Γεννήθηκα πριν από 75 χρόνια στην Καλλιθέα, τη φοβερή και σημαδιακή ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1949, την τελευταία μέρα μιας ταραγμένης δεκαετίας, από πατέρα που είχε έρθει από την πρώην Σοβιετική Ένωση και μητέρα από την Καβάλα. Τα χρόνια που μεγάλωσα και ανδρώθηκα είναι σχεδόν ονειρικά – βέβαια, το κοινό γνώρισμα ήταν η φτώχεια, αλλά το περιβάλλον της Καλλιθέας ήταν πάρα πολύ φιλικό, με την έννοια της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Εκεί, σε πολύ μικρή ηλικία, αποφάσισα πως θα γινόμουν τραγουδιστής. Στις 30 Αυγούστου 1955, όταν ήμουν έξι χρονών, ανήμερα του Αγίου Αλεξάνδρου, γιόρταζε ο γιος του κουρέα που τον έλεγαν Αλέκο και με αυτή την αφορμή φώναξαν τον κύριο Νίκο, τον κιθαρίστα. Έβγαλαν και οι γείτονες τις καρέκλες τους στον δρόμο και δημιουργήθηκε μια υπέροχη, γιορτινή ατμόσφαιρα, αλλά εμάς, τους πιτσιρικάδες, μας είχαν διώξει μακριά για να μην κάνουμε φασαρίες. Εκεί συνέβη ένα πολύ όμορφο γεγονός: όπως ήμουν μακριά και έβλεπα τη βεγγέρα –είχε και μια καταπληκτική πανσέληνο–, αυτόν τον κόσμο να είναι αδελφωμένος και να διασκεδάζει με χαρά, αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής, δηλαδή να γίνω αυτός που θα διηύθυνε τη διάθεση των ανθρώπων. Νομίζω ότι τώρα, στα 75 μου, τα κατάφερα.
• Όταν ήμουν 11-12 χρονών παρακάλεσα τη μάνα μου να μου πάρει μια κιθάρα. Μου πήρε ένα μικρό κιθαρόνι γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για καλή κιθάρα και ήμουν σε μια κατάσταση υπερ-ευτυχίας, όμως δεν ήξερα να παίζω, οπότε γρατζούναγα. Μια μέρα μου λέει η αδελφή μου «βρε, θα σε πάω στον Νότη Μαυρουδή, που είναι συμμαθητής μου, αυτός παίζει πολύ καλή κιθάρα». Έτσι ξεκίνησα να μαθαίνω μουσική με τον Νότη, ο οποίος ήταν φωτεινός δρόμος για μένα. Μου άνοιξε τα μάτια και έμαθα κιθάρα, αλλά το ψώνιο μου ήταν να τραγουδήσω. Από τότε που έμαθα να παίζω κιθάρα άρχισα να φτιάχνω και τραγούδια, κι ένα απ’ αυτά ήταν με στίχους που είχα βρει από τις ανθολογίες των Βίπερ, των βιβλίων τσέπης που έβγαιναν τη δεκαετία του ’60. Το τραγούδι ονομαζόταν «Δύο», ήταν από ένα ποίημα του ποιητή Γεράσιμου Μαρκορά και το έπαιζα και το τραγουδούσα συνεχώς («Μείναμε δύο! Ποιος παρακάτου ξέρει για μας τι λέει της Μοίρας το βιβλίο! Ποιος πρώτος θε να πάει στ’ ανήλια μέρη, ποιος μόνος του θα μείνει από τους δύο…»), μέχρι που πάλι η αδελφή μου μού λέει «βρε, θα σε πάω στον Γιώργο Οικονομίδη». Ήταν στα ταλέντα στο Πεδίον του Άρεως αλλά και στο ραδιόφωνο με μια πολύ πετυχημένη εκπομπή για την εποχή που λεγόταν «Χαρούμενα ταλέντα». Βέβαια, ήταν και λίγο μυστήρια εκπομπή, γιατί σατίριζε και όλους αυτούς που ήθελαν να γίνουν τραγουδιστές, αλλά δεν διέθεταν τα προσόντα, δηλαδή τα ψιλοψώνια.
Πέρασα οκτώ χρόνια σε κατάθλιψη μέχρι που ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκα, είδα τον ουρανό και είπα «πάω να τραγουδήσω». Και το έκανα με μεγάλη επιτυχία στις μικρές μουσικές σκηνές, όπως στην μπουάτ «Απανεμιά» στην Πλάκα, όπου πήγα για δύο παραστάσεις και τελικά έκανα είκοσι οκτώ. Μόλις βγω από την κατάθλιψη θα ξανακάνω εμφανίσεις, το παλεύω.
• Πήγα, λοιπόν, στον Οικονομίδη και είπα το τραγούδι, με τον Μίμη Πλέσσα στο πιάνο. Ήμουν 14-15 και πήρα πάρα πολύ καλές κριτικές· στην εκπομπή αυτή με άκουσε και ένας επιχειρηματίας. Μια μέρα με φωνάζουν στο τηλέφωνο απ’ το μοναδικό μαγαζί της γειτονιάς που είχε τηλέφωνο – στο σπίτι δεν είχαμε. Ήταν ο Νότης Μαυρουδής που μου είπε «αύριο θα πάρεις την κιθάρα σου και θα πας στην μπουάτ “Ταβάνια”» –τότε είχε πρωτοανοίξει– «στη Μνησικλέους. Σε άκουσε ο Νίκος Καζής και θέλει να σε προσλάβει». Θυμάμαι ήταν ο Γιώργος Μαρίνος το πρώτο όνομα, μαζί με τη Δέσποινα Γλέζου και τη Σοφία Σπυράτου. Ο Νίκος Καζής, ηθοποιός, ζεν πρεμιέ τότε του θεάτρου και του κινηματογράφου, μου λέει: «Θέλω να έρθεις να παίζεις στο μαγαζί μου, σου δίνω 150 δραχμές». «Πο πο, το βράδυ;» λέω εγώ. «Όχι, τον μήνα». Αυτό ήταν το πρώτο μου μεροκάματο. Έτσι μπήκα στον χώρο της διασκέδασης, η οποία βέβαια δεν ήταν όπως σήμερα, που πηγαίνουν στα μπουζούκια και δώσ’ του ζεϊμπεκιές. Ήταν πολύ ατμοσφαιρικό το κλίμα. Ό,τι τραγουδούσαμε ήταν ιερό για τον κόσμο που ερχόταν. Εγώ έλεγα και δικά μου τραγούδια, έλεγα κι απ’ το «περιβόλι» του ελληνικού τραγουδιού, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μαμαγκάκη, Πλέσσα. Υπήρχε ένα πολύ μεγάλο ρεπερτόριο.

• Πέρασα στις μπουάτ αρκετά χρόνια μέχρι να βγω στη δισκογραφία. Ο πρώτος δίσκος μου βγήκε όταν είχα απολυθεί από φαντάρος. Ένα βράδυ φτιάχτηκα και σενιαρίστηκα για να βρω τους φίλους μου στην Πλάκα. Εκεί συνάντησα έναν φίλο, τον Κώστα Μανιουδάκη, που ήταν ηθοποιός, αλλά έκανε και τον λογιστή στην μπουάτ όπου τραγουδούσα με την Καίτη Χωματά και τον Βασίλη Μαυρομάτη. Μου λέει «ανοίγω μια μπουάτ, εδώ στην Πλάκα, η οποία θα έχει τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο». Του λέω «πο, τι λες; Είναι εξαιρετική περίπτωση ο Μαρκόπουλος» κι εκείνος μου απαντά «έχουμε μόνο έναν τραγουδιστή, που είναι από την Κρήτη, τον Νίκο Ξυλούρη. Θέλεις να πω στον συνθέτη να σε ακούσει;». Ήθελα σαν τρελός. Μου έδωσε καμιά δεκαπενταριά ραντεβού ο Μαρκόπουλος γιατί όλο κάτι του τύχαινε και δεν ερχόταν, εγώ όμως εκεί, μπάστακας, περίμενα να τον δω, και ένα μεσημέρι τον πέτυχα τελικά. Μου λέει «εσύ είσαι; Για έλα να δούμε τι θα μου πεις. Πήγαινε, κάτσε εκεί» και μου δείχνει το σημείο στην μπουάτ Λήδρα όπου θα καθόμουν τα επόμενα δύο χρόνια. «Πες μου κάτι να σε ακούσω». «Να σας πω Μίκη Θεοδωράκη;» «Όχι» μου λέει. «Κάτι άλλο, Χατζιδάκι;», «ούτε», «να σας πω ένα δικό σας;». «Ούτε». Με ρωτάει «μήπως γράφεις τραγούδια;» Του λέω «ναι, γράφω» και –τι θράσος!– του λέω ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη που είχα μελοποιήσει. Αυτός σοβάρεψε ξαφνικά και με έβαλε και του το πω δέκα φορές συνεχόμενα, δεν ξέρω γιατί, μάλλον για να πειστεί ότι δεν λέω ό,τι να ’ναι, και μου λέει «προσλαμβάνεσαι». Το ποίημα ήταν το «Μανουήλ Α’ Κομνηνός»: «Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός / μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά».
• Στη Λήδρα πέρασα τα δύο επόμενα χρόνια, εκεί μπήκα και στη δισκογραφία. Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησα δεν έγινε πολύ γνωστό, λεγόταν «Πού πάτε λοιπόν» και ήταν του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη. Όμως την ίδια μέρα με έβαλε και τραγούδησα το «Όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε», αυτό το μεγάλο τραγούδι, το οποίο εξακολουθώ και σήμερα να το λέω παντού, σε όποιον χώρο τραγουδιστικό πηγαίνω, και, βεβαίως, τον «Ταρζάν», «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν…», δύο πολύ επιτυχημένα τραγούδια – ο «Ταρζάν» ήταν τεράστια επιτυχία και μεγάλη τύχη για μένα. Μεγάλη επιτυχία ήταν και το «Του άντρα του πολλά βαρύ» το ’72, και η πλάκα είναι ότι σε αυτό το τραγούδι λέω μόνο «του άντρα του πολλά βαρύ μην του μιλάτε το πρωί, μην του μιλάτε το πρωί, του άντρα του πολλά βαρύ», αυτοί είναι μόνο οι στίχοι, τίποτε άλλο. Από κει και μετά άνοιξε ο δρόμος για ένα νέο είδος τραγουδιού, σατιρικού, που πρόδρομός του ήταν ο «Ταρζάν» – «σατιρικό τραγούδι» το είπαν οι ειδήμονες και οι ιθύνοντες. Το τραγούδησα με μεγάλη διάθεση και από κει ξεκίνησε ένας δίσκος, ο πρώτος μου μεγάλος, ο οποίος καθιέρωσε το σατιρικό τραγούδι.
Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν...
• Ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος έγινε με τον Γιάννη Λογοθέτη. Ένα βράδυ, εκεί που τραγουδούσα στην μπουάτ «Αρχόντισσα», έρχεται ένας τύπος, μου συστήνεται και μου λέει «μου αρέσεις πολύ και θέλω να συνεργαστούμε». Του λέω «ευχαρίστως, πώς θα συνεργαστούμε;», «να γράψουμε τραγούδια» απάντησε και άρχισε να μου δίνει στίχους. Εγώ αυτούς τους στίχους τους μελοποιούσα κατευθείαν, απ’ το τηλέφωνο μου τους έλεγε κι εγώ είχα βρει ήδη τη μουσική. Έτσι έγινε ο δίσκος «Γελοιογραφίες» στην Columbia με τον Γιώργο Μακράκη παραγωγό, ο οποίος πολύ με πίστεψε και πολύ μου στάθηκε. Έκανα πολύ μεγάλη επιτυχία στην Columbia, όμως έφυγα ξαφνικά από κει, γιατί από τον «Ταρζάν» μέχρι τις «Γελοιογραφίες» είχε περάσει αρκετό διάστημα κι εγώ δεν είχα κάνει και πολλά στην Columbia. Οπότε βρέθηκε ο Γιώργος Λεφεντάριος, ο οποίος ήταν διευθυντής σχεδιασμού στον Μάτσα και εκφωνητής των ραδιοφωνικών εκπομπών «Η Columbia παρουσιάζει…» και «Η Minos παρουσιάζει…», και μου είπε «θα έρθεις στη Minos» – και πήγα. Έκανα 13 δίσκους στην Columbia και στη Minos μαζί και όλοι περιείχαν επιτυχίες μεγάλες: τον «Καραγκιόζη», το «Καλέ κυρα-Μαρία τι λες για όλα αυτά», το «Είμαι πολύ ωραίος», την «Πεθερά», τη «Λούλα», Το «Ρομαντικό γεύμα». Το σατιρικό τραγούδι άρεσε, αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο, πιο πολύ για τον ιδιαίτερο τρόπο που τραγουδούσα εγώ. Νόμιζα τότε ότι έκανα κάτι σαν σόου, ενώ δεν έκανα σόου. Άνοιξε ο δρόμος έτσι, βρέθηκαν πάρα πολλοί που μιμήθηκαν, θα έλεγα, και ορισμένοι που αντέγραψαν το είδος, κι έτσι έγινε θεσμός.
Θέμης Ανδρεάδης - Είμαι Πολύ Ωραίος - Αρχείο ΕΡΤ - 1978 από τα πρώτα video clip της εποχής
• Είμαι λίγο μυστήριος τύπος, δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, και οι συνεχείς και μεγάλες επιτυχίες έκαναν το είδος αυτό να επαναλαμβάνεται, ενώ εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Και έκανα άλλα πράγματα, έφτιαξα μπαλάντες. Ήταν το ψώνιο μου οι μπαλάντες με την κιθάρα μου, και έκανα έναν δίσκο σε περίεργη εποχή. Δηλαδή, όταν όλοι περίμεναν από μένα σατιρικά τραγούδια, εγώ πήγα κι έκανα μπαλάντες. Αυτό μου στοίχισε στην καριέρα μου, γιατί δεν τα κατάφερα πολύ καλά. Μετά το εξωστρεφές στυλ που είχα ήταν ρίσκο να πω τραγούδια που ήταν βαριά, βαριοΐσκιωτα. Η τάση μου να θέλω να πω άλλα τραγούδια με έφερε αντιμέτωπο με τον διευθυντή της Minos, ο οποίος ήθελε τα τραγούδια που έκαναν επιτυχία. Έτσι, όταν έληξε το συμβόλαιό μου, δεν συνέχισε η συνεργασία μας. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω ποια παρόρμηση με έκανε να αφήσω ένα πετυχημένο είδος όπως το σατιρικό τραγούδι. Την μπαλάντα την πάλεψα, αλλά δεν είχε ανταπόκριση. Αν ήμουν στο 10 με τα σατιρικά τραγούδια, με τα άλλα ήμουν στο 2, ήταν τεράστια η διαφορά. Το πάλεψα για μεγάλο διάστημα, από το ’82 μέχρι το ’92, μέχρι που άρχισα να έχω πρόβλημα οικονομικό. Ήμουν και παντρεμένος με την Άννα και πατέρας δύο παιδιών και τα πράγματα είχαν αρχίσει να σφίγγουν, δεν είχα αρκετά έσοδα.
• Για ένα διάστημα, από το ’77 μέχρι το ’82, που έφυγα από τη Minos, ήμουν σε μεγάλα λαϊκά κέντρα, στη Φαντασία, σε τέτοια μαγαζιά, με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Γιάννη Καλατζή, τη Λίτσα Διαμάντη, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τον Μητροπάνο, όμως δεν μου άρεσε γιατί το κοινό τους δεν είχε την ψυχή που είχε το κοινό στην Πλάκα, έρχονταν μόνο για διασκέδαση και για να κλείνουν μπίζνες. Ωστόσο, έπρεπε να μείνω. Όταν τέλειωσα αυτές τις συνεργασίες κι έμεινα χωρίς δουλειά, έρχεται ένας μαέστρος και μου λέει «Θέμη, σε θέλει η τάδε τραγουδίστρια για να τραγουδήσετε μαζί». «Πού;» τον ρωτάω, «στην Πέτρου Ράλλη», λέει. «Τι δουλειά έχω εγώ σε αυτά τα μαγαζιά, αυτά είναι σκυλάδικα». «Και τι σε νοιάζει; Θα τραγουδάς μισή ώρα, θα παίρνεις τα λεφτά και θα φεύγεις». Του λέω «δεν γίνεται, ρε φίλε» και για να τον αποφύγω του ζητάω ένα υπέρογκο ποσό για να μου πει όχι, αλλά μου λέει «εντάξει!». Μου έδωσε μια επιταγή από τον επιχειρηματία και πήγα να δω πώς είναι το μαγαζί του πριν αρχίσουμε πρόβες. Είχε λαμαρίνες, ένα μπαλέτο με κοπέλες που δεν ήταν χορεύτριες, με σκισμένα καλσόν, και είπα «τι δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα;». Στο μεταξύ, λες και το ήξερα, είχα πάρει την επιταγή μαζί μου και πήγα σε έναν θυρωρό, τον ρώτησα «πού είναι το αφεντικό;». Τον βρήκα στο γραφείο του, «με συγχωρείτε, κύριε, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν είμαι για εδώ». Με απειλούσε, αλλά εγώ παρέμεινα αμετάπειστος. Γύρισα σπίτι και είπα στην Άννα «σταματάω να τραγουδάω». Έτσι περιέσωσα την αξιοπρέπειά μου.

• Πίστευα ότι η τέχνη μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο αν δεν το θέλεις κι εσύ ο ίδιος. Η τέχνη επιτελεί ένα έργο χωρίς μεγάλο εκτόπισμα μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ελάχιστοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με την τέχνη μπόρεσαν να πουν ότι άφησαν παρακαταθήκη.
• Με την Άννα κάναμε μια επιχείρηση. Με τα λεφτά που μου απέμειναν αγόρασα ένα μαγαζάκι και με τη βοήθεια και του κουμπάρου μου, του Χρήστου Κυριαζή, το κάναμε μια μικρή γκαλερί. Η Άννα είναι γλύπτρια και εκείνη την εποχή άρχισε να φτιάχνει δικά της γλυπτά, έτσι μπήκαμε σε έναν χώρο ο οποίος ήταν πολύ καινούργιος στο εμπόριο. Η Άννα άρχισε να κάνει μικρογλυπτά, εγώ ανέλαβα να μιλάω με τους πελάτες. Είχε μεγάλη επιτυχία, κατορθώσαμε να βγάλουμε αρκετά χρήματα και η Άννα έκανε ένα πολύ καλό όνομα στον χώρο, που διατηρεί ακόμα και σήμερα. Εγώ, δυστυχώς, αρρώστησα και σταμάτησα.
• Το 2012, μετά από απουσία πολλών χρόνων, πάνω από είκοσι, με προτροπή της Άννας και του γιου μου του Δημήτρη ξαναμπήκα στο στούντιο. Παρότι είχα εγκαταλείψει το τραγούδι, έγραφα τραγούδια μόνος μου. Κι αυτά τα τραγούδια μαζεύτηκαν και ήταν καλά, οπότε αποφάσισα να κάνω αυτόν τον δίσκο με τίτλο «Το σώμα ξέρει». Όταν έφτασα στο τελικό στάδιο της κυκλοφορίας του δίσκου και ενώ ετοιμαζόμασταν να πάμε στο σπίτι μας στην Ύδρα, με έπιασε ένας φοβερός κολικός του νεφρού, πήγαμε στο νοσοκομείο και διαγνώστηκα με καρκίνο – χειρουργήθηκα και γλίτωσα. Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια και είμαι καλά. Όμως, ενός κακού μύρια έπονται· ξεκίνησα να τραγουδάω ξανά, έπαθα ένα ατύχημα, χτύπησα στο κεφάλι, έκανα αιμάτωμα και χειρουργήθηκα. Πέρασα κι άλλες περιπέτειες με την υγεία μου στη συνέχεια, κι όλα αυτά λειτούργησαν αρνητικά, μέχρι που ήρθε η κατάθλιψη, η οποία ήταν η χειρότερη όλων. Ακόμα με ταλαιπωρεί, έχω μια δυσκολία στο να μιλάω. Πέρασα οκτώ χρόνια σε κατάθλιψη μέχρι που ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκα, είδα τον ουρανό και είπα «πάω να τραγουδήσω». Και το έκανα με μεγάλη επιτυχία στις μικρές μουσικές σκηνές, όπως στην μπουάτ «Απανεμιά» στην Πλάκα, όπου πήγα για δύο παραστάσεις και τελικά έκανα είκοσι οκτώ. Μόλις βγω από την κατάθλιψη θα ξανακάνω εμφανίσεις, το παλεύω.
• Ελπίδα μού δίνει το χαμόγελο των εγγονών μου, του Ερμή και του Βίκτωρα, που μόλις τα βλέπω να γελάνε νιώθω την ελπίδα μέσα μου να γιγαντώνεται. Η σχέση μου με την Άννα μου δίνει ελπίδα. Είμαστε μαζί σαράντα οκτώ χρόνια. Περνάνε πολύ γρήγορα ο καιρός, όπως και η ζωή. Και δεν ήταν πάντα εύκολα τα πράγματα.
• Όταν τραγούδαγα με τη Βίκυ Μοσχολιού στον «Ζυγό» το 1976, ήταν φίλη μου η Νατάσα Γερασιμίδου. Ήταν Απρίλιος και με τη Μοσχολιού σκεφτόμασταν να πάμε να τραγουδήσουμε στο πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, το Αριστοτέλειο. Όταν έμαθε η Νατάσα ότι θα πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, μου είπε «Μέμο, τώρα που θα ανέβεις, έλα στο Πανόραμα στο σπίτι μου να φάμε το μεσημέρι». Πήγα, λοιπόν, κι ενώ καθόμασταν και μιλάγαμε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Άννα με τα βιβλία της στο χέρι – ακόμα πήγαινε σχολείο. Το πρώτο πράγμα που της είπα ήταν «εσένα θα σε παντρευτώ». Και την παντρεύτηκα. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας.
Aν έχεις κάποιον ν' αγαπάς - Ένα τραγούδι του Θέμη Ανδρεάδη για τη γυναίκα του, Άννα
• Ο τελευταίος δίσκος μου βινυλίου που κυκλοφορεί λέγεται «Του έρωτα και του χαμού» και είναι μια επιλογή τραγουδιών που έγραψα στο στούντιο σε μια έκρηξη δημιουργικότητας το ’23, το ’24 και αρχές του ’25. Από δύο ψηφιακούς δίσκους με 24 τραγούδια που ήταν μόνο στο διαδίκτυο επέλεξα 16 και έκανα το άλμπουμ στο οποίο συμμετέχουν και σημαντικοί καλλιτέχνες νεότερων γενεών, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο ηθοποιός Σπύρος Παπαδόπουλος, ο Δώρος Δημοσθένους, η Μάρθα Φριντζήλα, η Νεφέλη Φασούλη και η εξαιρετική Βιολέτα Ίκαρη.

• Είμαστε απόλυτα άξιοι της μοίρας μας, σε ένα σκηνικό τρόμου, κυριολεκτικά. Γενικά, δεν είναι καλά τα πράγματα – πολιτικά ας μην το συζητήσουμε. Υπάρχει ένας φόβος έντονος και βλέπω ότι είναι πανευρωπαϊκό, για να μην πω παγκόσμιο φαινόμενο η άνοδος της ακροδεξιάς. Είναι πολύ μουντό το περιβάλλον, μουντό το σκηνικό, φοβάμαι ότι θα έχουμε ολοκληρωτισμό σε λίγο καιρό. Στην Αμερική ήδη ξεκίνησε με τον Τραμπ. Το θέμα είναι ότι γίνεται με τέτοιον τσαμπουκά και με τέτοια φασιστική αντιμετώπιση που απορώ πώς ακόμα δεν έχει αντιδράσει η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος.
• Με ενοχλεί το ότι ο πολιτισμός δεν έχει καμία θέση στην κοινωνία, όλα γίνονται φτηνιάρικα και χωρίς κουλτούρα. Με ενοχλεί που η τηλεόραση δεν έχει τίποτα το ουσιαστικό, μόνο σίριαλ χωρίς κάτι θετικό, με ενοχλεί που οι ειδήσεις είναι όλες τρομακτικές, με βιασμούς, φόνους, γυναικοκτονίες, με ενοχλεί που μόνο τέτοια πράγματα ακούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κοντεύουμε να μοιάσουμε με το πρόσωπο του τέρατος – δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω. Δεν βλέπω να υπάρχει χιούμορ, υπάρχει μια χοντράδα η οποία μου θυμίζει τους παλιούς ηθοποιούς της επιθεώρησης, οι οποίοι, όταν δεν είχαν κάτι καλό να πούνε, ένα καλό κείμενο, έβρισκαν κάποιον από κάτω λίγο περίεργο και τον ξεφτίλιζαν για να γελάσουν οι άλλοι. Δεν γελάω, πάντως, με τα αστεία της τηλεόρασης, είναι σαν οι ειδήσεις να προκαθορίζουν και τα κείμενα των σίριαλ.
• Η ζωή με έχει μάθει να είμαι ψύχραιμος. Την έχω ζήσει πολύ έντονα τη ζωή μου και το μόνο πράγμα που με έσωζε, γιατί είμαι άνθρωπος που κάνει λάθη –το μεγαλύτερο είναι ότι είμαι πολύ ενθουσιώδης–, είναι ότι έμαθα να είμαι ψύχραιμος γιατί η απογοήτευση καραδοκεί. Δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία. Η ευτυχία διαρκεί κάτι δευτερόλεπτα, είναι η διάθεση που περνάει μέσα σου και σε κάνει διαυγή, χαρούμενο, αισιόδοξο. Αυτό που λέμε ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει, κι αν υπήρχε, θα ήταν μόνο στη μυθολογία.
Ο νέος δίσκος του Θέμη Ανδρεάδη «Του έρωτα και του χαμού» κυκλοφορεί σε δίσκο κόκκινου βινυλίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.