Φωτογραφία: Γιάννης Τσάκαλος
Μια παράσταση που στηρίζεται αποκλειστικά σε ποιήματα και επιστολές δεν είναι καθόλου εύκολο εγχείρημα. Απαιτεί έρευνα, σωστή επιλογή του υλικού, αρμονικό συνταίριασμα λόγου και σκηνικής πράξης και την ανάλογη ερμηνεία εκ μέρους των ηθοποιών για να μην καταλήξει ένα ασύνδετο φιλολογικό κατασκεύασμα που θυμίζει περισσότερο απαγγελία. Όταν, δε, μιλάμε για μια παράσταση που αφορά τη ζωή και το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, αυτής της πολύ ιδιαίτερης Ελληνίδας ποιήτριας, η δυσκολία μεγαλώνει. Η παράσταση «Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε» που είδα την περασμένη Δευτέρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, και που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε γραπτά της, πετυχαίνει το στόχο της χωρίς να προδίδει και την έντονη προσωπικότητα από την οποία εμπνέεται.
Για πρώτη φορά παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Κάστρο της Καβάλας, στα πλαίσια του αφιερώματος του Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου σε Έλληνες ποιητές και επαναλαμβάνεται τώρα στην Αθήνα μόνο για τέσσερις παραστάσεις.
Η ποίηση της Χατζηλαζάρου ταυτίζεται με την πολυτάραχη ζωή και τους έρωτές της και δεν ξεχωρίζει το λόγο από το βίωμα. Συνδέεται με την εμφάνιση του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, με γνωστές προσωπικότητες του Μεσοπολέμου και του μεταπολεμικού Παρισιού και με μια εντελώς ιδιότυπη «νεωτερική» ερωτική γυναικεία φωνή. Χάνεται από τα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα για χρόνια και επανεμφανίζεται από τότε πολλές φορές.
Έγραφα πριν λίγο καιρό γι’ αυτήν με αφορμή το λεύκωμα «…Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina» που κυκλοφόρησαν πέρσι οι εκδόσεις «Τόπος» για τη ζωή της: «Αλλά σήμερα μοιάζει πιο ζωντανή από ποτέ και επιστρέφει όλο και πιο συχνά τελευταία». Δεν είχα ιδέα τότε για την παράσταση που ετοιμαζόταν αλλά ήρθε για να επιβεβαιώσει αυτήν την αίσθηση ακόμα μία φορά. Όπως δεν είχα ιδέα και για τις ανέκδοτες επιστολές της προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά εδώ –ένα στοιχείο που προσθέτει κι αυτό πολλά στην αναβίωση– και θα κυκλοφορήσουν σύντομα από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια Χρήστου Δανιήλ.
Η δραματουργική απόδοση και η σκηνοθεσία ανήκει στην Δήμητρα Κονδυλάκη που δεν επιχειρεί να ανασυνθέσει όλη της τη ζωή. Τοποθετεί τη δράση σ' ένα κομβικό μεταβατικό σημείο, που μας επιτρέπει να έχουμε μια συνολική εποπτεία. Η χρονική στιγμή είναι το 1945 στο Παρίσι, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου η Μάτση μόλις έχει φτάσει από την Αθήνα με το πλοίο Ματαρόα, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εκεί θα σχετιστεί με τον ανιψιό του Πικάσο ζωγράφο Χαβιέ Βιλατό και θα ζήσουν μαζί για οχτώ χρόνια. Το διαζύγιο της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο θα βγει το 1946 αλλά η αλληλογραφία τους θα συνεχιστεί τα πρώτα δύο χρόνια παραμονής της στο Παρίσι.
Η παράσταση στηρίζεται κυρίως στα ποιήματα αυτής της περιόδου, που εμπνέεται από τη σχέση της με τον Βιλατό και γράφονται στα γαλλικά. Θα εκδοθούν το 1949 με τον τίτλο «Cinq fois» και 35 χρόνια μετά θα μεταγραφούν στα ελληνικά από την ίδια υπό τον τίτλο «Το Δίχως άλλο», θα ενωθούν με την αριστουργηματική δίγλωσση «Αντίστροφη Αφιέρωση - Dédicace à rebours» και θα κυκλοφορήσουν από κοινού από τις εκδόσεις «Κείμενα». Η Κονδυλάκη ενώνει το χάσμα ανάμεσα στις δύο αυτές συλλογές αλλά ταυτόχρονα συνδέει και δύο διαφορετικές στιγμές από τη ζωή της και δύο άντρες που την σημάδεψαν: Βιλατό και Εμπειρίκο. Η επιλογή των ποιημάτων είναι η απολύτως ενδεδειγμένη καθώς στηρίζεται στη δυνατότητα για σκηνική τους απόδοση. Η Μάτση σχεδόν δίνει σκηνοθετικές οδηγίες:
γυναίκα που ντύνεται σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δε
βιάζεται σταματάει συχνά μπροστά στον καθρέφτη
Το σημαντικότερο στοιχείο που προσκομίζει η σκηνοθεσία, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι καταφέρνει να αποδώσει το «βίωμα», την άρρηκτη σχέση μεταξύ των αισθήσεων και των λέξεων στα ποιήματα του «Δίχως άλλο». Όταν η Μάτση γράφει «είδα έναν αχινό» δεν πρόκειται για κανένα λερό ποιητικό σχήμα, είναι ένας ατόφιος αχινός που μπορεί ν’ αγγίξει τα αγκάθια του:
αχινέ σκίσε μου τις θάλασσες
Η κατάληξη φυσικά είναι η «Αντίστροφη αφιέρωση» που είναι και το τελευταίο ποίημα που εξέδωσε η Χατζηλαζάρου. Και συνδέεται ευθέως με τον παραλήπτη στον οποίο απευθύνεται. Η φωνή – υποτίθεται – του Εμπειρίκου ακούγεται κάποια στιγμή να λέει:
Στο γήπεδο της συναντήσεως μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ.
Είναι το «Γήπεδον» από τα «Γραπτά ή προσωπική μυθολογία», που είναι αφιερωμένο στη Μάτση.
Αν και η «Αντίστροφη αφιέρωση» συνδέεται με τον παραλήπτη και με την προϊστορία της δε γίνεται τόσο σαφής ο χρόνος που γράφεται. Δεν ξέρω πως θα μπορούσε αυτό να αποδοθεί σκηνικά αλλά όταν η Μάτση γράφει την «Αντίστροφη αφιέρωση» το 1985 είναι ταυτόχρονα η νεαρή και η 70χρονη Μάτση. Και αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό στο ποίημά της, το ότι καταφέρνει να ανασυνθέσει πλήρως τον ερωτικό χρόνο. Η Αναΐς Νιν είχε πει πως γράφουμε για να γευτούμε τη ζωή δύο φορές, τη στιγμή που τη ζούμε και όταν την αναπολούμε. Η Μάτση μοιάζει να τη γεύεται πολλές φορές.
Η Δέσποινα Παπάζογλου που την ερμηνεύει επί σκηνής ήταν μια Μάτση αέρινη, εύθραυστη, διάφανη, ενθουσιώδης, με αριστοκρατική φινέτσα, κοριτσίστικη φρεσκάδα και κρυστάλλινη εκφορά. Αποδίδει καταιγιστικά στο μονόλογό της τις στιγμές που η Μάτση στιχουργικά ανεβάζει τους ρυθμούς. Βρήκα ωστόσο πως δεν κατάφερε να δώσει όλες τις αντιφάσεις της, όλη την ερωτική παραφορά και τη σκληράδα της Μάτσης, που ήταν ονειρική και γήινη συνάμα, ευάλωτη και άγριο θηρίο μαζί, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούμε να συμπεράνουμε. Τα ποιήματα πάντως τα είχε κάνει κτήμα της και σε συνέπαιρνε με την ορμή της.
Οι φωτισμοί με τις σκιές που πλησίαζαν και απομακρύνονταν επέτειναν την αίσθηση της φιγούρας που φτάνει σε μας μέσα από τα βάθη του χρόνου και τα girlish κοστούμια εποχής της Φωτεινής Γεωργίου –σκηνογράφου και ενδυματολόγου της παράστασης– ήταν πραγματικά κομψοτεχνήματα.
Οι βαρκούλες-γράμματα, οι βαρκούλες-χειρόγραφα του σκηνικού συνόδευαν το διττό ταξίδι γραφής-ζωής, όπως και οι αστερίες, οι πράσινες χάντρες και τα κοχύλια που από τους στίχους είχαν πάρει μεταγραφή για τη σκηνή.
Κορυφαία η στιγμή που η Μάτση γράφει εικονικά πάνω στα σεντόνια, με μανία, υπό το κράτος της έμπνευσης και του πάθους και κουλουριάζεται κάτω από αυτά σε μια προσομοίωση της δημιουργικής διαδικασίας και των ωδινών της γραφής, λες και μπορούμε να δούμε από κοντά τη «μουσούδα του γραφτού» της.
Στο τέλος η μαγνητοσκοπημένη φωνή της ίδιας της ποιήτριας να απαγγέλει το «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» σε ανατριχιάζει με τον αισθαντικό αυθορμητισμό που ρωτά:
…αντί από μέλη να’ χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
– μήπως θέλεις μυρουδιές;
Δεν ξέρω πως θα εισέπραττε όλο αυτό κάποιος εντελώς αμύητος με την ποίηση της Μάτσης αλλά εμένα, πέρα από κάποιες ελάχιστες ενστάσεις στην απόδοση, με συγκίνησε βαθιά. Πετυχημένη απόπειρα σύμπραξης ποίησης και θεατρικού λόγου, μια παράσταση που μου επιβεβαίωσε την πεποίθηση πως η ποίηση στα καλύτερά της είναι αυτό που γράφει η Μάτση: «η ποίηση μας είναι η ζωή» και μπορεί είτε ως πορτραίτο είτε ως λόγος να σβήνει το πρόσωπό της και να ξαναρχίζει.
σχόλια