«ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ»
[Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]
Εκείνη η πρασινάδα στα πόδια σου
είναι ασφόδελος και σωστά
αλλά γιατί σκέφτομαι τα seggans;
και μια ανοιξιάτικη μέρα
των δικών σου ημερών του 71: ο Ποσειδώνας
σηκώνοντας κύματα και αέρα
γύρω από το ακρωτήριο του Σουνίου, το ίδιο του το όνομα
όλο θαλασσινή αύρα και βουητό σπηλιάς,
υπερβολικά εγκόσμιο, Γιώργο, για σένα
που είσαι προσηλωμένος σε μια αλλόκοσμη σκηνή
κάπου μόλις πέρα
από την κορυφογραμμή, το μεταίχμιο
της λησμοσύνης.
Αναθεματισμένο φως. Στο διάβολο να πάει.
Κλείσε τα μάτια και συγκεντρώσου.
Όχι αγκάθινο στεφάνι, όχι σκήπτρο από καλάμι
ούτε αυλή του Ηρώδη, αλλά να!
το βρήκες! Μια κάθοδος, ναι, στον Άδη:
οι βελόνες
που ο Πλάτων αναφέρει, η μοίρα του τυράννου
σε περικοπή που έμελλε να παραθέσεις:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα
τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν,
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Όπως ήταν δίκαιο
για τύραννο. Όμως για σένα, ίσως
παραήταν δίκαιο, παραήταν μαύρο-άσπρο,
η ευκαιρία σου, ωστόσο,
να χτυπήσεις τη φάρα του,
μια τελευταία λέξη που σκοπό είχε
να σπάσει την διαφιλονικούμενη σιωπή σου.
Και για μένα ευκαιρία να δοκιμάσω την αιχμηρότητα
των seggans – λεπίδα, σε διάλεκτο
κοφτερή και πιο σκληρή και πιο απτή
από την καθομιλουμένη των καιρών μας:
χόρτο— ζαχαρωμένη λέξη, πλαστικό σπαθί.
[Σ.τ.Μ.: Το ποίημα αυτό που περιέχεται στη συλλογή του νομπελίστα Σέιμους Χήνυ, District and Circle, (κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2006) συνομιλεί ευθέως με το τελευταίο που συνέθεσε ο Σεφέρης, το ευρύτατα σχολιασμένο «Επί ασπαλάθων», το οποίο αν και γράφτηκε τον Μάρτιο του 1971 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «Βήμα», στις 23/9/71, τρεις μέρες μετά τον θάνατό του, μεσούσης της δικτατορίας. Στηρίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα («Πολιτεία» 616, κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία του πατροκτόνου και αδελφοκτόνου τυράννου Αρδιαίου, και είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πλέον «πολιτικά» ποιήματα του Σεφέρη, αφού σ’ αυτό καταδικάζεται απροκάλυπτα το καθεστώς των απριλιανών συνταγματαρχών. Όπως ο Σεφέρης θυμάται «τον Αρδιαίο εκείνον» μέσω μιας λέξης «χαμένης στου μυαλού τ’ αυλάκια» έτσι και ο Χήνυ, στοχάζεται τη δική του ιρλανδική ταυτότητα, φέρνοντας στον νου την κέλτικη λέξη seggan—σπαθόχορτο, ξιφάρα στα ελληνικά—την οποία και αντιπαραθέτει με τις αντίστοιχες απονευρωμένες αγγλικές που επικρατούν στην καθημερινή ομιλία. Από την άσκηση βίας στο πολιτικό πεδίο μεταφερόμαστε σ’ εκείνη που επικρατεί στο γλωσσικό.
Στο ποίημα αυτό ο Χήνυ συναντά, κατά τη γνώμη μου, όλους όσοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αμφισβήτησαν την περίφημη σιωπή του Σεφέρη και έμμεσα φαίνεται να τον μέμφεται για την καθυστέρηση με την οποία αποφάσισε να τη σπάσει, με την δήλωσή του το 1969. Όμως η τρυφερή αυτή αντιπαράθεσή του με τον Έλληνα ποιητή, δεν φανερώνει παρά πόσο βαθιά και ουσιαστική είναι η σχέση τους, σχέση που χωρεί και τη διαφωνία και την κριτική, χωρίς να αναιρεί τον θαυμασμό και την εκτίμηση.]
σχόλια