Η 8η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων πραγματοποιείται σε μία από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
Ήδη το ερώτημα της αρχιτεκτονικής παραγωγής στην εποχή της οικονομικής, αλλά και κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσης, είχε εμφανισθεί στην επιτυχημένη 7η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη (Νοέμβριο 2012 μέχρι Ιανουάριο 2013). Το ερώτημα αφορούσε στο σημερινό αρχιτεκτονικό τοπίο, και στην δυσχερή κατάσταση που ήδη αντιλαμβανόμαστε ότι εισερχόταν η οικοδομική δραστηριότητα συνολικά.
Οι φετινές 214 συμμετοχές είναι πολύ ενθαρρυντικές, μεσούσης της κρίσης, για την σημασία που αποδίδουν οι νέοι Έλληνες αρχιτέκτονες στον θεσμό της Biennale, ενός σημαντικού βήματος για την προβολή του αρχιτεκτονικού έργου.
Υπό την έννοια αυτή η Biennale αποτελεί ένα βαρόμετρο που σημαδεύει στη διάρκεια του χρόνου, όχι απλά νέες παρουσίες με αξιόλογα έργα, αλλά κυρίως την γενικότερη κατεύθυνση και τις τάσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στις προηγούμενες Biennale είχε επισημανθεί αφενός η σταθερή πρωτοκαθεδρία της κατοικίας, ως ενός μεγάλου ποσοστού των πραγματοποιημένων έργων και αφετέρου η έλλειψη σημαντικών δημόσιων κτιρίων, καθώς επίσης και η εμφάνιση έργων που αφορούν τον δημόσιο χώρο (κυρίως διαγωνισμών για διαμορφώσεις πλατειών, υπαίθριων χώρων, οδικών αξόνων, κ.ά.) και η αύξηση της περιφερειακής παραγωγής εκτός της ελληνικής πρωτεύουσας.
Η φετινή 8η Biennale παρουσιάζει, σε σχέση με τις προηγούμενες, αρκετές ιδιαιτερότητες. Η κριτική επιτροπή επέλεξε να προβάλλει 59 συνολικά μελέτες, οι μισές εκ των οποίων είναι υλοποιημένες και οι άλλες μισές όχι. Πρώτη φορά ο αριθμός των υλοποιημένων και μη υλοποιημένων έργων είναι ισοδύναμος, γεγονός που προφανώς αντικατοπτρίζει την στασιμότητα της οικοδομικής παραγωγής. Από τα μη υλοποιημένα έργα ένα σημαντικό ποσοστό αποτελείται από συμμετοχές και διακρίσεις σε διαγωνισμούς, οι οποίες μέσω της Biennale αποκτούν μία δεύτερη ευκαιρία δημόσιας παρουσίασης (Αρχαιολογικό Θεματικό Μουσείο Πειραιά, Μουσείο για την Αξιοποίηση της Αργούς στο Βόλο, κ.ά.).
Επιπλέον το ποσοστό των κατοικιών είναι αρκετά μειωμένο σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός που επίσης εντάσσεται στην συρρίκνωση του οικοδομικού τομέα και την μείωση των δαπανών για ιδιωτικές κατοικίες. Το φαινόμενο είναι καινοφανές για μία χώρα που δεν είχε ποτέ ισχυρή πολιτική κρατικής κατοικίας, όπως οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά βασιζόταν πάντοτε είτε σε ιδιωτικά κεφάλαια, είτε στην αντιπαροχή.
Σε συνέχεια με τις δύο προηγούμενες Biennale παρατηρούμε ακόμη την δημιουργία περισσότερων αξιόλογων έργων στην περιφέρεια. Η κορεσμένη πρωτεύουσα δεν παρέχει πλέον δυνατότητες για πληθώρα νέων έργων, ενώ η περιφέρεια, ενισχυμένη και από την παρουσία αρχιτεκτόνων που αποφοίτησαν από τις νέες σχολές αρχιτεκτονικής που ιδρύθηκαν μετά το 1999, φαίνεται ότι προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τις άλλες μεγάλες πόλεις, οι οποίες στρέφονται κυρίως στην επανάχρηση και διαμόρφωση του υπάρχοντος οικοδομικού αποθέματος.
Παράλληλα παρατηρείται η σταθερά συνεχιζόμενη παρουσία υψηλής ποιότητας σύγχρονης Κυπριακής αρχιτεκτονικής στις Biennale, καθώς και ένα αυξημένο ρεύμα παρουσίας στην ευρωπαϊκή (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία) και διεθνή σκηνή (ΗΠΑ, Αφρική, Ασία), κυρίως μέσα από συνεργασίες Ελλήνων με ξένους αρχιτέκτονες και συμμετοχές σε διαγωνισμούς. Αυτό είναι ένα ευοίωνο σημάδι ενδεχόμενης παρουσίας στον διεθνή χώρο, που ίσως ευνοήσει αμφίδρομα την ελληνική αρχιτεκτονική, προσπερνώντας με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο πάγια γεωγραφική μας απομόνωση.
Ατενίζοντας προς το μέλλον θα λέγαμε ότι η ελληνική αρχιτεκτονική, τουλάχιστον αυτή που προέρχεται από αρχιτέκτονες κάτω των 45 ετών, μεταλλάσσεται σε πολλαπλές κατευθύνσεις διαφορετικές από ότι μέχρι σήμερα, σε σχέση με τον τόπο, το τοπίο και τον αστικό χώρο: λιγότερο Αθηνοκεντρική, λιγότερο επικεντρωμένη στην κατοικία και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο. Μένει να δούμε, αν η επόμενη, ένατη Biennale, θα μπορέσει να εκφράσει κάποιες νέες ιδέες, ή ακόμα και να διατυπώσει αρχές για τη αρχιτεκτονική μέσα από την πολυσχιδή κρίση, που δεν είναι μόνον τοπική αλλά και ευρωπαϊκή, ούτε μόνον οικονομική αλλά και ευρύτερα αστική και περιβαλλοντική, με τις οποίες να ατενίσει το μέλλον συλλογικά. Οι νέοι, όντες υποχρεωμένοι να επανεφεύρουν την ελπίδα, ευτυχώς δεν υποτάσσονται εύκολα στην κρίση, και μας προκαλούν να οραματιστούμε μαζί τους μία αρχιτεκτονική που εκφράζει την εποχή και τον τόπο, ενώ παραμένει ταυτόχρονα ανοικτή και οικουμενική.
σχόλια