Από τον Βαγγέλη Μακρή
Ας αρχίσουμε από το τέλος. Εκεί όπου είκοσι θεατές καθόμαστε στο τραπέζι ενός γάμου. Ο ηθοποιός της τελευταίας μας ιστορίας σταματάει την αφήγηση λόγω της επίθεσης που δέχεται. Και εμείς, οι θεατές-καλεσμένοι, «αναγκαζόμαστε» να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά, καθώς βλέπουμε τον αφηγητή μας να δέχεται χτυπήματα στο κεφάλι. Κάποιοι προσπαθούν να πνίξουν ένα γέλιο αμηχανίας καθώς κατεβάζουν τα χέρια. Μάλλον επειδή «αυτά δεν γίνονται εδώ». Ξέρουν ότι όλο αυτό είναι μια πραγματική ιστορία αλλά την ίδια στιγμή είναι ένα ανοιξιάτικο βράδυ Τέταρτης στην Αθήνα.
Όταν στην πρώτη ιστορία ένα ψεύτικο όπλο σημαδεύει τους θεατές, σε μια προσπάθεια να μας δείξει ο πρωταγωνιστής όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται τις απειλές που δέχτηκε για την ζωή του, μια γυναίκα δίπλα μου αντανακλαστικά γέρνει προς τα πίσω σαν να την σημαδεύει αληθινό όπλο. Μετά ακούμε την ιστορία ενός μικρού παιδιού που έφυγε από το Αφγανιστάν για να γλιτώσει από τους Ταλιμπάν, καθώς έβλεπε τον τελευταίο άνθρωπο που τον βοήθησε να πεθαίνει μπροστά του. Παρατηρώ κάτω από το λιγοστό φως του σκοτεινού δωματίου τους θεατές να παίρνουν βαθιές ανάσες.
Αργότερα σε μια άλλη ιστορία θα ακούσουμε για τους νεκρούς συμμαθητές κάποιου. Ο αφηγητής μιλάει για τους σκοτωμένους φίλους του, για την χαμένη παιδική του ηλικία. Βλέπουμε την φωτογραφία καρφωμένη στον τοίχο και διαγράφοντας νοερά τους νεκρούς, δαγκώνουμε τα χείλια μας.
Όμως, όσο και να θες να κατανοήσεις ολοκληρωτικά το φριχτό βίωμα του άλλου, να το νιώσεις στο πετσί σου, δεν μπορείς. Αμηχανία, βαθιές ανάσες, και μερικά τσιμπήματα για τους πιο ευαίσθητους.
«Δεν φέρονται όλοι άσχημα στους μετανάστες. Ο φόβος…» λέει αργότερα μια γυναίκα σε έναν από τους ηθοποιούς της παράστασης, αμέσως μετά τα συγχαρητήρια. Και εκείνος μοιάζει να καταλαβαίνει. Κουνάει το κεφάλι.
σχόλια