Του Σωτήρη Βανδώρου από το bookpress
Είναι «αναμφίβολα και πέραν κάθε σύγκρισης ο πιο μοχθηρός και αδίστακτος παλιάνθρωπος που υπάρχει στον κόσμο και ντρέπομαι ειλικρινά για όλα όσα έγραψα ποτέ υπέρ του».
Τι μπορεί να προκάλεσε τέτοια οργή στο λογικό, μετρημένο και με «καλούς τρόπους» Ντέιβιντ Χιουμ ώστε να απευθύνει αυτούς τους τρομερούς χαρακτηρισμούς στο γνωστό σε όλη την Ευρώπη για την «ευαισθησία», αλλά και τα βάσανά του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ; Δεν είναι άλλωστε ο αποκαλούμενος στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού «καλός Νταβίντ» εκείνος που αναλαμβάνει πρόθυμα να συνταξιδέψει με τον κατατρεγμένο Ζαν-Ζακ από την ηπειρωτική Ευρώπη στην Αγγλία, όπου και θα μεριμνήσει να βρει ο προστατευόμενός του ασφαλή κι άνετη διαμονή; Βέβαια, ο βαρόνος του Χόλμπαχ, γνωστός και των δύο, είχε αποτρέψει το Σκότο φιλόσοφο να μπλέξει με τον Ελβετό φυγάδα, χρησιμοποιώντας ασυνήθιστα αιχμηρές διατυπώσεις: «Δε γνωρίζεις τον άνθρωπό σου. Έχεις βάλει ένα φίδι στον κόρφο σου». Ο Χιουμ δεν τον άκουσε. Θα το μετανιώσει χίλιες φορές.
«Ο σκύλος του Ρουσσό» εστιάζει στη σύγκρουσή τους, η οποία, δεδομένου ότι αφορούσε δύο διασημότητες της εποχής και συντίθεται από σκανδαλιστικά περιστατικά, πήρε τεράστιες διαστάσεις στον Τύπο, ενώ παρακίνησε πολλούς να επιδοθούν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στη μονομανία των εγγράμματων ανθρώπων της εποχής, την επιστολογραφία. Είναι κατεξοχήν αυτά τα σωζόμενα ντοκουμέντα –εφημερίδες, φυλλάδια, επιστολές– στα οποία αναδιφούν οι συγγραφείς του βιβλίου, βραβευμένοι δημοσιογράφοι του BBC, προκειμένου να ξεδιπλώσουν τις πτυχές αυτού του μνημειώδους καβγά. Και μολονότι θα προτιμούσαμε να καταπιαστούν με μια διαμάχη που μπορεί να μην έχει ανάλογη δραματική κορύφωση, αλλά διαθέτει περισσότερο περιεχόμενο στο επίπεδο των ιδεών –π.χ. Ρουσσώ-Βολταίρος–, ομολογουμένως μεταφέρουν πολύ καλά τη διανοητική ατμόσφαιρα της εποχής.
Βρισκόμαστε στα 1762. Ο πενηντάχρονος Ρουσσώ, σήμερα περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας του «Κοινωνικού Συμβολαίου» και προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης, γνωρίζει ασύγκριτη επιτυχία ως συγγραφέας του μάλλον λησμονημένου πια ρομάντζου «Νέα Ελοΐζα», ενός από τα μπεστ σέλερ του αιώνα των Φώτων που προκαλεί λιποθυμίες και υστερικά επεισόδια στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα, όμως, αντιμετωπίζει τη μήνη ιερατείων και πολιτικών αρχών κυρίως με τον «Αιμίλιο», την πραγματεία του περί αγωγής, που εκλαμβάνεται ως κήρυγμα υπέρ της αθεΐας και της ανηθικότητας. Μέσα στην επόμενη διετία, βιβλία του παραδίδονται στην πυρά, στο Παρίσι εκδίδεται ένταλμα σύλληψης, σε ελβετικές πόλεις όπου καταφεύγει δέχεται επιθέσεις από πάστορες αλλά και από το θρησκόληπτο όχλο. Σε μια από αυτές η ζωή του κινδυνεύει. Ο ίδιος είναι απογοητευμένος, η σύντροφός του –που την παρουσιάζει ως οικονόμο του– κι ο Σουλτάνος, ο πιστός του σκύλος, είναι φοβισμένοι, οι φίλοι του ανήσυχοι. Πρέπει να φύγει.
Την ίδια περίοδο, ο Χιουμ, σήμερα περισσότερο γνωστός για τα φιλοσοφικά του έργα και τη συνεισφορά του στον Εμπειρισμό, χαίρει εκτίμησης πρωτίστως ως συγγραφέας της πολύτομης Ιστορίας της Αγγλίας. Η τύχη τα φέρνει έτσι ώστε να υπηρετεί στην πρεσβεία της Αγγλίας στο Παρίσι, κάτι που του δίνει την ευκαιρία να γνωριστεί με την κοινωνική και πνευματική ελίτ της πρωτεύουσας του Διαφωτισμού, συμμετέχοντας συστηματικά στις συνάξεις της στα περίφημα λογοτεχνικά σαλόνια. Αναλαμβάνει να συνοδέψει τον Ρουσσώ με το σκύλο του –η σύντροφός του για την ώρα θα μείνει πίσω– στη φιλελεύθερη κι ανεκτική Αγγλία και να του βρει κατάλληλη διαμονή. Όμως, αυτή η αποστολή θα έχει αναπάντεχη εξέλιξη. Ο φυγάς θα εκδηλώσει σιγά-σιγά σε σημείο παροξυσμού όλες του τις ιδιοτροπίες: κυκλοθυμία, θεατρινισμοί, παράλογες εμμονές. Κυρίως, όμως, θα πυροδοτηθεί το σύνδρομο καταδίωξης από το οποίο υπέφερε. Από ένα σημείο και μετά, στο μυαλό του Ρουσσώ, ο Χιουμ παύει να είναι ο προστάτης του. Μετατρέπεται σε συνωμότη μιας καλά σχεδιασμένης πλεκτάνης με στόχο την κατασυκοφάντηση, ενδεχομένως και τη φυσική του εξόντωση. Ο Χιουμ, αντί ευγνωμοσύνης, εισπράττει έτσι απίστευτες κατηγορίες και ύβρεις. Η κατάσταση θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο, καθώς ο συνετός Σκότος θα αντιδράσει υπερβολικά, σε βαθμό που οι Γάλλοι φίλοι του εκπλήσσονται.
Ίσως, να ισχύει αυτό που λένε οι συγγραφείς του βιβλίου: «Ενώ οι λογικοί δεν μπορούν να λογικέψουν τους τρελούς, οι τρελοί μπορούν να τρελάνουν τους λογικούς». Μπορεί, πάλι, η απορία του Χιουμ για τη σχέση του Ρουσσώ με το σκύλο του να εξηγεί γιατί ο Σκότος δεν κατάφερε να κατανοήσει την αγνωμοσύνη του Ελβετού προστατευόμενού του: «η λατρεία που έχει για αυτό το πλάσμα είναι κάτι το ασύλληπτο κι απερίγραπτο». Δηλαδή, ο ευφυέστατος κατά τα άλλα Ντέιβιντ δεν μπόρεσε να συναισθανθεί ότι στον Σουλτάνο, η πονεμένη καρδιά του Ζαν-Ζακ έβρισκε αυτό που τόσο ποθούσε να χαρεί στους ανθρώπους, το μόνο που πραγματικά εκτιμούσε, και το οποίο σπάνια και πρόσκαιρα μπορούσε να απολαύσει από αυτούς· την ανυπόκριτη συντροφικότητα, την ολοκληρωτική αφοσίωση, την άνευ ορίων αγάπη· και στο τετράποδο αυτό, παρά τους μπελάδες που τού προξενούσε, ανταπέδωσε αυτά τα συναισθήματα με απόλυτη αμοιβαιότητα, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.
σχόλια