Το περασμένο Σάββατο απαγχονίστηκε η Ρεϊχανέχ Τζαμπαρί. Η Τζαμπαρί είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία ενός άντρα που ήθελε να τη βιάσει. Τον σκότωσε στην προσπάθειά της να προστατεύσει τον εαυτό της. Η Ρεϊχανέχ είχε προλάβει να στείλει μια επιστολή στη μητέρα της μέσα από τη φυλακή Εβίν στην Τεχεράνη. Χάρη σε ιρανούς ακτιβιστές το γράμμα πέρασε στο εξωτερικό και δημοσιεύθηκε στα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, όπως και στην Ελλάδα.
Τις επόμενες μέρες, ο κόσμος μου έστειλε σε προσωπικά μηνύματα στα social media, τα διαφορετικά άρθρα που δημοσίευσαν την επιστολή της Ρεϊχανέχ. Οι περισσότεροι με τους οποίους μίλησα στο τηλέφωνο μου εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους. ''Μάθαμε και για κείνο το κορίτσι που το κρέμασαν'' ή μια γειτόνισσα που πέτυχα στο σούπερ μάρκετ μου είπε ''Τι σας κάνουν βρε Νικόλα εκεί κάτω;''...
Η Ατεφάχ μόλις άκουσε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τράβηξε τη μαντήλα της, φανέρωσε τα μαλλιά της, έβγαλε ένα από τα παπούτσια της και το εκτόξευσε στα μούτρα του δικαστή.
Το άδικο τέλος της Ρεϊχανέχ συγκίνησε πάρα πολύ τον κόσμο. Για μένα, η εκδήλωση αυτής της συμπαράστασης δηλώνει πως στη ζοφερή κατάσταση που ζούμε όλοι μας, οι οικουμενικές αξίες του ανθρωπισμού παραμένουν αλώβητες για πολλούς συνανθρώπους μας και εύχομαι ολόψυχα να επιζήσουν με τη μεταβίβασή τους στις επόμενες γενεές.
Η Ρεϊχανέχ δεν ήταν το πρώτο θύμα του σκληρού παραλογισμού που επικρατεί στο Ιράν. Δεν θα είναι ούτε και η τελευταία. Το 2004, η δεκαεξάχρονη Ατεφάχ Ρατζαμπί καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή υπήρξε θύμα βιασμού. Δίκοπο μαχαίρι όλη αυτή η ιστορία με τις γυναίκες που κινδυνεύουν να πέσουν θύματα βιασμού.
Η Ατεφάχ μόλις άκουσε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τράβηξε τη μαντήλα της, φανέρωσε τα μαλλιά της, έβγαλε ένα από τα παπούτσια της και το εκτόξευσε στα μούτρα του δικαστή.
Μετά την εκτέλεσαν.
Δυστυχώς, το Ιράν επανέρχεται στην επικαιρότητα μόνο με αρνητικές ειδήσεις. Θανατικές εκτελέσεις, πυρηνικό πρόγραμμα, σεισμός που ισοπεδώνει χωριά σε κάποια επαρχία και αφήνει εκατοντάδες νεκρούς, ιρανή ηθοποιός που κινδυνεύει από δημόσιο μαστίγωμα επειδή φίλησε στο μάγουλο έναν άντρα στο Φεστιβάλ Καννών... Η μόνη ευχάριστη είδηση ήταν η βράβευση της καθηγήτριας μαθηματικών Μαριάμ Μιρζαχανί αλλά και αυτή δεν έχει άμεση σχέση με το Ιράν αλλά το προσωπικό και κοπιαστικό έργο μιας Ιρανής που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ.
Η πιο δύσκολη ερώτηση που μπορούν να μου θέσουν είναι ''Τι είναι το Ιράν για σένα;''. Δεν είναι απλώς χώρα ή πατρίδα.
Αν στις ψυχές μας υπάρχουν θεσμοί, για μένα το Ιράν είναι θεσμός ψυχής. Eίναι μαγεία, έμπνευση και θυμός.
Πολλά πράγματα, υποδόρια έχουν ταυτισθεί μέσα μου με το Ιράν. Όπως το ροδόνερο, τα παχιά φρύδια και ο τεράστιος πολυέλαιος στη ρεσεψιόν του Divani Caravel που μου θυμίζει τον αντίστοιχο του τεμένους Ιμάμ Ρεζά στη Μασχάντ.
Μια φορά έκανα βόλτα στο κέντρο της πόλης Πετς στην Ουγγαρία. Μπαίνω σε μια αντικερί και πριν ακόμη προλάβω να καλησπερίσω τον ιδιοκτήτη, σηκώνει το δάχτυλο ψηλά και μου λέει με απόλυτη σιγουριά ''Είσαστε Ιρανός!''.
Όταν ζούσα στην Κωνσταντινούπολη, πήγα για ναργιλέ με ένα φίλο μου στο Τσεμπερλίτας, κοντά στην Αγιά Σοφιά. Γρήγορα μας έφεραν τα τσάγια με τους χαρακτηριστικούς μικρούς κύβους ζάχαρης. Οι Ιρανοί σε αντίθεση με τους Τούρκους δεν διαλύουν τη ζάχαρη βουτώντας τη στο τσάι αλλά τη βάζουν μέσα στο στόμα, στο κενό ανάμεσα στα δόντια και στο μάγουλο. Το μάγουλό σου φουσκώνει και είσαι σαν να έχεις πάθει οδοντικό απόστημα. Πίνοντας τσάι, σίγα σιγά η ζάχαρη λιώνει μέσα στο στόμα σου. Όταν μας έφεραν το τσάι εγώ έβαλα τη ζάχαρη στο στόμα όπως οι Ιρανοί ενώ ο Αχμέτ, ο φίλος μου, την έριξε μέσα στο φλιτζάνι. Επιστρέφει ο σερβιτόρος για να μας φέρει τους ναργιλέδες, με βλέπει με το μάγουλο πρησμένο και με ρωτάει ''İranli misiniz? – Είσαστε Ιρανός;''.
Και ενώ εμένα όλοι με περνάνε για Ιρανό, τη μητέρα μου τη νομίζουν για Ελληνοκύπρια!
Μια από τις πιο έντονες εικόνες που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, ήταν ο αποχαιρετισμός της ιρανής θείας μου. Είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τη ξαδέρφη μου για το καλοκαίρι. Όταν έφτασε η ώρα να επιστρέψουν στην Τεχεράνη, φόρεσε το manteau της, έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της και μπήκαν στο αμάξι για να τις πάει η μητέρα μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Καθόταν στη θέση του συνοδηγού, με αποχαιρετούσε κλαίγοντας και κουνώντας μου το χέρι, μέσα από το τζάμι.
Tην οικειότητα που έχουν οι Ιρανοί τη λατρεύω. Μπορείς να πιάσεις κουβέντα με τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα σου στο μετρό και να σου πει όλη του τη ζωή.
Τη θεία μου έκανα 17 χρόνια να τη ξανά δω. Στο ενδιάμεσο, μιλάγαμε στο τηλέφωνο και φίλαγε το ακουστικό.
Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, πέρασα τον έλεγχο του διαβατηρίου και προχώρησα ώσπου βρέθηκα σε ένα μεγάλο χώρο σαν εσωτερική βεράντα. Στην άκρη υπήρχε μια κυλιόμενη σκάλα από την οποία κατέβαινες στο τμήμα παραλαβής των αποσκευών και τελικού ελέγχου. Από ψηλά έβλεπες όλο τον χώρο να απλώνεται μπροστά σου και στα δεξιά να υψώνεται ένα γυάλινο τοίχος που σε χωρίζει από φίλους και συγγενείς που έχουν έρθει να σε παραλάβουν. Μόλις έφτασα στη σκάλα διέκρινα τη θεία μου από ψηλά. Αυτομάτως το υπογάστριό μου μούδιασε και τα μάτια μου βούρκωσαν. Έτρεξα σαν τρελός να κατέβω τα σκαλοπάτια, έχασα τη μία σαγιονάρα αλλά δε γύρισα να την πάρω. Έφτασα ξυπόλυτος στο γυάλινο τοίχος και σχεδόν με λυγμούς φώναζα στη θεία μου που ήταν από πίσω του. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου και οι αστυνομικοί κόμπλαραν. Αφότου παρέλαβα τις βαλίτσες και πέρασα τον έλεγχο είδα τη θεία μου να της έχει επιτραπεί να περάσει τη διαχωριστική γραμμή και να βαδίζει προς το μέρος μου, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της.
Γραπώθηκα από το manteau της.
Εκείνο το ταξίδι δεν ήταν μια επιφανειακή περιήγηση στα λαμπρά αξιοθέατα μιας αρχαίας χώρας. Ήταν αυτό που με ρωτούσε μια φίλη αφότου επέστρεψα στην Ελλάδα, ''Τελικά υπάρχει αυτό που λέμε ρίζες;''
Στην Τεχεράνη ήμασταν συνεχώς μέσα σε ένα αμάξι και πηγαίναμε να δω όλα τα μέρη στα οποία έζησε η μητέρα μου. Στο πατρικό της σπίτι που δεν μπόρεσα να μπω μέσα αλλά το είδα από τη μάντρα, το σπίτι που έζησε στην εφηβεία της και κείνο που έμενε τα τελευταία χρόνια πριν εγκαταλείψει το Ιράν. Με πήγαν σε όλες τις γειτονιές που έζησε, στο ψιλικατζίδικο που αγόραζε καραμέλες, στο σημείο που υπήρχε η παιδική χαρά που έπαιζε, στον φούρνο που την έστελνε η γιαγιά μου να πάρει ψωμί και υπάρχει ακόμη μετά από μισό αιώνα, στον κινηματογράφο που πήγαινε να δει ταινίες του Χόλυγουντ, στο γυμνάσιο της και στο σημείο που σκοτώθηκε η θεία μου Σιμίν, όταν την παρέσυρε ένα μοτοσακό. Τους τα ζήτησα όλα και μου τα δειξαν όλα.
Όταν με πήγαν στο γυμνάσιο της μητέρας μου, δε δίστασα να χτυπήσω τα κουδούνια των διαμερισμάτων μιας απέναντι πολυκατοικίας. Ο κόσμος ρωτούσε ποιος είναι και γω δεν απαντούσα αλλά ρώταγα ποιο κουδούνι να χτυπήσω για το διαμέρισμα στο τελευταίο πάτωμα. Το βρήκα αλλά οι ένοικοι σάστισαν. Τους είπα ότι έχω έρθει από την Ελλάδα και ότι στο απέναντι σχολείο πήγαινε η μητέρα μου πριν από σαράντα χρόνια. ''Μπορώ να βγω στο μπαλκόνι σας ώστε να βγάλω κάποιες φωτογραφίες το σχολείο από ψηλά;''. Οι άνθρωποι συγκινήθηκαν τόσο που με βάλανε κάτω να πιω τσάι. Αυτή την οικειότητα που έχουν οι Ιρανοί τη λατρεύω. Μπορείς να πιάσεις κουβέντα με τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα σου στο μετρό και να σου πει όλη του τη ζωή.
Μια άλλη μέρα που πλέον είχε μπει το Ραμαζάνι για τα καλά και απαγορεύεται να φας ή να πιείς δημοσίως μέχρι τη δύση του ηλίου, βρισκόμασταν για ψώνια σε ένα εμπορικό κέντρο. Ήταν Αύγουστος και έκανε αφόρητη ζέστη. Ενώ επιστρέφαμε στο στενό που είχαμε παρκάρει, εγώ ο μαλθακός, γκρίνιαζα ότι διψάω. Εκείνη την ώρα είδαμε μια κυρία που έβγαζε τα κλειδιά για να μπει σπίτι της. Η θεία μου τη ρώτησε αν μπορεί να μου δώσει ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψάσω και κείνη με το ζεστό της χαμόγελο, έγινε αστραπή να τρέξει στην κουζίνα της και να γυρίσει με το νερό.
Mε βάλαν και έκατσα οκλαδόν σε ένα χαλί και μου αράδιασαν τις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες σαν να ρίχνανε πασιέντζες. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τις μορφές ανθρώπων για τους οποίους είχα ακούσει αλλά δεν είχα δει ποτέ.
Δεν έχω δει πουθενά στον κόσμο τόσο φιλότιμο και ευγένεια.
Υπάρχει μια ταινία γαλλικής παραγωγής που έχω ξεχάσει πως τη λένε. Πρόκειται για ένα ζευγάρι Γάλλων αλγερινής καταγωγής και τρίτης γενιάς που ταξιδεύει στην Αλγερία, τη χώρα των παππούδων τους. Ο νεαρός είναι μουσικός, δεν έχουν πολλά λεφτά και φτάνουν στο Αλγέρι με χίλια εμπόδια. Εκεί επισκέπτονται το πατρικό της οικογενείας στο οποίο οι ταπετσαρίες και τα έπιπλα έχουν παραμείνει απαράλλαχτα αλλά πλέον έχει εγκατασταθεί μια άλλη οικογένεια. Τον βάζουν να κάτσει στην τραπεζαρία και του φέρνουν ένα μεταλλικό κουτί το οποίο ανοίγει και στιγμιαία αρχίζει να κλαίει όταν βλέπει ως περιεχόμενο, διάφορες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Του τα χαν φυλαγμένα.
Εμένα με βάλαν και έκατσα οκλαδόν σε ένα χαλί και μου αράδιασαν τις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες σαν να ρίχνανε πασιέντζες. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τις μορφές ανθρώπων για τους οποίους είχα ακούσει αλλά δεν είχα δει ποτέ.
Λίγες μέρες πριν φύγω για την Ελλάδα πήγαμε στο κοιμητήριο που αναπαύονται οι δικοί μου και είναι πολύ κοντά στην έρημο που αγγίζει τις νότιες παρυφές της Τεχεράνης. Οι τάφοι είναι σκονισμένοι από άμμο και χώμα και είχαμε πάρει μπιτόνια μαζί μας για να τα γεμίσουμε νερό και να τους πλύνουμε τα μνήματα. Βρέξαμε το μνήμα της θείας μου Σιμίν που έφυγε σε ηλικία 23 ετών, το 1973. Η Σιμίν ήταν φοιτήτρια ιατρικής και σκοτώθηκε μια μέρα ακριβώς πριν αναχωρήσει για το Ηνωμένο Βασίλειο όπου είχε λάβει υποτροφία για να πάει να συνεχίσει τις σπουδές της. Ένα μοτοσακό την παρέσυρε ενώ διέσχιζε τον δρόμο.
Η Σιμίν ήταν μια πολύ μοντέρνα γυναίκα και είμαι σίγουρος πως αν ζούσε θα είχε φύγει από το Ιράν. Ως γυναίκα θα πνιγόταν με όσα συνέβησαν μετά το 1979 και τις απόψεις που έχουν οι μουλάδες για τη θέση της γυναίκας.
Η θεία μου έβγαλε μια μικρή έκδοση Κορανίου, σαν Κοράνι τσέπης, από την τσάντα της και άρχισε να διαβάζει κάποιους στίχους στα αραβικά ενώ η ξαδέρφη μου αφαιρούσε τα πέταλα από τις μαργαρίτες και τους ασφόδελους που είχαμε φέρει γιατί κάποιοι πάνε και κλέβουν τα λουλούδια και τα μεταπωλούν. Σχημάτισε ένα λοφάκι από πέταλα πάνω στη μαρμάρινη πλάκα καθώς εγώ ήμουν αποσβολωμένος και προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα της Σιμίν που μου ΄χαν δείξει στις φωτογραφίες λίγες μέρες νωρίτερα.
Όταν η θεία μου ολοκλήρωσε την προσευχή, έβαλε το Κοράνι στην τσάντα και είπε ''Σίμιν τζουν, Νταμόν ομάντ'' – ''Σιμίν ψυχή μου, ήρθε ο Νταμόν''.
Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν πέθανε η γιαγιά μου, ένας θείος μου και μια θεία μου αρρώστησε βαριά από καρκίνο. Την κηδεία της γιαγιάς μου την είδα σε πέντε διαφορετικά ολιγόλεπτα βίντεο που τράβηξε ο γαμπρός μου και μου τα στειλε με email.
Σε αυτά τα πέντε χρόνια, ο μεταρρυθμιστής πρόεδρος Ροχανί διαδέχθηκε τον σκληροπυρηνικό Αχμαντινεζάντ. Απελευθέρωσε ορισμένους πολιτικούς κρατούμενους ενώ είχε εξαγγείλει ότι θα πατάξει τη λογοκρισία, θα αποφυλακίσει δημοσιογράφους, θα ενισχύσει τα δικαιώματα των γυναικών και θα εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Δύση. Ακόμη και αν τα εννοεί, δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει τίποτα από τα παραπάνω αν δεν έχει την άμεση έγκριση του Ανώτατου Ηγέτη Αγιατολλάχ Χαμενεΐ.
Ο πρόσφατος απαγχονισμός της Ρεϊχανέχ υπενθύμισε τόσο στους Ιρανούς όσο και στη διεθνή κοινότητα πόσο δύσκολο είναι να καταρριφθούν κάποιες ολέθριες αγκυλώσεις του ισλαμικού καθεστώτος. Η θανατική ποινή είναι ειδεχθής ποινή και άκρως προσβλητική για το σύνολο της ανθρωπότητας. Δεν κολακεύει ούτε το Ιράν, ούτε την Κίνα, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ (στις όποιες Πολιτείες εφαρμόζεται) ή όποια άλλη χώρα.
Έγραψα αυτό το κείμενο για τη γνωριμία μου με ένα τόπο που αγαπώ πολύ αν και υπερέχει μέσα μου η άυλη φυσιογνωμία του.
Κατά κάποιον τρόπο οι γυναίκες του Ιράν οι οποίες υποφέρουν είναι και δικές μου γυναίκες.
Είναι οι γυναίκες ενός λαού στον οποίον αισθάνομαι ότι ανήκω.
σχόλια