Αυτή η ιστορία μοιάζει με παραμύθι. Ένας Βέλγος επιμελητής τέχνης, κορυφαίος και περιζήτητος στον τομέα του πάει στο Βερολίνο για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του ιστορικού θεάτρου Volksbühne, ενός θεάτρου 125 ετών που ακόμα και σήμερα κρατά τα σκήπτρα της πρωτοπορίας της βερολινέζικης και διεθνούς θεατρικής σκηνής. Το θέατρο διευθύνει από το 1992 ο Φρανκ Κάστορφ, γνωστός για τις αιρετικές, αλλά και βαθιά πολιτικές και ρηξικέλευθες απόψεις του για τη σύνδεση του θεάτρου με την τέχνη και την κοινωνία. Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των άλλων θεάτρων στο Βερολίνο κοιτάζουν με μισό μάτι την μετακίνηση.
Αν διαβάσετε τις δηλώσεις τους θα καταλάβετε. Όλοι λένε «τι γυρεύει ένας επιμελητής τέχνης στο θέατρο;». Αλλά όχι μόνο αυτό: επικαλούνται την ιστορία και την παράδοση της Volksbühne. Η οποία παράδοση ως γνωστόν είναι στο να κάνει όσο πιο ανοιχτές και διαφορετικές αναγνώσεις έργων γίνεται. Υπάρχουν έργα και καταπληκτικές παραστάσεις στις οποίες με τη βία μπορείς να αναγνωρίσεις μια αράδα από το κείμενο. Αν διαβάσετε κάτω από τις γραμμές, η πραγματικότητα είναι λίγο ζόρικη για τα θέατρα στο Βερολίνο. Αναζητούν την νέα τους ταυτότητα και η άφιξη του Ντερκόν θα τους ξεκουνήσει, θα τους υποχρεώσει να σκεφτούν την επανεφεύρεση της πρωτοπορίας που τους συντηρεί πια επί δεκαετίες. Πράγμα καθόλου βολικό γιατί θα σημάνει και μερικές αποχωρήσεις των πιο «ηλικιωμένων» άλλοτε τρομερών παιδιών του γερμανικού θεάτρου. Ίσως να σημάνει και την επανασυγκρότηση των θεάτρων σε έμψυχο δυναμικό, τη διάλυση και επανασυγκρότηση των συνόλων και μη νομίζετε ότι η γερμανική δημοσιοϋπαλληλία στο θέατρο δεν είναι ισχυρή.
Αν ο Ντερκόν έχει βάλει το ίδιο στοίχημα που είχε βάλει και ο Κάστορφ το 1992, «Η θα μας μάθουν σε τρία χρόνια ή θα πεθάνουμε», και πετύχει, το σκηνικό της τέχνης θα έχει μεταμορφωθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ένας οργανισμός δε θα είναι πια ένα μαγαζί διαδοχών, διαδόχων, κλειστό στις συντεχνίες. Οι θέσεις θα καταλαμβάνονται από τους οξυδερκείς, τους ευαίσθητους στην τέχνη, τους οραματικούς. Θα έρθει ίσως η ώρα που οι άνθρωποι με την αρετή να αντιμετωπίζουν την τέχνη ανοιχτά και σε σύνδεση με το νέο και το παράδοξο, το βαθιά οραματικό και το δημοφιλές θα είναι οι νέοι πρωταγωνιστές.
O διευθυντής της Tate Modern Κρις Ντερκόν, αφήνει την Tate και ετοιμάζεται για το πιο παράτολμο για πολλούς βήμα της καριέρας του. Η φυσική συνέχεια της επαγγελματικής του πορείας θα ήταν να αναλάβει τη διεύθυνση κάποιου μεγάλου μουσείου. Όμως όχι. Δύσκολα θα μπορούσε να μαντέψει κανείς το επόμενο βήμα του. Θα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου Volksbühne στο Βερολίνο.
Ο Βέλγος επιμελητής, του οποίου το όνομα θα ανακοινωθεί την Παρασκευή, από το Βερολίνο, είναι ο δεύτερος μετά τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, -του οποίου η θητεία λήγει τον Δεκέμβριο του 2015 και θα αναλάβει επιτελικό ρόλο στο νέο κέντρο τεχνών του Βερολίνου Humboldt-Forum-, που επιχειρεί μια προς ανατολάς έξοδο.Ο Ντερκόν θα πάρει τη σκυτάλη από τον Φρανκ Κάστορφ, θρυλικό διευθυντή και ανανεωτή της Volksbühne, την οποία διευθύνει από το 1992.
Η Tate μέσα σε μια διετία χάνει δυο στελέχη της. Εκτός από τον Ντεκόν, τον Μάρτιο ανακοινώθηκε ότι και η Πενέλοπε Κέρτις, διευθύντρια της Tate Britain, αναχωρεί για να αναλάβει το μουσείο Calouste Gulbenkian στη Λισαβώνα. Ο σερ Νίκολας Σερότα, το μεγάλο «αφεντικό της Tate, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Ντερκόν. « Ο Ντερκόν βοήθησε να ανοιχτεί η Tate Modern στον ευρύτερο κόσμο, σε διαφορετικά ακροατήρια μέσω της υποστήριξης που παρείχε με τα διεθνή του προγράμματα, που συμπεριελάμβαναν τη φωτογραφία, τις παραστάσεις και τις ταινίες. Ανυπομονούμε να συνεργαστούμε μαζί του για το άνοιγμα της νέας Tate Modern και μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του στο Βερολίνο, το 2017».
Η Volksbuhne, με τους συμβολισμούς και τα 125 της χρόνια, είναι ένα θέατρο που εξακολουθεί να καταρρίπτει τις επιδόσεις του, να επιβιώνει μέσα από αλληλοαναιρούμενες καταστάσεις, να ξεγλιστράει από το κοινότοπο και τον κίνδυνο της μικροαστικής σκέψης.
Ο Ντερκόν έχει κάνει σπουδές ιστορίας της τέχνης και σπουδές θεάτρου και δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για την καλλιτεχνική ζωντάνια του Βερολίνου. Το γεγονός ότι παραμένει στην Tate Modern μέχρι το 2017 και επιμελείται μια μεγάλη έκθεση μέσα στο ίδιο έτος ενώ θα συνεχίσει να επιβλέπει τις εργασίες επίβλεψης του μουσείου που αναμένεται να ανοίξει το 2016, υποδηλώνει ότι η αναχώρησή του γίνεται σε φιλικό κλίμα. Κάτι εντελώς αντίθετο από την αποχώρηση της Κέρτις της οποίας η πενταετής θητεία ήταν πολύ ταραχώδης και πολύ λιγότερο διασκεδαστική από την τετραετή του Ντερκόν στην Tate Modern. Οικονομικά η Κέρτις τα πήγε περίφημα, αλλά το εκθεσιακό της πρόγραμμα επικρίθηκε έντονα με αποκορύφωμα το δημοσίευμα του κριτικού των Sunday Times, Waldemar Januszczak, ο οποίος την αποκαλούσε «σκέτη καταστροφή που πρέπει να φύγει». Η επέκταση της Tate, η Tate Tanks, η διαμόρφωση των υπόγειων δεξαμενών σε χώρο αφιερωμένο στα live, τις περφόρμανς, τις εγκαταστάσεις και τον κινηματογράφο, είναι η επόμενη φάση στην εξέλιξή της. Είναι κάτι που ο Ντέρκον υποστηρίζει και γνωρίζει καλά, έχει κάνει με επιτυχία και ίσως είναι αυτό που τον έφερε στην πρώτη θέση ανάμεσα στους υποψήφιους για την διεύθυνση της Volksbühne.
Όμως ο διορισμός κάποιου κορυφαίου μεν στον τομέα του, στις εικαστικές τέχνες, αλλά όχι στο θέατρο, δεν είναι ευπρόσδεκτη από όλους. Πρώτος άνοιξε το στόμα του ο 78χρονος διευθυντής του Berliner Ensemble, Κλάους Πέυμαν και άλλοτε τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου.
«Ο Κρις Ντερκόν είναι καταπληκτικός για την Tate Modern, αλλά μια εντελώς λανθασμένη επιλογή για την Volksbühne. Δε χρειαζόμαστε επιμελητές ούτε project developers. Στην Die Welt, ο Manuel Brug αναρωτιέται: «Δεν έχω τίποτα εναντίον του Ντεκόν, είναι ωραίος τύπος, λαμπερός αλλά με πνευματικότητα, σύγχρονος και αξιόπιστος, αλλά τι δουλειά έχει να «τρέχει» ένα θέατρο; Το Βερολίνο έχει ήδη άφθονους μοδάτους επιμελητές». Η ανακοίνωση ότι ο Chris Ντερκόν θα αναλάβει την ηγετική θέση στη Volksbühne, έχει διχάσει στην πραγματικότητα τον κόσμο του Βερολίνου. Δίπλα στις αρνητικές κριτικές και την καχυποψία, κάποιοι μιλούν για θρίαμβο. Ο Ντερκόν χαρακτήρισε πρόσφατα το Βερολίνο ως τη «νέα πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης». Αλλά θα γίνει μέρος ενός πλούσιου και ζωντανού θεατρικού τοπίου σε μια εποχή με μεγάλα ερωτήματα για το μέλλον του.
Οι σκεπτικιστές φοβούνται ότι η Volksbühne, θα αποκοπεί από τον «κλασικό της ρόλο» και θα κάνει θεάματα μαζικά, για το κέρδος και λιγότερο πειραματικά. Η Yvonne Büdenhölzer, επικεφαλής του Berliner Theatertreffen, ένός από τα πιο γνωστά φεστιβάλ θεάτρου στο γερμανόφωνο κόσμο, είπε, ότι ενώ εκτιμά το έργο του Ντερκόν αναρωτιέται κατά πόσο ένας επιμελητής έχει θέση στο θέατρο. «Είναι σίγουρα ένας άνθρωπος που έχει νέες ιδέες. Αλλά είμαι επιφυλακτική στο κατά πόσο ταιριάζει στην Volksbühne που έχει τις ρίζες της στο θέατρο ρεπερτορίου». Μόνο ένας δεν ανησυχεί για την «άλωση του θεάτρου» από τους επιμελητές: Ο Τόμας Όστερμάγιερ, καλλιτεχνικός διευθυντής της Schaubühne. Δήλωσε ότι «δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να κάνουμε εικασίες σχετικές με την καταλληλότητα του Ντερκόν, κι εγώ για δικούς μου λόγους προτιμώ έναν επιμελητή. Το βλέπω μόνο θετικά γιατί αυτή τη στιγμή προσπαθώ να εργάζομαι στο ίδιο επίπεδο με τη Volksbühne και σε ανταγωνισμό με άλλες σημαντικές σκηνές της πόλης».
Ο Ντερκόν δε είναι κάτι νέο για τη Γερμανία. Πριν την ένταξή του στην Tate Modern ήταν στο πηδάλιο του Haus der Kunst, στο Μόναχο και κέρδισε πολλούς επαίνους για τη διάσωσή του από την κατάρα του χιτλερικού του παρελθόντος. Συνέδεσε την τέχνη με την αρχιτεκτονική, τη μόδα και τον κινηματογράφο. Όταν έφυγε η Süddeutsche Zeitung έγραψε: «Ακτινοβολεί μια εντελώς φυσική ευκολία», κάνοντας όλους γύρω του πιο χαλαρούς και ευέλικτους».
Ο πενηντάχρονος δήμαρχος του Βερολίνου Michael Müller, ανακοινώνοντας την αποχώρηση του Κάστορφ από το τιμόνι του ιστορικού θεάτρου του Βερολίνου, δήλωσε ότι η επιλογή του Ντερκόν έγινε «με γνώμονα την εμπειρία και την ικανότητά του να κάνει συνδέσεις ανάμεσα στις τέχνες με τρόπο ευφυή, πράγμα εξαιρετικά πολύτιμο σε μια πόλη που εξακολουθεί να προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της. Ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι το έργο της Volksbühne, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο, μετά από 25 χρόνια επιτυχημένης εργασίας του Κάστορφ, είναι επίσης σημαντικό να γίνει ένα νέο ξεκίνημα». Πρόσθεσε ότι «η Volksbühne, είναι γνωστή για το "άνοιγμα σε νέα πράγματα", συμπεριλαμβανομένης και της έννοιας «των διαφορετικών εκφράσεων και ειδών και του τρόπου με τον οποίο μπορούν να συνδυαστούν". Ο Müller κατεύνασε του φόβους για το ότι στο μέλλον στο θέατρο θα γίνονται μόνο μετακλήσεις θιάσων και τόνισε ότι θα διατηρηθεί το στάτους του θεάτρου συνόλου και ρεπερτορίου και ανακοίνωσε την αύξηση της επιχορήγησης του θεάτρου από 5 σε 22 εκ. ευρώ, ένα σενάριο που φαντάζει ονειρεμένο, σε κάθε ευρωπαϊκή πολιτιστική σκηνή. Ανάμεσα στα σχέδια που ανακοίνωσε είναι και η χρήση του πρώην αεροδρομίου Tempelhof, ως σκηνή της Volksbühne.
Προς το παρόν η Volksbühne συνεχίζει με τον αειθαλή Κάστορφ. Οι παραστάσεις του είναι κάθε φορά απρόβλεπτες, αιρετικές, βρώμικες και αποσπασματικές, δραματικά μεγάλες, εξ ου και το παρατσούκλι του «Σκηνοθέτης της θεατρικής βραδιάς που δεν τελειώνει ποτέ». Τα έργα που διαλέγει είναι πάντα αιχμηρά, πολιτικά, βγάζουν τη γλώσσα στο κατεστημένο. Ο Κάστορφ δεν έχει ποτέ προτιμήσει μεσαίες λύσεις που ευχαριστούν το κοινό. Ίσως με τον Ντερκόν να ανησυχεί λιγότερο από όλους τους υπόλοιπους.
Η Volksbühne, με τους συμβολισμούς και τα 125 της χρόνια, είναι ένα θέατρο που εξακολουθεί να καταρρίπτει τις επιδόσεις του, να επιβιώνει μέσα από αλληλοαναιρούμενες καταστάσεις, να ξεγλιστράει από το κοινότοπο και τον κίνδυνο της μικροαστικής σκέψης. Ένα θέατρο που δοκιμάζει την αντοχή του υλικού του στο χρόνο, και σε κάνει να αναρωτιέσαι πως διαφεύγει αυτό το σύμβολο της ιστορίας του γερμανικού θεάτρου, από τον κίνδυνο να γίνει μουσείο.
«Η απάντηση», λέει ο Κάστορφ, «είναι απλή γιατί είναι ρεαλιστική. Πετυχαίνεις, όταν καταφέρνεις να εκφράσεις με καλλιτεχνικά μέσα και τους κατάλληλους ανθρώπους την εποχή, το δρόμο, αυτή τη χώρα. Οι αυτάρκεις, οι απομονωμένοι κόσμοι των δημιουργών, μου είναι ξένοι. Εμένα με αγγίζουν τα πανηγύρια, εκεί που η τέχνη συναντά το δρόμο, την πολιτική. Σε περίπτωση ανάγκης, κοιτάς στο δρόμο να δεις τι γίνεται αυτή τη στιγμή κι έτσι δεν είσαι πια τόσο τρωτός, γιατί δεν κάνεις τέχνη μόνο αλλά και πολιτική. Τα δικά μου εκλεκτικιστικά πρότυπα, έτσι προκύπτουν. Και μου δίνει πάντα ελπίδα το γεγονός, ότι υπάρχουν άνθρωποι με συγγενείς ανησυχίες».
Volksbühne - Η ιστορία ενός μεγάλου θεάτρου 125 ετών
Το σιδερένιο ανθρωπάκι είναι το μόνο ακίνητο στο γκαζόν της πλατείας Ρόζα Λούξεμπουργκ, μπροστά στην είσοδο του θεάτρου Volksbuhne με τις επιβλητικές ογκώδεις κολόνες της αρχιτεκτονικής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Στην καρδιά του Βερολίνου, η γαλάζια νέον επιγραφή OST, στην ταράτσα του κτιρίου του Οσκαρ Κάουφμαν, γλύφει τα σύννεφα της ενοποιημένης Γερμανίας, υπενθυμίζοντας σε όλους τον προσανατολισμό της πόλης.
Και μέσα στο κτίριο, στα μαλακά μπεζ νερένια μάρμαρα του 60, κυκλοφορούν ανέπαφα, τα τρυφερά ανατολικά φαντάσματα που κρύβονται ντροπαλά στο κόκκινο και το πράσινο σαλόνι στο άσπρο και το μαύρο φουαγέ, στον τρίτο όροφο και κάτω από τον γυάλινο θόλο, για να παρατηρήσουν το ετερόκλητο πλήθος που φτάνει εδώ, σε αυτό το θέατρο που βάζει σταθερά και διαρκώς τους πιο παράδοξους στόχους: να δημιουργεί όρια για να τα καταρρίψει, να είναι ελιτίστικο και λαϊκό, εκκεντρικό και μαζικό, να μπορεί να ανατρέπει διαρκώς την παράδοση και να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της καταγωγής του.
Η ιδέα της Volksbuhne, είναι πολύ παλιά, από το 1890, όταν μια εργατική επιτροπή έφτιαξε ένα θέατρο για το λαό με φτηνό εισιτήριο. Αυτό το «δημοκρατικό» θέατρο, -ένα από τα πρώτα της Ευρώπης χωρίς θεωρεία-, χτίστηκε στη σημερινή του θέση, το 1914, και επηρεάστηκε όσο κανένα άλλο από την ταραγμένη και βίαιη ιστορία της πόλης που το δημιούργησε. Την δεκαετία του 20, ο πρώτος διεθνώς γνωστός διευθυντής του, Έργουιν Πισκάτορ, το οδηγεί στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας, θεμελιώνοντας χρήσεις που ακόμα και σήμερα θεωρείται καινοτόμες. Αξιοποιεί όλους τους χώρους του θεάτρου, πειραματίζεται με τα multimedia, κάνει δρώμενα στον υπαίθριο χώρο. Ο Πισκάτορ, στην περίοδο του ναζισμού εκδιώκεται, καταφεύγει στην Αμερική, και εκεί οργανώνει ένα από τα διασημότερα στούντιος της Νέας Υόρκης με βοηθό τον Λι Στράσμπεργκ και μαθητές τους Τεννεσσί Ουίλλιαμς, Αρθουρ Μιλερ, Τόνι Κέρτις, Μάρλον Μπράντο. Όσο η Γερμανία βυθίζεται στον ναζισμό, το θέατρο αποκτά εθνικοσοσιαλιστική διεύθυνση. Κρατά την επαναστατική, κριτική ματιά του, μέχρι το 1939, που διαλύεται με τη βία και διευθύνεται από το γραφείο του Ραϊχ για τη λαϊκή προπαγάνδα.
Το 1943 βομβαρδίζεται. Η δράση του μεταφέρεται στο Μπερλινέρ Ανσάμπλ μέχρι το 1954, που ανοίγει ξανά με διευθυντή τον Ελβετό Μπένο Μπεσσόν, πνευματικό παιδί του Μπρεχτ και σκηνοθέτη του Μπερλίνερ Ανσαμπλ. Η Volksbuhne βρίσκεται πια στην Ανατολική πλευρά του Τείχους και συστήνει στην Ευρώπη τον Μάνφρεντ Κάργκε, τον Ματίας Λάγκχοφ, τη σειρά των μεγάλων ανατολικογερμανών σκηνοθετών. Το 1978, ο Μπεσόν πέφτει σε δυσμένεια επειδή προωθούσε τον Χάινερ Μύλλερ, η λογοκρισία θριαμβεύει και η Volksbuhne μπαίνει στην τροχιά της φθίνουσας πορείας του καθεστώτος. Αρχίζει η πιο δύσκολη εποχή της, με τις σκηνές του θεάτρου να χρησιμοποιούνται για κλασικά και προπαγανδιστικά έργα. Λίγο πριν την πτώση του Τείχους, γίνεται η αφετηρία της μεγάλης καλλιτεχνικής διαδήλωσης της 4ης Νοεμβρίου κατά του καθεστώτος και της λογοκρισίας. Τείχος τέλος! Εποχή της ενωμένης Γερμανίας και των 80.000.000 συνειδήσεων.
Το 1992, ο ανατολικογερμανός Φρανκ Κάστορφ γίνεται διευθυντής του θεάτρου. Γεννημένος το 1951, εκπαιδεύεται σαν σιδηροδρομικός, πριν αρχίζει να εκφράζει τις θεατρικές του ανησυχίες και να σκηνοθετεί σε διάφορους θιάσους στο Ανατολικό και Δυτικό Βερολίνο.
«Ή θα μας μάθουν σε τρία χρόνια ή θα πεθάνουμε», λέει μόλις αναλαμβάνει. Εφαρμόζει τη μέθοδό του. Οι παραγωγές του είναι προκλητικές, πολιτικές, υιοθετούν την ποπ κουλτούρα, ξανθές περούκες και ψηλά τακούνια, λευκά κοστούμια και μαύρα γυαλιά ηλίου, ο Λου Ριντ και η Μπρίτνει Σπίαρς ζωντανεύουν στα έργα του Τενεσί Ουίλλιαμς, ο Ζιλμπερ Μπεκώ στα έργα του Ντοστογέφσκι. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα στις ευρηματικές και εμπνευσμένες σκηνοθεσίες του ψάχνεις να βρεις το κομμάτι του πρωτότυπου έργου. Η Volksbuhne γίνεται το επίκεντρο της θεατρικής αναζήτησης.
Στο Βερολίνο σήμερα, προβληματίζονται, και είναι πολλοί που υποστηρίζουν ότι όλα στο θέατρο συνέβησαν πολύ γρήγορα και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η απόλυτη ελευθερία των σκηνοθετών, ο ανταγωνισμός προκειμένου ο ένας να υπερσκελίσει τον άλλο σε πρωτοτυπία, έφεραν και έκαναν τα όρια αυτού του είδους θεάτρου, πιο διακριτά από ποτέ.
Στο Βερολίνο σήμερα, μπορεί να φοβούνται ότι το «νέο» εξαντλήθηκε γρήγορα και σκηνοθετικά και υποκριτικά, αλλά ο Κάστορφ, διατηρεί την αυτοπεποίθησή του και δείχνει να αποφεύγει τους σκοπέλους, συγκεντρώνοντας γύρω του ο΄,τι πιο φρέσκο, αναρχικό και αναπάντεχο κινείται στο χώρο. Ανθρώπους που διαφέρουν σε γραφή αλλά με κοινό παρονομαστή την κατάρριψη των δεδομένων του κατεστημένου θεάτρου. «Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος», λέει ο Κάστορφ «ακόμα κι όταν τοποθετείσαι ξεκάθαρα, να γίνεις μόδα. Και η μόδα είναι κάτι χρονικά και ιστορικά πεπερασμένο. Αλλά τότε πρέπει κανένας να βρίσκει πράγματα, όπως η ηθική ή ο ρεαλισμός και να τα βάζει μέσα. Και αυτό είναι μέθοδος, δεν είναι στιλ».
σχόλια