ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΝΗ ΣΚΑΛΕΡΗ
Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο. Κι όταν λέω όλο τον κόσμο, εννοώ όλες τις σημαντικές πόλεις κι όλες τις ηπείρους με εξαίρεση την Αυστραλία. Έχω ζήσει κι έχω δουλέψει στην Αγγλία, τον Καναδά, τη Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες, Τόκιο...παντού. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, ένας ήταν ο μοναδικός και ξεκάθαρος στόχος: Να καταφέρω να γυρίσω σπίτι μου. Στην Ελλάδα. Ευτυχώς, τα κατάφερα. Έτσι νιώθω. Δεν θα ήθελα να ζω πουθενά αλλού. Ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς για τη χώρα. Στην οικογένεια μου δεν εγκαταλείπουμε εύκολα τα όπλα. Ούτε παραιτούμαστε εύκολα απ’ τα οράματα μας, όσο ιδεαλιστικά κι αν ακούγονται. Το πιστεύω όσο ποτέ ότι η Ελλάδα έχει τη δυναμική να γίνει μια Ελβετία της Μεσογείου.
Ο παππούς μου ήταν ο στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες. Υπήρξε διοικητής του Ιερού Λόχου την περίοδο ’42 -’45. Ο «Ιερός Λόχος» ήταν μια ελληνική, στρατιωτική μονάδα ειδικών δυνάμεων με σημαντική συμβολή σε πολεμικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου.
Ο πατέρας μου, ο Φίλιππος, πολέμησε κι αυτός στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν αξιωματικός του βρετανικού βασιλικού ναυτικού. Το 1947 μετέφερε τραυματισμένους ναυτικούς σ’ ένα νοσοκομείο στη Γλασκόβη όταν συνάντησε για πρώτη φορά τη Μόλλυ. Η Μόλλυ, ούτε είκοσι χρονών τότε, είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από μία τυπική αγγλική οικογένεια και δούλευε εκεί ως νοσοκόμα. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Και πολύ γενναία. Ξέρεις τι της είπε ο πατέρας μου μόλις την είδε; «Εμείς οι δύο, το πολύ σ’ ένα χρόνο θα είμαστε παντρεμένοι.» Σαν ταινία ε; Ένα χρόνο μετά, το 1948, είχε εγκατασταθεί πια στην Ελλάδα και δούλευε ως πολεμικός ανταποκριτής για τον Observer. Κάλυπτε τον Εμφύλιο. Με τα λίγα λεφτά που έβγαζε, κατάφερε και της έστειλε το εισιτήριο. Η Αγγλία ήταν πολύ μακριά απ’ την Ελλάδα τότε. Μόλις η Μόλλυ πάτησε το πόδι της στην Αθήνα, η γιαγιά μου και οι αδερφές της ήταν έτοιμες να κατέβουν στην Ερμού για ψώνια. Όταν της πρότειναν να τις συνοδεύσει, εκείνη αρνήθηκε ευγενικά και τους ζήτησε μόνο μια χάρη: να την πάνε να δει την Ακρόπολη. Η Μόλλυ βρέθηκε δέκα η ώρα το πρωί να κοιτάζει αυτό το θείο κατασκεύασμα κι ένιωσε σαν να βρίσκεται στον παράδεισο. Αυτά μας έλεγε όποτε θυμόταν την άφιξη της στη χώρα που λάτρεψε. Στις αρχές του 1950 στέλνουν τον πατέρα μου να καλύψει τον πόλεμο της Κορέας και τον πιάνουν αιχμάλωτο για κατασκοπεία. Κρατήθηκε σε ειδικές φυλακές για τρία χρόνια. Όλοι πίστευαν ότι ήταν νεκρός. Μετά τον πρώτο χρόνο απουσίας του, κι επειδή συνεργαζόταν και με την Καθημερινή, η Ελένη Βλάχου επισκέφτηκε τη μητέρα μου, της πρόσφερε μια μικρή σύνταξη, από καθαρά δική της πρωτοβουλία, και τη συμβούλευσε να γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Τη Μόλλυ όμως τη φωνάζανε «Καπετάνισσα», κι όχι άδικα. Δεν πήγε πουθενά. Τον περίμενε στωικά κι ο πατέρας μου όντως εμφανίστηκε, δύο χρόνια μετά, σκελετωμένος. Ο David Astor, ο τότε εκδότης του Observer, τους έστειλε σ’ ένα σπίτι στην εξοχή με την εντολή να καταγράψει τις εμπειρίες του μέσα σε τρεις εβδομάδες. Ο πατέρας μου του παρέδωσε εμπρόθεσμα το “Captive in Korea” και αμέσως μετά φύγανε για μια πιο ήσυχη αποστολή. Αυτή τη φορά στις Ινδίες. Για να καλύψει τη διχοτόμηση από το Πακιστάν. Ήσυχη αποστολή...ξανά πόλεμος, δολοφονίες...
Και κάπου εκεί, μέσα σ’ όλη αυτή την «ησυχία», γεννιέμαι εγώ. Στις Ινδίες. Ζούσαμε σ’ ένα μπανγκαλόου ενός ξενοδοχείου στο Δελχί του οποίου το κεντρικό κτίριο έμοιαζε με γιγαντιαία τούρτα γάμου.
Η πρώτη μου ανάμνηση είναι τόσο χαρούμενη. Νομίζω ότι είμαι γύρω στα δύο, ένα μωρό ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο στομάχι του, και κάποιος βουτάει στην πισίνα ακριβώς δίπλα μου. Τα νερά με καταβρέχουν σαν ένα τεράστιο σιντριβάνι και νιώθω υπέροχα. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τεράστια φυτά. Μια υπέροχη, καταπράσινη βλάστηση.
Όταν είμαι γύρω στα τρία, φεύγουμε από τις Ινδίες και πάμε στην Ουάσινγκτον. Ο πατέρας μου έγινε από τους πρώτους ξένους ανταποκριτές που έδρευε στην Ουάσινγκτον και του δόθηκε η άδεια να υπογράφει με το όνομα του. Τότε έπρεπε να είσαι σπουδαίος για να υπογράφεις με το όνομα σου. Συνήθως ήσουν απλά ο ανώνυμος ανταποκριτής της χώρας που κάλυπτες. Τα επόμενα χρόνια πηγαινοερχόμασταν οικογενειακώς Αθήνα – Ουάσινγκτον.
To 1962 ή ’63, κι ενώ ο πατέρας μου δούλευε στο κέντρο πληροφοριών των Ηνωμένων Εθνών, δέχεται μια πρόταση από το βασιλιά Κωνσταντίνο να γίνει σύμβουλος του. Παρά τις προειδοποιήσεις και τις αντιρρήσεις του παππού μου, ο πατέρας μου αποδέχεται την πρόταση. Τα λάθη όμως, πληρώνονται. Το πιστεύω αυτό. Τέλος πάντων, πολύ σύντομα οι φιλελεύθερες απόψεις του εκνευρίζουν τη Φρειδερίκη. Το 1964 αναλαμβάνει υπουργός πολιτισμού με την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, κάτι που δημιουργεί έντονη ρήξη με το παλάτι. Τη θυμάμαι έντονα αυτή την προχουντική εποχή. Μέναμε σ’ ένα διαμέρισμα που έβλεπε στο πίσω μέρος του παλατιού. Μεγάλωσα περιτριγυρισμένη από πολιτικούς. Μπαινοβγαίνανε σπίτι μας ασταμάτητα. Όταν ο πατέρας μου ήταν εκεί, το κουδούνι χτυπούσε συνέχεια, μπορεί και στις δύο τα ξημερώματα. Κλείνονταν στην τραπεζαρία και προσπαθούσαν να σώσουν τη χώρα. Τουλάχιστον έτσι μας έλεγε η μητέρα μου. Εγώ έπρεπε να κάθομαι ήσυχη σαν πέτρα και να περιμένω να ξημερώσει για να ξεχυθώ στους δρόμους. Επιτέλους ελεύθερη.
Όταν ο πατέρας μου έλειπε από την Ελλάδα, μας χτυπούσαν πάλι τα κουδούνια αλλά όχι για να σώσουμε τη χώρα, για να σώσουν αυτοί εμάς. Όλοι ξαφνικά ήθελαν να μας χαρίσουν σπίτια και αυτοκίνητα. Θυμάμαι ότι μαζί με την αδερφή μου κρυφακούγαμε προσφορές για βίλες στην εξοχή και λιμουζίνες. Προσφορές που η μητέρα μου απέρριπτε κατατρομαγμένη κι εμείς τη ρωτούσαμε μετά με παράπονο: «Γιατί δεν πάμε να ζήσουμε στην εξοχή να έχουμε και ζωάκια;» Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι προσπαθούσαν να δωροδοκήσουν τον πατέρα μου για να γίνει πιο συγκαταβατικός με την πολιτική του παλατιού. Το καλοκαίρι του ’ 64 ξαναφεύγει για Ουάσινγκτον σταλμένος από την κυβέρνηση αυτή τη φορά, μαζί με τον τότε πρέσβη της Ελλάδος Αλέξανδρο Μάτσα, για να υπερασπιστεί την ελληνική θέση στο κυπριακό αλλά και να ζητήσει από τον τότε πρόεδρο της Αμερικής, Λίντον Τζόνσον, να μην καταλυθεί το πολίτευμα στην Ελλάδα. Όλο εκείνο το διάστημα, περίπου τρεις εβδομάδες, ένας άντρας παρακολουθούσε το σπίτι μας μέρα – νύχτα. Ένα βράδυ, γυρνώντας από κάπου, ανάβουμε το φως και τον βρίσκουμε μέσα. Η μητέρα μου αρπάζει και τα τέσσερα παιδιά, μας φορτώνει στο αμάξι και καταφέρνουμε να του ξεφύγουμε. Εκείνο το καλοκαίρι, για μεγαλύτερη ασφάλεια, μετακομίσαμε σ’ ένα σπίτι στα σύνορα Φιλοθέης – Ψυχικού, ακριβώς δίπλα στο σπίτι της Σοφίας Μινέικο Παπανδρέου. Ήταν πραγματική εξοχή εκεί τότε. Υπήρχαν λιγοστά σπίτια. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά απ’ τα Τουρκοβούνια. Θυμάμαι ότι είχαν μια δεξαμενή νερού στον κήπο τους που τη λέγαμε πισίνα. Μου φαινόταν τεράστια. Όταν είσαι οκτώ όλα σου φαίνονται τεράστια. Ανεβαίναμε σε μια άθλια σκάλα και συναγωνιζόμασταν στις βουτιές με τα εγγονάκια του πρωθυπουργού, το Γιωργάκη και τη Σοφία. Ήταν το τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του ’65 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαλύει την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Ο ερχομός της χούντας, δύο χρόνια μετά, καθιστά αυτόματα τον πατέρα μου persona non grata και μας απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα.
Ο πατέρας μου, είμαι σίγουρη πια, το εξέλαβε σαν προσωπική αποτυχία. Εγκατασταθήκαμε στον Καναδά, συνέχισε την καριέρα του σαν δημοσιογράφος, συγγραφέας, είχε δική του εκπομπή στην τηλεόραση, έκανε πολιτική καριέρα, αυτό όμως, δεν το ξεπέρασε ποτέ. Μας απαγόρευσε να μιλάμε Ελληνικά και να αναφέρουμε το οτιδήποτε για την Ελλάδα. Ευτυχώς που η Μόλλυ μάς τραβούσε κρυφά στην κουζίνα και μας επαναλάμβανε ψιθυριστά κάποιες λέξεις για να μην ξεχάσουμε τελείως τη γλώσσα.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον Καναδά, παρ’ όλο που είναι ένα όμορφο μέρος, με δομές φιλόξενες, ένιωσα απόλυτα ξένη. Αποκομμένη άγρια από οτιδήποτε με αντιπροσώπευε. Από τότε άρχισε η δική μου προσωπική περιπλάνηση. Μέχρι να καταφέρω να γυρίσω. Ίσως τελικά, όσο πιο βαθιά αισθάνεσαι τις ρίζες σου, τόσο πιο βαθιά είναι τα τραύματα σου. Γι’ αυτό επιθυμείς τόσο πολύ να γυρίσεις. Από μια εσωτερική ανάγκη να γιατρευτείς.
σχόλια