του Δημήτρη Αθηνάκη
Από το 2010 κι έπειτα, όλα έχουν αλλάξει· εντάξει, δεν έχω ανακαλύψει την Αμερική, αλλά όλα τα κείμενα κάπως πρέπει ν’ αρχίζουν, έτσι δεν είναι; Στις 11 Φλεβάρη του 2010, για να ξεκινήσουμε, παρουσιάστηκα στο Ναυτικό. Δύο υπέροχες βδομάδες στον Πόρο ― ήδη βαρέθηκα, και μόνο με την αναφορά στη θητεία. Βγαίνοντας όμως, η βενζίνη ήταν ήδη είκοσι λεπτά ακριβότερη. Μέσα σε δυο βδομάδες! Πού να φανταζόμουν πως αυτό αποτελούσε τον προπομπό όσων επακολούθησαν ώς σήμερα.
[ «Αν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει...» ]
...και πήγε. Επόμενη στάση: Πληρωμών. Φυσικά, κάθε παρόμοια λαίλαπα χτυπάει εκεί, στα φράγκα. Σπάνια χτυπάει κατευθείαν, ας πούμε, στη συναισθηματική νοημοσύνη ― αυτή έρχεται μετά, μη βιάζεστε. Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι η απομάκρυνση από το ταμείο θα μπορούσε να είναι τόσο κυριολεκτική και τόσο βασανιστικά μόνιμη. Μέσα σε δύο χρόνια λοιπόν, κανείς δεν απομακρύνεται από κανένα ταμείο, γιατί απλούστατα κανείς δεν πλησιάζει κανένα ταμείο. (Παρακαλώ, δεχτείτε το «κανείς» καταχρηστικά ― εξυπηρετεί τον μελοδραματισμό του κειμένου.) Κατά καιρούς βέβαια, δεν υπάρχουν καν ταμεία για να πλησιάσεις, ώστε κατόπιν να απομακρυνθείς. Όσο για τα λάθη...
...μέσα σε δύο χρόνια, μόνο λάθη αναγνωρίζονται. Λάθη ετών, λάθη που εν γένει αποδείχτηκαν μοιραία· λάθη, που κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει τις συνέπειές τους. (Μη συγχύζεστε θ’ αυτομαστιγωθώ μέχρις ενός ορίου.) Το περιώνυμο σύνδρομο της Κατοχής αποδείχτηκε ένα από τα πιο «επανερχόμενα» σύνδρομα αυτής της εποχής. Προ 2010, το σύνδρομο της Κατοχής εκτεινόταν στην εκχυδαϊσμένη αγορά εν πολλοίς άχρηστων πραγμάτων ― οι γνωστές μας μαλακίες. Μετά το 2010, το σύνδρομο της Κατοχής περιοριζόταν στην επίμονη συγκέντρωση λαθών και στη μέσες-άκρες αδυναμία ανταπόκρισης στις βασικές μας ανάγκες.
Δεν προλάβαμε; Δεν ξέραμε; Δεν πιστέψαμε ότι θα βρεθούμε εδώ που βρεθήκαμε; Δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Υποψιάζομαι ότι ο ―επίπλαστος τελικά― παράδεισος μιας χώρας που σταμάτησε εδώ και χρόνια να παράγει αγαθά, αλλά ξεσκίστηκε να προσφέρει υπηρεσίες, οδήγησε σε μια ωραιότατη, απτή και προσώρας ανεπίστροφη κόλαση. Υπερβολές, θα πει κάποιος. Ίσως· χριστιανοκαθολικά σκεπτόμενος, υπάρχει και το πουργατόριο. Είμαστε όμως σ’ αυτό το στάδιο;
[ Καθαρίστε, μας έλεγαν ]
Πιθανόν λοιπόν, είμαστε σ’ αυτό το στάδιο· στο ενδιάμεσο στάδιο πριν από την κόλαση ή πριν από τον παράδεισο. Εδώ, ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, το οποίο δεν μας άξιζε, δεν μας ανήκε, δεν του δώσαμε σημασία, δεν το πιστέψαμε όσο έπρεπε, θα καθαριστεί και θα χαθεί διά παντός στη γνωστή ώς τα τώρα μορφή του· πιθανολογώ, θα πάρει αργότερα μιαν άλλη. Όταν περαιωθεί αυτός ο καθαρμός, θ’ αναμετρηθούμε με τ’ απομείναντα. Προφανώς...
...δεν είναι εύκολη δουλειά. Είναι όμως αναγκαστική, έξω από μας, έξω απ’ τις δυνατότητές μας. Θ’ αποκαθαρθούμε θέλοντας και μη. Γιατί όμως; Μάλλον, γιατί η καθημερινότητά μας περιέπεσε στα όρια του ενστικτώδους. Ακόμη κι αν η μετά 2010 εποχή δεν μας αγγίζει ως ολοκληρωτική λαίλαπα, αγγίζει σίγουρα κάποιον από τους γύρω μας. Κι όταν κάτι περιπίπτει στα όρια του ενστικτώδους, χάνονται διαμιάς όλα τα στρώματα κουλτούρας και ευρύτερου περιβάλλοντος, που έχουμε, μετά κόπων ή όχι, αποκτήσει ― χάνεται παν επίκτητον. Ε, και λοιπόν;
[ Με τα κλισέ συνεννοούμαστε καλύτερα ]
Οι καθρέφτες δεν υπήρξαν ποτέ τρομακτικότεροι, όσο μου επιτρέπουν τα σχεδόν 31 μου χρόνια να πω. Κοιταζόμαστε, αλλά δεν βλεπόμαστε. Βλέπουμε, αλλά δεν κοιτάμε. Κι όμως· το να ’ρχεσαι αντιμέτωπος με ό,τι δεν γνώριζες είναι σπουδαίο μάθημα. Ένα μάθημα που εντείνεται όταν έρχεσαι αντιμέτωπος και με τους άλλους που έχουν ήδη έρθει αντιμέτωποι με τα ίδια και τα όμοια κ.ο.κ. Φαύλος κύκλος, αλλά με μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Βέβαια, κάποιοι δεν περίμεναν τη μετά 2010 εποχή για ν’ απλώσουν ολοκάθαρα τον αληθινό τους εαυτό ενώπιον εαυτού και αλλήλων. (Μην το παίρνετε στραβά· δεν μιλώ μόνο για τα αιώνια και ανεξάρτητα ζωντόβολα.) Δύσκολα ωστόσο μπορεί κάποιος ν’ αρνηθεί πως η λαίλαπα αυτή δεν μας έκανε, από τη μια, βαρετούς ―ως περιφερόμενη μιζέρια ― αλλά και, από την άλλη, πολύ ενδιαφέροντες ― αναφορικά τις άμυνες που έχουμε αναπτύξει εντωμεταξύ. Βράζουμε λίγο-πολύ στο ίδιο καζάνι, που άλλοτε θυμώνει και άλλοτε ξεχνιέται· ποτέ όμως δεν μας αγαπά...
...η αγάπη επαφίεται σ’ εμάς.
[ Μ’ ένα βρισίδι ξεχνιέμαι ]
Η αναδίπλωση στον εαυτό μας, η ομφαλοσκοπική ομφαλοσκόπηση, προκειμένου να δούμε και να βρούμε τι έφταιξε, αφενός δεν οδηγεί πάντα στα σωστά συμπεράσματα και αφετέρου δεν μας αναγκάζει πάντα να βρούμε λύσεις. Μερικά χούγια δεν καθαρίζονται εύκολα από πάνω μας, έτσι δεν είναι;
Μάλλον, έτσι είναι. «Μάλλον», και αυτή είναι οριστική απάντηση εκ μέρους μου. Ωστόσο, ψάχνουμε παντού φαντάσματα. Βρίσκουμε εύκολες λύσεις, τις ανάγουμε σε ανυπέρβλητα σενάρια και παίζουμε τους ρόλους μας. Καταρρέουμε από μέρα σε μέρα, βυθιζόμαστε στο καινούργιο ψέμα που δημιουργούμε, γιατί, φαντάζομαι, το αληθινό που μας πετιέται στα μούτρα δεν μας αρέσει ή μήπως...
...δεν μας εξυπηρετεί η μια κάποια αλήθεια; Ενδεχομένως, είναι δύσκολες οι λύσεις, είναι δύσκαμπτες οι αντιδράσεις μας, οι δυνατότητές μας. Είμαστε εντούτοις ακόμα εδώ.
[ Να τα λέμε αυτά! ]
Αναζωογόνηση ― γιατί είμαστε άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τους δικούς τους και τους άλλους. Γιατί, που να μας πάρει και να μας σηκώσει, έστω και ενστικτωδώς μπορούμε πια να φιλτράρουμε, να εκτιμήσουμε, ν’ αποφασίσουμε για εμάς σε σχέση με τους άλλους, του καινούργιους άλλους, τους παλιούς, τους πάντοτε. Κι αυτό δεν είναι λίγο, νομίζω...
...γιατί μπορούμε ακόμα να πονάμε παρέα, να πεινάμε παρέα, να διψάμε ή να χορταίνουμε παρέα. Λιγότεροι ή περισσότεροι, λίγη σημασία έχει. Από ’δώ και πέρα όμως, θα είμαστε μόνον ενστικτωδώς αληθινοί όσοι περισσέψουμε. Όσοι κι αν μείνουμε μαζί, όσοι άνθρωποι κι αν μείνουν μαζί, θα περνάνε όμορφα στο εξής, αληθινά, ξεγυμνωμένοι πια από θεωρίες, ευκολίες και πιστωτικές κάρτες.
Αυτοί που δεν θα το προλάβουμε αυτό, θα είμαστε και αυτοί που θα έχουμε χάσει τον κόσμο και πριν απ’ το πουργατόριο και ύστερα απ’ αυτό. Διπλά χαμένοι, διπλά μόνοι...
...κι αυτό το «διπλά» θα γίνει ―ή έχει κιόλας γίνει― ένα καινούργιο, ολόφρεσκο και μοναδικό «δίπλα».
[ Προσπαθώντας να φτάσω στο τέλος ]
Ούτε που ξέρω γιατί το ’γραψα αυτό το κείμενο. Σχεδόν δεν ξέρω τι είπα και πόση σημασία έχει, είτε για μένα είτε για οποιονδήποτε άλλον. Τη μετά 2010 εποχή θα μπορέσουμε, νομίζω, να την εκτιμήσουμε όταν κουραστούμε να τη φοβόμαστε.
Προς το παρόν, είμαστε μέλη ενός work-in-progress. Όπου κι αν μας πάει, εύχομαι απλώς να είναι ωραία ― τόσο ωραία όσο η επιστροφή μας στα σπίτια εκείνων που δεν χάθηκαν ποτέ από δίπλα μας, διπλά τώρα πια.
σχόλια