Ο σιδηρούς πλοίαρχος του Raoul Walsh
Η ταινία που σημάδεψε την παιδοσύνη μου, μολονότι δεν είναι τίποτα
παραπάνω από μια συμβατική, καλογυρισμένη περιπέτεια. Μια ναυτική ιστορία που εξελίσσεται στα νερά του Ειρηνικού, την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων (1807). Γυρίστηκε στα 1951, τηνπρωτοείδα ένα χρόνο αργότερα, στα έξι μου, και την ξαναείδα άλλες πέντε φορές, όπως με υπερηφάνεια διατυμπάνιζα. Στη δεκαετία του 1950, η δράση με τα μπρίκια και τις κορβέτες ήταν το ανάλογο των διαστημικών περιπετειών και των διαστημικών ηρώων, τριάντα χρόνια αργότερα. Έβγαινα κάθε φορά από το σινεμά μαγεμένος, μ’ ένα περίεργο μούδιασμα στα άκρα, αλλά και στα ενδότερα. Πολύ αργότερα έμαθα τον αγγλικό τίτλο και το ότι ο σιδηρούς πλοίαρχος στις «μεταλλικές επιφάνειες» του οποίου ανακλούσε το έκθαμβο βλέμμα του, ήταν ο Gregory Peck. Αντιθέτως, από τις πρώτες φορές γνώριζα το όνομα της συμπρωταγωνίστριας (όνομα φετίχ αργότερα στα πρώιμα ερωτικά σκιρτήματα): Virginia Mayo.
O γελωτοποιός του βασιλέως των Melvin Frank και Norman Panama
Αν Ο σιδηρούς πλοίαρχος επηρέασε γόνιμα (εννοώ για την αγάπη μου
προς τον κινηματογράφο– τα παιδικά μου χρόνια, Ο γελωτοποιός του
βασιλέως είχε την ανάλογη επίδρασή του στην πρώιμη εφηβεία μου.
Όχι, δεν πρόκειται για μεγάλη ταινία (μολονότι σπιρτόζα, πανέξυπνη και
γεμάτη ευρήματα), αλλά διέθετε έναν μεγάλο ηθοποιό: τον Danny Kaye.
Γράφω «ηθοποιό» και νιώθω πως ο προσδιορισμός είναι ελλιπής. Προσθέτω: και τραγουδιστής και μίμος και κλόουν και «ταχυδακτυλουργός», με τη φωνή και την έκφραση και τη γκριμάτσα (οι άπιστοι ας κατεβάσουν από το διαδίκτυο το Tchaikovsky and Οther Russians, που τον καθιέρωσε εν μια νυκτί, στα 1941). Να προσθέσω πως Ο γελωτοποιός υπήρξε η αφορμή της γνωριμίας και η αρχή της λατρείας, η οποία μεγάλωσε με τον Κύριο Επιθεωρητή (Inspector General), βασισμένο στον Γκόγκολ, και ισχύει έως σήμερα, παρ’ όλο που –φευ!– οι (λίγες συγκριτικά) ταινίες του είναι δυσεύρετες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά –πράγμα ανεξήγητο– και στο εξωτερικό.
Οι διακοπές του κυρίου Ιλό του Jacques Tati
Αυτή η φιγούρα –ενσάρκωση όλων των ονειροπόλων της Γης που κινείται συνεχώς άτσαλα, αφηρημένα, αλλά όχι ασυνείδητα, και παραμένει έκθαμβη και αγέλαστη από όσα συμβαίνουν (ή δεν συμβαίνουν) γύρω της, εγκαινιάζει εδώ μια περιήγηση στη μοναξιά του ανθρώπου και, περισσότερο απ’ τις άλλες ταινίες του που ακολούθησαν, αφήνει την ποίηση να νοτίσει τα πλάνα αυτής της (τρόπος του λέγειν) κωμωδίας. Ο σκηνοθέτης-ηθοποιός Τατί, που δεν καταδέχεται (όπως και σ’ όλο το έργο του) ένα κοντινό πλάνο στον ήρωά του, παίζει ευφυώς με το οπτικό εύρημα και το ηχητικό σχόλιο, τα οποία δεν αποκτούν ποτέ την τραχύτητα του αμερικανικού gag. Πολλοί του επιφύλαξαν θέση πλάι στον Charlie Chaplin. Προσωπικά, τον τοποθετώ πλάι στον Buster Keaton.
Μύριελ του Alain Resnais
Ένα ανελέητο παιχνίδι χρόνου, αναμνήσεων και πραγματικότητας, με
σκηνοθετική μαεστρία και ευρήματα που έκοβαν την ανάσα, τόσο όσο
και η ψυχρή ομορφιά και η τέλεια μάσκα της πρωταγωνίστριας, Delphine
Seyrig. Μολονότι λάτρης του Χιροσίμα, αγάπη μου (1959) και του Πέρσι στο
Μαρίενμπαντ (1961) του ιδίου σκηνοθέτη, βγήκαμε από τον «Έσπερο»
ξετρελαμένοι. Χρησιμοποιώ πληθυντικό, γιατί, εκείνο το ανοιξιάτικο
βραδάκι του 1964, ήμουν μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη, τον ποιητή
Νίκο Παναγιωτόπουλο, τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και τον ζωγράφο
Βασίλη Κυπραίο. Έκτοτε δεν έχω ξαναδεί την ταινία και, μάλλον, ούτε πρόκειται, γιατί, ώς τώρα, πολλές ταινίες –ειδικά του γαλλικού νεωτερισμού– έχουν στα μάτια οδυνηρές ρυτίδες (το Μαρίενμπαντ δεν μπορώ πια να το δω). Προτιμώ την ανάμνηση της ταινίας, όπως άλλωστε ταιριάζει και στο θέμα.
Αρσενικό-Θηλυκό του Jean-Luc Godard
Είδα την ταινία την εβδομάδα του χουντικού πραξικοπήματος (17 ή 18
Απριλίου), στο «Άστυ». Διαθέτει όλη την γκονταρική δεξιοτεχνία και τα
αφηγηματικά ή μονταζιακά ευρήματά του, αλλά με ασυνήθη λιτότητα.
Θα πρόσθετα πως υπάρχει πανταχού παρούσα μια συναισθηματική
αύρα, μάλλον απούσα σε άλλες ταινίες του, όπου πρωτοστατούν ο
εγκεφαλισμός και το εφέ. Πολλές ταινίες του που τότε λάτρευα, έχουν στα μάτια μου γεράσει – αυτή, όχι. Την ξαναείδα φέτος και αισθάνθηκα τα ίδια έντονα προδικτατορικά μου συναισθήματα.
O άγνωστος του εξπρές του Alfred Hitchcock
Ο Χίτσκοκ ήταν και παραμένει η μεγάλη κινηματογραφική μου αγάπη.
Έχω δει συστηματικά όλες του τις ταινίες (57, αν μετρήσουμε και τις
μικρού μήκους), και οι περισσότερες βρίσκονται στο προσωπικό μου
πάνθεον. Όμως, ακόμα κι αυτές –οι λίγες– που δεν μ’ αρέσουν (π.χ. Τοπάζ,
Σχισμένο παραπέτασμα, Στον αστερισμό του Αιγόκερω, Το κυνήγι του
κλέφτη) με ενδιαφέρουν. Η ανθολογική μου πεντάδα θα ήταν: Νύχτα αγωνίας (Spellbound, 1945), Notoriοus (1946), Σιωπηλός μάρτυς (Rear Window, 1954), Δεσμώτης του ιλίγγου (Vertigo, 1958) και η ταινία την οποία τελικώς επιλέγω στο κείμενο αυτό.
Ο Άγνωστος του εξπρές συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του
μεγάλου μυθιστοριογράφου τού φακού: εξαιρετικό ρυθμό αφήγησης, συνεχείς κορυφώσεις, σοφή εναλλαγή δράσης και ηρεμίας. Το εισαγωγικό τράβελινγκ στα πόδια προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, έχει τη θέση της σε μια αυστηρή ανθολογία των μεγάλων σκηνών του κινηματογράφου, ενώ ο Truffaut κάνει λόγο για αξιοσημείωτο χειρισμό του μονταζιακού χρόνου. «Πιέζετε βίαια το χρόνο, τον στύβετε σαν λεμόνι» λέει στον σκηνοθέτη. Ο ίδιος ο Χίτσκοκ, που αγαπούσε ιδιαιτέρως την ταινία όπως συνάγεται από τη συνέντευξή του με τον Γάλλο, γκρίνιαζε για τον «απλοϊκό χαρακτήρα» των δύο ηρώων – ατέλεια, όπως ισχυρίστηκε, των διαλόγων του σεναρίου. «Κανείς δεν είναι τέλειος» θα έλεγε ο Billy Wilder. Αυτή η ταινία, όμως, είναι.
O θίασος, του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Πρωτογνώρισα τον Αγγελόπουλο με την μικρού μήκους Εκπομπή
του, η οποία πολύ με είχε εντυπωσιάσει και την οποία, δυστυχώς, δεν
ξαναβρήκα ποτέ. Το να συσχετίζεις, ωστόσο, τον Αγγελόπουλο με κάτι «μικρού μήκους» είναι αδιανόητο, αν και Ο θίασος –η εντελέστερη, κατά τη γνώμη μου,
ταινία του– θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η δεξιοτεχνική συρραφή
πάμπολλων εξαιρετικών ταινιών μικρού μήκους, που δημιουργούν
εντέλει αυτή τη ραγισμένη πολύχρωμη τοιχογραφία της χώρας και της
εποχής. Ο Αγγελόπουλος, εδώ, είναι ο γητευτής του χρόνου –χρόνου, όμως, ιστορικού, όχι προσωπικού–, που το ξετύλιγμά του παραμένει ορθώς ψυχρά εγκεφαλικό και αποστασιοποιημένο, χωρίς στοιχεία προσωπικής αναδρομής. Αν έπρεπε να κρατήσω μία ταινία μικρού μήκους μέσα στην τετράωρη αποθέωση ιστοριών, καταστάσεων, μονολόγων και ευρημάτων, θα επέλεγα το καταπληκτικό (δεκάλεπτο σχεδόν) μονοπλάνο της αντιπαράθεσης αριστερών και φιλοβασιλικών στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, μόνο με χρήση επίκαιρων τραγουδιών (και την καταπληκτική ερμηνεία του μακαρίτη φίλου μου Κώστα Στυλιάρη).
Η συνέχεια της σκηνής στο δρόμο, ξημερώματα, είναι η επιτομή
της τέχνης του Αγγελόπουλου, στη χρονική μετάβαση και φιλμική
αλληλουχία:
M’ ένα τραγούδι και ένα αδιάκοπο τράβελινγκ, οι φασίστες
περνούν από το 1946 στο 1952. Έξοχο!
Τα φτερά του έρωτα του Wim Wenders
Μια από τις ωραιότερες ερωτικές ελεγείες του κινηματογράφου.
Ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό,
ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο – όπως συμβαίνει συνήθως
και με τον έρωτα. Οι ασπρόμαυρες σκηνές του αποκτούν, θαρρείς, χρώμα από τη μαγική φωτογραφία του Henri Alekan: είναι σαν να αποτυπώνονται σε
σελιλόιντ, αλλά να ακουμπάνε σ’ ένα φιλμ από βελούδο.
Ο πολίτης Κέιν του Orson Welles
Δεν νομίζω ότι υπάρχει φίλος του κινηματογράφου που δεν περιλαμβάνει
στις αγαπημένες του ταινίες αυτό το «εξωφρενικό αριστούργημα», όπως
θα έλεγε και ο αγαπημένος του Αχιλλέα Κυριακίδη σκηνοθέτης Fred
Button.
Ξεκινώντας από ένα μεγαλοφυές σενάριο που υπογράφουν ο ίδιος
ο Welles και ο Herman Mankiewicz, ο διαβολεμένος νεαρός αφήνει
άναυδο τον θεατή με τη δεξιοτεχνία και τη στοχαστικότητά του, αλλά
και την αποθέωση της τεχνικής καινοτομίας, που έδωσε νέα διάσταση
στο κινηματογραφικό μάτι (Α, αυτό το βάθος πεδίου! Βλέπε, π.χ., τα
χάπια αυτοκτονίας σε πρώτο πλάνο και μικρή, στο βάθος, την επίδοξη
αυτόχειρα).
Αντιγράφω από το σενάριο την καταληκτική σκηνή με τη λέξη που
στοιχειώνει όλη την ταινία: «Το έλκηθρο βρίσκεται πάνω πάνω στο σωρό. Η κάμερα πλησιάζει, δείχνει τον σβησμένο ροδανθό και, παρότι τα γράμματα έχουν ξεθωριάσει, η λέξη “Rosebud” φαίνεται ξεκάθαρα. Ο εργάτης αφήνει το φτυάρι του, παίρνει στα χέρια του το έλκηθρο και το πετάει στον κλίβανο.
Οι φλόγες αρχίζουν να το καταβροχθίζουν».
Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι
Λατρεύω τις ταινίες του Ταρκόφσκι –ιδιαίτερα τον Αντρέι Ρουμπλιόφ και
τον Καθρέφτη–, αλλά καμία δεν μου έδωσε τόση αισθητική συγκίνηση,
όσο η Νοσταλγία.
Τη θεωρώ ως την απόλυτη κινηματογραφική σπουδή στη μοναξιά και
στην ελλειπτική καταγραφή της σιωπής, μ’ έναν διαχειρίσιμο μυστικισμό
και αινιγματικά πλάνα απίστευτης πλαστικότητας και ομορφιάς.
Το τελικό πλάνο της ταινίας αποτελεί την ωραιότερη σκηνή στην
προσωπική κινηματογραφική μυθολογία μου – ένα πλάνο φαινομενικής
απλότητας, που καταφέρνει να συγκεράσει μαγικά μνήμη, όνειρο, όραμα
και χρόνο, αλλά και τόσο σύνθετο, ώστε κανένας φίλος μου σκηνοθέτης
(και έχω πολλούς) δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει την υλοποίησή του.
Για το πλάνο αυτό, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος γράφει: «Η εικόνα,
σε απόλυτη ακινησία, είναι ζωντανή και νεκρή μαζί.
Άραγε είναι όραμα του ζωντανού ακόμα Γκόρτσακοφ, ή μήπως είναι η αιωνιότητα της φαντασίας του;».
σχόλια