβάλλοντος με το μέσα και προσπαθεί να βρει μια τάξη, ώστε να δημιουργήσει ένα σύμπαν αξιών ιεραρχούμενων. Χωρίς την ιεραρχία αξιών η λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει.
Ένα τέτοιο πεδίο άνθησης της λογοτεχνίας ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος.Τα άνθη τα φιλολογικά του Εμφυλίου είναι ακόμη παντοδύναμα. Σκεφτείτε λόγου χάρη τον Χατζή.
Πολλοί στην ιστορία της λογοτεχνίας εργάζονται για να βγει ο ένας. Ο ένας παίρνει από τους δίπλα του πράγματα, τα συνενώνει και αναδεικνύεται σε εμβληματική μορφή. Με αυτό τον τρόπο σέρνει μαζί του τους ελάσσονες που χωρίς αυτόν δεν θα ήταν τίποτε.
Υπάρχουν σημαντικά νέα κείμενα, δεν ξέρω όμως πόσα από αυτά θα μείνουν. Μην ξεχνάτε ότι ο Καπετανάκης έγραψε μόνο 13 ποιήματα και έμειναν όλα, ο Παπαδίτσας έγραψε πάρα πολλά και κατά τη γνώμη μου έχει μείνει ένα, αυτό το θαυμάσιο «Στης Λητώς τα ανηφόρια».
Το παίδεμα στην ποίηση, στην πεζογραφία και στο λογοτεχνικό δοκίμιο είναι ατελείωτο. Ειδεμή, δεν θα στύψεις κάτι χωρίς πολλά υγρά. Γιατί πρέπει να μην έχουν πολλά υγρά. Να είναι ξερικά, αιχμηρά. Να είναι κόκαλο και όχι σάρκα.
Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο.
Θα σας συνιστούσα να διαβάσετε μια συλλογή που βγήκε τελευταία τοΣωσίβιο, από έναν κύριο νεαρό που μόλις τώρα έβγαλε ποιητική συλλογή. Έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί. Λέγεται Παναγιώτης Ιωαννίδης.
Ίσως δεν ήρθε ακόμα ο κατάλληλος καιρός για να δημιουργηθούν βιβλία που θα σημαδέψουν τους αναγνώστες. Αυτό που λέει ο Πίνδαρος «ο άριστος καιρός» και αυτό που πάρα πολύ ωραία σαν να μεταφράζει ο Σολομός «και η φύσις βρήκε την καλή και τη γλυκιά της ώρα». Όταν έρθει αυτή η ώρα μην ανησυχείτε καθόλου, θα τον δείτε μπροστά σας.
Με έχουν σημαδέψει ο Σεφέρης, ο Μακρυγιάννης, μερικά κομμάτια του Ιωάννου, κάποια ποιήματα του Χριστανόπουλου, κάποια κομμάτια του Αναγνωστάκη, ο Βιζυηνός, ο Μιχαήλ Μητσάκης, αρκετά κομμάτια του Παπαδιαμάντη. Και ο Σταντάλ.
Η ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι να διαβάζει διαρκώς. Από μια στιγμή και μετά καταρρέει η δίψα του διαβάσματος και αν συνεχίσει να διαβάζει, ψεύτικα διαβάζει. Σιγά σιγά κλείνετε στον εαυτό του και αναμυρικάζει αυτά που έχει διαβάσει και δει. Αξιολογεί. Ως ένα σημείο δηλαδή ένας άνθρωπος μπορεί να ασχολείται με αγάπες του. Μετά αρχίζει και κλείνεται στον εαυτό του.
Ρεύματα, κινήματα, που να έχουν ένα σκοπό και ένα στόχο δεν υπάρχουν και είναι δύσκολο να δημιουργηθούν σήμερα γιατί βρισκόμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Όλα νοθεύονται ώσπου και αυτά, ίσως, με τη σειρά τους να δημιουργήσουν ένα σύμπαν ομοιογενές.
Ζούμε στην εποχή των συγκεχυμένων γραμμών. Τίποτα δεν με φοβίζει σε αυτήν, γιατί ο άνθρωπος σε συνδυασμό με την εποχή του έχει τη δυνατότητα να βγαίνει από αδιέξοδα, δημιουργώντας ίσως για λίγο μια λαμπερή εποχή που δεν θα κρατήσει πολύ όμως. Θα ξαναπέσει στην σύγχυση.
Βρίσκω εκκεντρική την εικόνα του κουρασμένου, του μπλαζέ. Είτε στο γράψιμο, είτε στην κοινωνική ζωή.
Η Αθήνα μου φαίνεται τριτοκοσμική, όπως τριτοκοσμικοί μου φαίνονται όσοι την χαρακτηρίζουν «μητρόπολη».
Αν περπατήσεις με ένα βήμα ήσυχο και ξένοιαστο όλη την οδό Αδριανού, σε κάποια στιγμή προς το τέλος της (αν τον αρχίσουμε από την πλατεία Αγίας Αικατερίνης) θα σε πληγώσει άσχημα. Θα αισθανθείς απέχθεια. Είναι τα πάρα πολλά καταστήματα που έχουν δημιουργηθεί προς τα κάτω και που λαβώνουν αυτόν που ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους στον κόσμο. Αν αυτό το πολλαπλασιάσετε και το επεκτείνετε σε όλη την Αθήνα, παρόμοια συναισθήματα θα γεννηθούν. Η πόλη δεν προσφέρει πλέον κάτι βασικό στον κάτοικό της: δεν τον μορφώνει.
Οι μετανάστες έχουν κουβαλήσει έναν νέο αέρα στην πόλη. Έχουν κουβαλήσει μαζί τους τα πρόσωπά τους, που είναι πιο ζωντανά απ' ό,τι των Αθηναίων. Όμως ο τόπος αυτός έχει ανέκαθεν ένα χαρακτηριστικό, να απορροφά και να κάνει τον άλλο να συγχωνεύεται μαζί της. Όταν φτάσει σε αυτό το σημείο, δεν θα μου αρέσει και πολύ αυτό.
σχόλια