Όσο κρατούσε η παράσταση αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να συνδέσει το σύγχρονο κοινό με την πραγματικότητα μιας τόσο μακρινής εποχής, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι και σήμερα, όπως και τότε, θεριεύουν η ανεργία, η ανέχεια και η μετανάστευση. Δηλαδή, το φόντο του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η γειτονιά των αγγέλων». Η Ελλάδα έκτοτε έχει περάσει από σαράντα κύματα και μια ολόκληρη εποχή ασυγκράτητης ευμάρειας και ενοχικής συνυπευθυνότητας πολλών και διαφορετικών Ελλήνων όλων των τάξεων. Το «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» λυρικό χορομελόδραμα του 1963 που ούτε τότε είχε βρει ανταπόκριση στο αθηναϊκό κοινό, υπήρξε ένα όνειρο και ένα προσωπικό στοίχημα της Τζένης Καρέζη για την οποία και γράφτηκε, αλλά εντέλει δεν έπεισε ούτε τότε τα λαϊκά στρώματα και τους θαυμαστές της που την ήξεραν από τον κινηματογράφο, να συρρεύσουν στο Ρεξ και να τη δουν ως την «αριστοκράτισσα» Ξένια που πλανεύει τον οικοδόμο και ομορφόπαιδο της λαϊκής γειτονιάς Ανδρέα. Το τόλμημα είχε συγκεντρώσει μερικούς από τους πιο άξιους του θεάτρου της εποχής. Ο συγγραφέας του έργου είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, ο Βασίλης Φωτόπουλος, που την επόμενη χρονιά θα έπαιρνε το Όσκαρ για τον «Ζορμπά» τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο Βαγγέλης Σειλινός τις χορογραφίες, και τη μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης. Δίπλα στην Τζένη συμπρωταγωνιστούσαν ο Νίκος Κούρκουλος, ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος, ο Κώστας Καράς και η Ζωή Φυτούση, ενώ τα τραγούδια τα ερμήνευε ο Γιάννης Πουλόπουλος. Το αντεστραμμένο δράμα μιας πλούσιας που εισβάλει στη φτωχογειτονιά και τους «κλέβει» το καλύτερο παιδί, συν τη μεγάλη ταξική διαφορά -ως εκ τούτου ο «στρατευμένος» λόγος από τον Καμπανέλλη, συν τον πειραματικό χαρακτήρα μιας λαϊκής όπερας, όχι μόνο δεν έγινε επιτυχία αλλά κατέβηκε σε λιγότερο από ένα μήνα.
Με την ιδέα να μεταφερθεί στην οθόνη φλέρταρε για ένα διάστημα ο σπουδαίος Μαρσέλ Καμύ, ο σκηνοθέτης του θρυλικού Orfeu Negro (σύμφωνα με μαρτυρία του αείμνηστου παραγωγού Μαξ Ρόμαν) όπου τους ρόλους θα κρατούσαν η Καρέζη και ο Ντελόν, αλλά τελικά το γύρισε ο Γιάννης Δαλιανίδης και η Φίνος Φιλμ το 1968 με τη Λάσκαρη και τον Κούρκουλο. Η μουσική της ταινίας «Γυμνοί στο δρόμο» όπως μετονομάστηκε για τη μεγάλη οθόνη ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου (επιλογή του ίδιου του Μίκη που βρισκόταν στην εξορία) και εκεί έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση η Μαρινέλα. Η τελευταία στην αυτοβιογραφική της παράσταση, ούτε κουβέντα περί αυτού. Αλλά ούτε στο πρόγραμμα του Εθνικού δεν είδα να αναφέρεται πουθενά η κινηματογραφική μεταφορά η οποία ήταν επίσης εισπρακτική αποτυχία, εν γνώσει του Δαλιανίδη που ήξερε ότι θα αποτύχει, αλλά είχε αγαπήσει πολύ το έργο. Κι όμως σκηνοθετικά είναι από τις καλύτερες ταινίες του. Αλλά ποιος ήθελε να δει ένα δραματικό μιούζικαλ;
Και άραγε ποιος θα θελήσει να δει την «Γειτονιά των αγγέλων» σήμερα; Ένα έργο που υποτίθεται ότι συμβαίνει στην Δραπετσώνα των προσφυγικών παραπηγμάτων του ’60 (αν και στο αυθεντικό έργο διαδραματίζεται στην Καστέλα), όπου ανεργία και πείνα μαστίζουν την περήφανη φτωχολογιά. Το έργο ξεκινάει με τον χαμό του νεότατου Παύλου που τον μαχαίρωσαν (τι σύμπτωση και αυτή με έναν παρεμφερή φόνο στα ίδια μέρη μόλις πρόσφατα) για τα μάτια μιας πλούσιας. Μετά την κηδεία που η μάνα του και οι φίλοι του συγκεντρώθηκε να πιούν στην μνήμη του, κάνει την εμφάνιση του και ένα ζευγάρι πλούσιων που χάθηκε στην παραγκούπολη γιατί τους χάλασε το αυτοκίνητο. Και η «αποπλάνηση» του ωραίου παλικαρά Ανδρέα από την διεφθαρμένη «αριστοκράτισα» αρχίζει. Στους δύο ρόλους αντίστοιχα η Μαρίνα Ασλάνογλου και ο Νίκος Ψαρράς.
Το σκηνικό έχει δύο όψεις, ενός λόφου από όπου ατενίζουν τη θάλασσα από τη μια, και από την άλλη κάποια εσωτερικά: μια ψωροταβέρνα ή την κρεβατομάμαρα του Ανδρέα. Οι γυναίκες ηθοποιοί αλλάζουν συνεχώς φορέματα που παραπέμπουν στα περιοδικά και τις ταινίες της εποχής , λες και η φτωχολογιά δεν πορευόταν τότε με ένα κουρελάκι βρέξει-χιονίσει, ενώ όλη τους η έγνοια είναι το πώς θα απαλλαγούν από την εισβολέα «αριστοκράτισσα». Αυτή η λέξη ακούγεται τόσο αστεία σήμερα, όταν η χώρα έχει περάσει όσα πέρασε, κι όταν και ξέρουμε πια, ποιοι αποτέλεσαν τους «αριστοκράτες» και τους «Κολωνακιώτες» την τελευταία εικοσαετία. Αν υπάρχει μια δυνατή σκηνή είναι εκείνη που ο Ανδρέας διαπομπεύει δημόσια την Ξένια ώστε να ομολογήσει πόσους εραστές είχε πριν από εκείνον. Κι εκείνη του λέει «καλά, εγώ, εσύ;» για να πάρει την απάντηση «εγώ είμαι άντρας»! Μια σκηνή που το 1963, έχοντας μάλιστα προηγηθεί και η «Στέλλα», γραμμένη επίσης από τον Καμπανέλλη, μοιάζει ιδιαίτερα τολμηρή, να μην πω και σήμερα. Κατά τα άλλα το τραγικό τέλος της αυτοκτονίας της Ξένιας ο σκηνοθέτης της σημερινής παράστασης Κώστας Τσιάνος επέλεξε να το απαλείψει και να βάλει τις δύο πλευρές να μονιάζουν. Γιατί όπως λέει και κάποιος από τους χαρακτήρες τι μας ωφέλησε μια ζωή να αντιμαχόμαστε; Θέλει λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια πολιτική δήλωση εθνικής συμφιλίωσης; Κάπως έτσι…
Αν κάτι θα κερδίσει το κοινό αυτή η παράσταση, δεν είναι άλλη από τη μουσική του Θεοδωράκη. Εκτός από τα κλασσικά τραγούδια που ακουγόντουσαν και στην πρώτη παράσταση έχουν προστεθεί και άλλα αγαπημένα του συνθέτη, όπως το «Σ’αυτή τη γειτονία» (στ. Μ.Ελευθερίου), «Δραπετσώνα» (στ. Τάσου Λειβαδίτη), «Απρίλη μου» (στ. Μ.Θεοδωράκη). Η ζωντανή ορχήστρα στη σκηνή του Ρεξ, ίδια με εκείνη που πρωτοανέβηκε το έργο, αλλά και ο υπέροχος τραγουδιστής Ζαχαρίας Καρούνης, πήραν και τα περισσότερα χειροκροτήματα από το αλλοπρόσαλλο – και άκρως «Κολωνακιότικο» κοινό- και εντέλει έσωσαν και την όλη αναβίωση ενός τόσο αφελούς έργου.
Ιάκωβου Καμπανέλλη, Η γειτονιά των αγγέλων
ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ
Συγγραφέας: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Χορογραφία: Φωκάς Ευαγγελινός
Σκηνοθεσία: Κώστας Τσιάνος
Πρωταγωνιστούν: Θάλεια Προκοπίου, Νικόλας Μακρής, Αθηνά Δελιάδη, Γρηγόρης Σταμούλης, κ.ά.
ΘΕΑΤΡΟ REX
Πανεπιστημίου 48, 210-3305074 /801-11-60000
25/10-16/1, Τετ., Σάβ.: 5.30 & 8.30 μ.μ., Πέμ., Παρ.: 8.30 μ.μ., Κυρ.:7 μ.μ. Εισ.: 10-20 €.
σχόλια