Ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει κανείς προκειμένου να καταλάβει το πώς η Ελλάδα έφτασε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα είναι το εξής πρόσφατο:
Πώς γίνεται να είναι κανείς Αριστερός (της μανιασμένης αντικαπιταλιστικής απόχρωσης) και ταυτόχρονα να ανεβάζει στο δίκτυο σχόλια του τύπου «RIP Steve Jobs»; Πώς είναι δυνατόν κάποιος αντικαπιταλιστής να «θρηνεί» (έστω με τον υπερ-μινιμαλιστικό τρόπο του σχολίου στο facebook ή το twitter) για έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να υπάρξει, να δράσει και να δημιουργήσει μόνο στον καπιταλισμό;
Η απάντηση βρίσκεται στην πολύ ελληνική διάσταση μεταξύ ταμπέλας και περιεχομένου. Ο παραπάνω αυτοπροσδιοριζόμενος Αριστερός δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τζαμπατζής, από free-rider. Θέλει όλα τα οφέλη ενός συστήματος, αλλά και την πολυτέλεια να βρίσκεται έξω από αυτό.
Και, δυστυχώς, ο ανθρωπότυπος αυτός είναι κυρίαρχος τριγύρω μας.
Θέλει ευημερία και την ευαγγελίζεται, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις προϋποθέσεις της δημιουργίας και της διατήρησής της – ακόμα και σήμερα που το μοντέλο του χθες χρεοκόπησε, δεν μπαίνει καν στη συζήτηση για το τι ρεαλιστικό, δίκαιο και αποτελεσματικό μπορούμε να βάλουμε στη θέση του. Του αρκεί να διαδηλώνει το μένος του.
Δηλώνει διεθνιστής, όμως τάσσεται υπέρ του προστατευτισμού της εθνικής του οικονομίας, αδιαφορώντας για το ότι, με την στάση του αυτή, μεταξύ άλλων, αποκλείει τις φτωχές χώρες από το μόνο δρόμο εξόδου τους από τη φτώχεια.
Δηλώνει φιλεργατικός, και την ίδια ώρα αρνείται καν να σκεφτεί τους όρους και τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, μείωσης της ανεργίας, βελτίωσης των συνθηκών ζωής των φτωχότερων – όλα αυτά είναι για εκείνον ζήτημα «πολιτικής βούλησης» και «αγωνιστικών διεκδικήσεων».
Δηλώνει εξισωτιστής, και ταυτόχρονα καταναλώνει – ή ορέγεται – προϊόντα που δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χωρίς το κίνητρο του κέρδους ή, για να πάμε πιο βαθιά στην οικονομική θεωρία, χωρίς η ελεύθερη αγοραία διαμόρφωση των τιμών να βοηθά ως απαραίτητη πληροφορία ανθρώπους σαν τον Jobs να υπολογίζουν τα ρίσκα που παίρνουν σχεδιάζοντας προϊόντα και υπηρεσίες που, όταν τα δούμε, μπορεί και να μας αρέσουν.
Ο Steve Jobs ανήκε στις δημιουργικές δυνάμεις ενός πολιτισμού ελευθερίας. Τα επιτεύγματά του μόνο σε έναν τέτοιο πολιτισμό – του ρίσκου και του ανταγωνισμού, της προσωπικής ευθύνης, της χρηματικής επιβράβευσης του αποτελέσματος και όχι της προσπάθειας ή του ήθους – θα ήταν εφικτά. Όποιος πιστεύει ότι μπορεί ταυτόχρονα να εκτιμά τα αποτελέσματα, υλικά και άυλα, αυτού του πολιτισμού και ταυτόχρονα να οραματίζεται ή να επιδιώκει την κατάλυσή του και την αντικατάστασή του από κάτι άλλο, οφείλει να καταθέσει με ποιον τρόπο, ενάντια στην οικονομική επιστήμη και την Ιστορία, θα πετύχει την πολυπόθητη αυτή σύνθεση των αντιθέτων.
Γιατί εντέλει, στο σημείο που έχουμε φτάσει εδώ στην Ελλάδα, θα είναι κρίμα να μην αρχίζουμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε ότι τα ευχολόγια δεν αρκούν, ότι ο «άλλος κόσμος που είναι εφικτός» θα πρέπει να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο αν οι ευαγγελιστές του θέλουν να αποτελεί πολιτική πρόταση και όχι σύνθημα, ότι ο επίλογος «όλα είναι θέμα παιδείας» δεν επαρκούσε ούτε καν στις γυμνασιακές μας εκθέσεις.
Κατά τα άλλα, Θεός σχωρεσ’ τον μακαρίτη και να ‘μαστε καλά να δούμε κι άλλους σαν του λόγου του. Όχι γιατί ήταν καλός άνθρωπος – δεν τον ήξερα προσωπικά – αλλά γιατί αυτά που έκανε μου άρεσαν και μου ήταν χρήσιμα. Κι αυτό, στην Μεγάλη Ανοικτή Κοινωνία, όταν μιλάμε για ανθρώπους που ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι μας ήταν, είναι αρκετό.
Του ratio vincit
σχόλια