Μένω στη Νεάπολη των Εξαρχείων είκοσι χρόνια. Είναι μία από τις πιο αρχαίες συνοικίες της Αθήνας. Παλιά ονομαζόταν Πυθαράδικα. Είμαι από τους ανθρώπους που λατρεύουν τα Εξάρχεια. Δεν τα αλλάζω με τίποτα. Είμαι τρισευτυχισμένος εδώ. Πρέπει να ψάξω για να βρω ελαττώματα. Αν ψάχνει κανείς βέβαια, βρίσκει πάντα. Αλλά είναι και θέμα διάθεσης. Αν έχεις καλή διάθεση για τα πράγματα, δεν βλέπεις ελαττώματα.
Τα Εξάρχεια είναι ακριβώς όπως τα νησιά με τους τουρίστες. Οι γηγενείς είναι λίγοι και οι επισκέπτες πάρα πολλοί. Τα βράδια, στα γλέντια, στις γιορτές, έρχονται ορδές «τουριστών» από άλλες περιοχές. Ό,τι ήταν παλιά η Μύκονος για τους «άτακτους» γκέι είναι σήμερα τα Εξάρχεια για τους «άτακτους» στρέιτ. Έλκονται από όλη αυτήν τη μυθολογία της επανάστασης. Έρχονται εδώ για να ξεδώσουν, γιατί κατά έναν παράξενο τρόπο όλη αυτή η μυθολογία τους απελευθερώνει. Mε το που διαβαίνουν το όριο των Εξαρχείων νιώθουν πως έχουν δικαίωμα να καπνίσουν, να πιουν παραπάνω, να σπάσουν.
Όταν πήρα το σπίτι στα Εξάρχεια, το αγόρασα συνειδητά, ξέροντας ότι δίπλα μου έμενε ο Δικταίος, πιο πέρα ο Ιωάννου, η Αρλέτα, που είμαστε φίλοι από παιδιά. Η Νεάπολη των Εξαρχείων ήταν το Κολωνάκι της παλιάς Αθήνας.
Υπάρχει μια μορφή ερωτισμού σε όλο αυτό. Μια μορφή σεξουαλικής κατεύθυνσης που θυμίζει παλιομοδίτικο στρέιτ. Κάτι μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας και Ελλάδας. Εδώ, δηλαδή, ευδοκιμεί ακόμη το είδος αυτό. Λίγο επαναστατικό, λίγο αντρικό. Λίγο οι γκόμενες που παρακολουθούν τις ιδιοφυΐες ν’ απαγγέλλουν, που θαυμάζουν ακόμα το αμπέχονο, το πολύ τσιγάρο, το πολύ ποτό, τις ιδέες. Ένα θολό πράγμα, που είναι όμως ταυτόχρονα και πάρα πολύ ερωτικό. Όλο αυτό θρέφεται συνεχώς σαν μια πυρκαγιά που της πετάς κούτσουρα για να την κρατάς ζωντανή. Aνακυκλώνεται, φουντώνει με τις γενιές, αλλά χάνει ολοένα και πιο πολύ σε περιεχόμενο.
Κι εγώ θύμα αυτής της μυθολογίας είμαι, αλλά ενός άλλου επιπέδου. Μένω εκατό μέτρα από εκεί που έμενε κάποτε ο Λαπαθιώτης. Εγώ, όταν πήρα το σπίτι στα Εξάρχεια, το αγόρασα συνειδητά, ξέροντας ότι δίπλα μου έμενε ο Δικταίος, πιο πέρα ο Ιωάννου, η Αρλέτα, που είμαστε φίλοι από παιδιά. Η Νεάπολη των Εξαρχείων ήταν το Κολωνάκι της παλιάς Αθήνας. Διάβασα πρόσφατα ένα διήγημα του Μητσάκη, του συγγραφέα, που λέγεται "Υπό τη συκήν" και περιγράφει την ιστορία πέντε κοριτσιών που ζούσαν σε αυτή την περιοχή. Ε, μία από αυτές ήταν η πρόγιαγιά μου. Την αναφέρει με το όνομά της. Η συγκίνηση μου ήταν πολύ μεγάλη.
Στα Εξάρχεια αγαπάω το γεγονός πως ό,τι θέλεις το βρίσκεις. Από βιβλιοπωλεία μέχρι κρεοπωλεία, κινηματογράφους και θέατρα. Τι να πρωτοδιαλέξω; Στο περίφημο τρίστρατο, όπου γυρίστηκε η σκηνή που δολοφονήθηκε η Στέλλα στην ταινία, θα βρει κανείς τον καλύτερο φούρνο, που είναι το Άρτιστον. Δίπλα το καλύτερα μανάβικο. Δίπλα, το καλύτερο ψαράδικο και δίπλα το καλύτερο κρεοπωλείο – όλοι αυτοί είναι φίλοι μου. Ξέρεις τι είναι να θες να ετοιμάσεις ένα τραπέζι και να τα έχεις όλα γύρω σου; Συγκοινωνίες, ταξί. Έτσι να κάνεις, βρίσκεις τα πάντα.
Δεν νιώθω καμιά απειλή στα Εξάρχεια. Νομίζω, μάλιστα, ότι η απειλή είναι λιγότερη από παντού, γιατί αυτό που σου πουλάνε είναι πλαστό και τουριστικό. Το ωραιότερο μου το λέει ένας φίλος. Του λέω «τα Εξάρχεια είναι καταπληκτικά», μου απαντάει «είσαι γελοίος, στα Εξάρχεια μένουν όλοι οι φονιάδες», και συνεχίζω «εσύ είσαι γελοίος, δεν ντρέπεσαι με την ξενέρωτη πολυκατοικία που μένεις;». Αφού λέμε διάφορα, καταλήγει: «Καλά, όταν σε βρουν δολοφονημένo με την κιλότα κρεμασμένη, θα σου πω εγώ». Δηλαδή, ο κόσμος έχει αυτή την αντίληψη για τα Εξάρχεια. Για μένα είναι το πιο ασφαλές μέρος.
Κάτι που φαίνεται και από τη λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου, την ωραιότερη και πιο πλούσια αγορά της Αθήνας. Γεμάτη από κόσμο, νέους ανθρώπους, καροτσάκια, άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους. Χαίρεσαι να τους βλέπεις. Δεν μπορεί να γίνει λαϊκή δίχως κόσμο, δίχως ντόπιους. Το Σάββατο στην Καλλιδρομίου είναι μαγεία.
Όταν γινόταν η κατάληψη της Τσαμαδού με πλησίασαν κάτι παιδιά και μου ζήτησαν να πάω να μαγειρέψω. Δέχτηκα και αμέσως πήγα στο Μοναστηράκι, στα παζάρια, και πήρα πορσελάνινα πιάτα, γαβάθες και τα πήγα εκεί με καροτσάκι. Τους μαγείρεψα μακαρόνια με κιμά. Φαίνεται τιποτένιο φαγητό, αλλά άμα το κάνεις σωστά, γίνεται τέλειο. Τους έκανα κρέας κοκκινιστό με ρύζι, ψητά, γλυκά, πολλά φαγητά, σε μεγάλη ποσότητα. Και το δικό μου φαγητό έγινε ανάρπαστο. Τα άλλα μένανε. Δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου. Κάποια στιγμή, μάλιστα, πέρασε και η αστυνομία, βγήκα έξω με την ποδιά στην πόρτα και τα χέρια στη μέση, με είδαν, με αναγνώρισαν από την τηλεόραση, έκαναν στροφή κι έφυγαν.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, έμενα Σπετσών 12 και ανέβαινα στην ταράτσα απ’ όπου έβλεπα κάτω το Πεδίον του Άρεως και τα περίφημα βαριετέ του Οικονομίδη. Και ερχόταν η θεία μου η Νταίζη, μια καταπληκτική γυναίκα, μου έδειχνε τα Εξάρχεια και την Ομόνοια και μου έλεγε «εκεί μην πας ποτέ, είναι κάτι παλιάνθρωποι!».
Είναι παράξενο, αλλά ένα τραγούδι που μου θυμίζει τα Εξάρχεια είναι μια καντάδα που άκουσα παλιά. Ήταν το πρώτο τραγούδι που άκουσα μικρός. Δεν υπήρχαν πολλά ραδιόφωνα τότε και τέτοια πράγματα. Μιλάω τώρα για το ’58-’59. Ήταν δυο νεαροί, 25άρηδες, και τραγουδούσαν το «Γιατί να ζούμε χωρισμένοι, πες μου γιατί». Αυτό με εμπνέει μόνο. Μια καντάδα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO τον Μάρτιο του 2014
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 18.3.2017
σχόλια