ΠΑΡΟΤΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ακόμα πολλοί συμπατριώτες μας που «κλωτσάνε» (φανερά ή διακριτικά) στο λυρικό κάλεσμα της φωνής του Στέλιου Καζαντζίδη ή στην όλη μυθολογία που τον περιβάλλει ή και στα δύο, δεν υπάρχει σύγκριση με ενός είδους πόλωσης –και όχι απαραίτητα «ταξικού» τύπου– που προκαλούσε παλιότερα η περίπτωση του μεγάλου λαϊκού βάρδου.
Αλλά η φωνή του και μόνο, πέρα από την μελοδραματική και περιπετειώδη σαπουνόπερα της ύστερης ζωής/καριέρας του –τον αναχωρητισμό, την κυρία Γεσθημανή, τις διενέξεις με τις δισκογραφικές, τις δίκες, τα παράπονα, τις έριδες, την μανία καταδίωξης, τα ακραία παραληρήματα κατά των «Εβραίων» προς το τέλος– που την παρακολουθούσαμε σε συνέχειες στην τηλεόραση από παιδιά, ήταν πάντα τόσο χαρακτηριστική και τόσο επιβλητική που μπορούσε να σε καταπιέσει. (Εξίσου καταπιεστικός υπήρξε, σε άλλο πλαίσιο, και ο Καζαντζάκης, ένας αλλά βαρύς θεσμός αλλά και, λόγω κοινής ρίζας των επωνύμων τους, “doppelganger” του Καζαντζίδη στην μηχανή αναζήτησης της Google).
Ο Καζαντζίδης δεν ήταν για όλους, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Και σίγουρα δεν ήταν για «λαϊκό κέφι», ειδικά για εμάς, τους τουρίστες του είδους. Ήταν και κάτι μυστήριοι τύποι από αυτούς που δήλωναν ότι ακούνε «μόνο Στελλάρα», οι οποίοι, δεν βοηθούσαν με τον στεγνό (ή ακαδημαϊκό σε κάποιες «κουλτουριάρικες» περιπτώσεις) οπαδισμό τους στην κατάρριψη των προκαταλήψεων που τρέφαμε εναντίον του.
Ο Καζαντζίδης δεν ήταν για όλους, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Και σίγουρα δεν ήταν για «λαϊκό κέφι», ειδικά για εμάς, τους τουρίστες του είδους.
Προς κάποια υπεράσπισή μας πάντως, και παρότι ακούγαμε ήδη αρκετή ελληνική μουσική, έστω και με πολύ επιλεκτική προδιάθεση, δεν ξέραμε τότε πόσα φοβερά τραγούδια έχει πει. Είχαμε μείνει στο στερεότυπο της «κλάψας» και οι «εξομολογητικές» εμφανίσεις του ίδιου του Καζαντζίδη στα μέσα ενημέρωσης, παρά το ενδιαφέρον που είχαν, και μουσικά αλλά και ως «reality drama», μας προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερο μπέρδεμα.
Τώρα ξέρουμε ότι κατέχει τη μυθική θέση που κατέχει όχι μόνο εξαιτίας της φωνής και της ιδιοσυγκρασίας του αλλά και των πολλών φοβερών τραγουδιών που έχει πει, και μάλιστα σε όλες τις φάσεις της επεισοδιακής και «ανισόπεδης» καριέρας του. Έχει προ πολλού περάσει στην περιοχή των συμβόλων στα οποία προβάλλονται αμφίσημα και αντιφατικά πράγματα, σαν αυτά που εξέφραζε κατά καιρούς κι ο ίδιος. Μουσικά όμως, είναι αδύνατον να τον αρνηθεί κανείς, όσο κι αν θα το ήθελε ίσως.
Οι χειρότερες στιγμές για τη δημόσια εικόνα του (παρότι είναι πολλοί που θεωρούν τον τότε παραληρηματικό του λόγο ως «προφητικό» ή «πατριωτικό») ήταν τρία μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, όταν κάθε τόσο καταφερόταν εναντίον των «Εβραίων» που τον κυνηγούσαν παντού. Έγραφε τότε ο «Ιός» της Ελευθεροτυπίας σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Νυχτερίδες και Εβραίοι» και ημερομηνία 14/2/1998, για τη «συστηματική αντι-ισραηλιτική υστερία του Στέλιου Καζαντζίδη στα βραδινά δελτία ειδήσεων: Οι μεγαλομανιακές φοβίες του τραγουδιστή έχουν να μαρτυρήσουν πολλά και για την επιβίωση ενός στερεότυπου που θέλει τον Έλληνα λεβέντη ("Είμαι παλικάρι εγώ, είμαι άνδρας") να αντιπαλεύει ως άλλος Χριστός ("Ανεβαίνω διαρκώς το Γολγοθά μου") την αφόρητη αδικία του κόσμου. Στο σχήμα αυτό, οι γυναίκες είναι υποχρεωτικά προδρότρες και οι ξένοι υποχρεωτικά αντίπαλοι. Κι αν αγιοποιούνται οι μητέρες, είναι γιατί αυτές ανασταίνουν τους γιους, αναπαράγοντας τη φυλή που επιβουλεύονται οι "άλλοι"…».
Λίγες μέρες μετά, η Μαριάννα Τζιαντζή, σ΄ ένα κείμενό της με τίτλο «Στεγνό δάκρυ και κωφάλαλο γέλιο» που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Πριν, ήταν πιο επιεικής: «Ας του αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να έχει εχθρούς ή να κατασκευάζει ομοιώματα εχθρών. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της φωνής και του μύθου του Στέλιου δεν έχει διαστάσεις και υλική υπόσταση. Οι χειρότεροι εχθροί του (αλλά και εχθροί της δικής μας νοσταλγίας και αγάπης) είναι οι καιροί που αλλάζουν…».
Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός (Οι αδίστακτοι, 1965)
Δεν βιάζομαι να δω την ταινία για την ζωή του (δεν πεθαίνω για βιο-δραματικές αναπαραστάσεις «εποχής», ακόμα και για τις πιο εκλεκτές, αλλά κάποια στιγμή γιατί όχι;), μου αρκεί να βλέπω πού και πού στο YouTube τη σκηνή από την εξαιρετική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη, «Οι αδίστακτοι» (1965) όπου ανεβαίνει ο Κούρκουλος στο πάλκο που βρίσκεται ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα και σιγοντάρει μαζί τους στο «Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός» (μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου).
Θυμάμαι πάντα και μια σκηνή από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Είναι απόγευμα και σπαταλάμε πολύτιμο χαρτζιλίκι στο «ουφάδικο» της γειτονιάς, όταν μπουκάρει ξαφνικά άγνωστος, και λίγο μεγαλύτερος από εμάς, «εξωσχολικός» τύπος και με τη μία χτυπάει high score σ’ ένα από τα μηχανήματα του μαγαζιού (Space Invaders; Pacman; κάτι τόσο vintage πάντως). Μετά από λίγο έφυγε, λες και ο στόχος του ήταν αποκλειστικά να μας ψαρώσει, και τότε είδαμε τι όνομα είχε βάλει πλάι στο αστρονομικό του σκορ. Εκεί που άλλοι έβαζαν συντομογραφίες γνωστών συγκροτημάτων, όπως «Led Zep» ή «Black Sab», εκείνος είχε γράψει απλά και επιβλητικά: «Stel Kaz».