Στην οθόνη (ενός μικρού θεάτρου στο Κουκάκι) ένας τύπος με μαύρο κουστούμι και παρωπίδες, τις οποίες έχει φτιάξει μόνος του, σε σχήμα καρδιάς, για να μη βλέπει την ασχήμια του κόσμου, και μια θήκη κιθάρας στο χέρι περπατάει σε ένα αμερικάνικο τοπίο κάπου στο νότιο New Jersey. Πρόκειται για τον Daniel Smith, έναν εκκεντρικό εικαστικό καλλιτέχνη, μουσικό, και ευσεβή χριστιανό, που «παρέσυρε» τα αδέλφια του στο δρόμο μιας αρκετά ιδιοσυγκρασιακής indie rock πορείας, ή καλύτερα σε μια ανθρώπινη «οικογενειακή» υπόθεση που ξεχειλίζει σε αυθεντικότητα, και η οποία διαδόθηκε σύντομα λόγω της «διαφορετικότητάς της» προς την πραγματικότητα των θαμώνων της: της ευρύτερης κοινότητας «άθεων» indie hipsters (της μουσικής και των εικαστικών) που βρήκαν «στη μουσική οικογένεια» τη στοργικότητα που έχασαν «εκ παραδρομής» στον κατασκευασμένο, αντικομφορμιστικό και άκρως ατομικό δρόμο προς μια υποτιθέμενη (ή αγωνία για) νεωτερικότητα.
Ένας απ' αυτούς που έτυχε να βρίσκεται σε κάποιο gig τους το 2001, ο σκηνοθέτης JL Aronson, αποφασίζει να τους κάνει φιλμ. Μετά από πέντε χρόνια, το αποτέλεσμα δια-πραγματεύεται τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη θρησκεία και την οικογενειακή κατάσταση της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής και ευρύτερης μουσικής σκηνής, την αυθεντική αφοσίωση σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς και την ανεπιτήδευτη καλλιτεχνική intuition, η οποία μοιάζει να οδηγεί στην αυτόματη παρουσίαση ενός ανεπεξέργαστου μουσικού και εικαστικού υλικού με έντονες σύγχρονες αναφορές.
Η προσέγγιση του Daniel Smith από τον σκηνοθέτη δεν προδίδει κανενός είδους μανιερισμό - αναμενόμενο καμιά φορά από μουσικά ντοκιμαντέρ. Μάλλον δεν είναι καν μουσικό ντοκιμαντέρ, αλλά μια ιστοριούλα των προσπαθειών και των δοκιμασιών ενός καλλιτέχνη που έχει αποτελέσει τη «σιγανή» έμπνευση πολύ διάσημων συναδέλφων -ενώ αυτός δεν έπαψε ποτέ να οραματίζεται- και μαζί του ετερόκλητου κοινού του. Χωρίς ειδικό προϋπολογισμό αλλά με τη βοήθεια φίλων, οικογένειας και πιστωτικών καρτών -ο ίδιος ο Aronson εξηγεί πόσο δύσκολο είναι να βρεις «χορηγία» για κάτι που δεν πραγματεύεται την πείνα ή άλλα κοινωνικά ζητήματα, αλλά μια αληθινή ιστορία ενός καλλιτέχνη και της οικογένειάς του-, και με μοναδική εγγύτητα και μαζί απόσταση αυθεντικού σεβασμού, τελικά έχουμε ένα ανθρώπινο φιλμ, που παρουσιάζεται στο Μικρό Μουσικό Θέατρο σε συνεργασία με το σκηνοθέτη, πριν ακόμη βγει σε DVD από την Nova Express.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο ακέραιο για τώρα. Σωστό χρόνος (με την έννοια του timing, τόσο παγκόσμιου όσο και τοπικού...), σωστό μέρος, χωρίς φαμφάρες, αφήνουν τους άλλους να χτυπιούνται. Για ακόμη μια φορά σε αυτόν το χώρο, με τις λίγες θέσεις γεμάτες από ανθρώπους που ξέρουν πολύ καλά τι έχουν έρθει να κάνουν, βλέπουμε ένα καταπληκτικό φιλμ, για το οποίο μιλάει σύσσωμη η παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα σε πραγματικό χρόνο (τώρα δηλαδή που γίνεται)... και όχι ένα χρόνο μετά, ή μέσα από την προσομοίωσή του από τοπικούς καλλιτέχνες που ονειρεύονται το life style του αμερικάνικου Νότου... ή οτιδήποτε θα μπορούσε να τους δώσει πέντε σειρές στα διεθνή περιοδικά τέχνης. Η τόση ακρίβεια στις επιλογές είναι εθιστική. Κολλάω στο μέρος και στους συνεργάτες του.
Το φιλμ ξεκινάει το 1994 με την παρουσίαση της πτυχιακής του Daniel στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Rutgers, για την οποία επιστρατεύει τα αδέλφια του (συμπεριλαμβανομένου του μικρότερου αδελφού, που δεν έχει τελειώσει ακόμη το γυμνάσιο) σε μια μουσική performance η οποία αργότερα αποτέλεσε το σχήμα Danielson Famile, που περιόδευε από αίθουσες εκκλησιών σε γνωστά «underground» ροκ «joints», σε φεστιβάλ χριστιανικού ροκ, μέχρι το γνωστό ιndie φεστιβάλ All Τomorrows Parties στην Αγγλία, για να αποθεωθούν σύντομα από περιοδικά και εφημερίδες.
Από το «Rolling Stone» και το «Spin» ώς τους «New York Times» και το «Index» ή το «Art Forum», τα πέντε αδέλφια -δύο κορίτσια και τρία αγόρια- ντυμένα με αυτοσχέδιες στολές, άλλοτε νοσηλευτών, άλλοτε αστυνομικών ή κάτι τέτοιο -και ενίοτε ο Ντάνιελ με τη στολή δέντρου με τους εννέα καρπούς του Αγίου Πνεύματος...- αλώνιζαν τον κόσμο κάνοντας αποκλειστικά το κέφι τους. Η αυθεντικότητά τους δεν μοιάζει να μπορεί να αποσαφηνιστεί. Ακόμη και εάν ο Jeff Buckley ξεσήκωνε τον κόσμο να τους να τους ακούει, ή ο Steve Albini υπήρξε ο παραγωγός ενός από τους πρώτους τους δίσκους, η art avant garde σκηνή τους αγαλλίασε χωρίς να έχει ουσιαστικά λόγια να περιγράψει γιατί. Το ουσιαστικό στοιχείο της αυθεντικότητάς τους δεν εντοπίζεται κάπου συγκεκριμένα. Ίσως και να βρίσκεται σε μια μικρή ρωγμή ανάμεσα στην κοσμική και τη χριστιανική ζωή, την απλή και την εξεζητημένη, που τελικά μένει ενδιαφερόντως ακατανόητη από όλες τις πλευρές, μιας και δεν πέφτει σε προκαθορισμένα σχήματα.
Ίσως και να τα ενσωματώνουν απλώς όλα μαζί, κάτι που θα ήθελαν όλοι να νιώσουν, πέρα από ανασφάλεια και επιτήδευση και χωρίς τη χρήση πρόζακ. Στο ύφος μιας παιδικής παράστασης, που μάλλον προκύπτει από την ανιδιοτελή πίστη τους στον Θεό, παρουσίασαν μια πολύ ενδιαφέρουσα, πειραματική εικαστική και μουσική δραστηριότητα... και τελικά κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή μια ανέμελη και αφελή ελπίδα, όμοια με αυτή του Πήτερ Παν, που τον βοηθούσε να πιστεύει στη «Χώρα του Ποτέ».
Το φιλμ αφήνει να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια φυσιολογική οικογένεια με στοργικούς ανθρώπους, που κατάφεραν με ανεξήγητο τρόπο να τροφοδοτούν με την σχέση τους μια ανέλπιστη δημιουργικότητα, η οποία οδήγησε σε ένα φρέσκο αποτέλεσμα. Χωρίς συμβάσεις (παρ' όλο που μοιάζει να στηρίζονται σε αυτές φαινομενικά), όταν π.χ. ο γάμος και τα παιδιά δυσκόλευαν την πορεία της μπάντας, απλά άλλαζε το σχήμα της. Το φιλμ θα παιχτεί ξανά τον Μάιο. Τεντώστε τα αυτιά και συντονιστείτε, για να μην το χάσετε αυτή την φορά· θα μπορούσε να επιδράσει σωτήρια σε νέους σύγχρονους καλλιτέχνες και νέους μουσικούς...
σχόλια