Πληροφορίες και Υλικό, ΙI
2014. Νυν. Ο χρόνος όχι μονάχα δεν εξαχνώνει, αλλά επιτείνει, αφαιρεί την όποια σκόνη, μένει γυμνός γρανίτης η ανάμνηση, ατόφιος, βαρύς ο χρόνος, έργο του Κουνέλλη, ο χρόνος. Το λέω εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, συγγραφέας και άνθρωπος που ταξιδεύει στο χρόνο, a cosmonaut of inner space που έλεγε, όπως έχουμε ήδη δει, ο Alexander Trocchi, φιλόσοφος της ζωής, μαουνιέρης στη Νέα Υόρκη, λεττριστής καταστασιακός και beatnik, ο μόνος που ήταν και τα τρία, ο μόνος που συμμετείχε και στα τρία αυτά πρωτοποριακά εγχειρήματα, ο μόνος. 2014. Ο Χάρης Κοντοσφύρης φτιάχνει με τσιμέντο φαιό σαν την Ψυχή της Μακρονήσου τον Νίκο Καρούζο. Των άστρων ο σκύλος, και τωόντι ένας σκύλος πάει στα ερείπια του Sebald και παίρνει ένα τούβλο και το φέρνει και το προσφέρει στον Ποιητή.
1980 & 2007. «Η ζωή δεν έχει πώμα». Ο χρόνος σωρεύεται. Ο χρόνος γίνεται αλύχτισμα και σωρεύεται. Ο χρόνος γίνεται λέξεις από τσιμέντο και σωρεύεται. Ο Θάνος Σταθόπουλος παίρνει το μικρόφωνο στο αχανές υπόστεγο, κάτω από έναν ουρανό καμωμένο από ελάσματα σίδερα λαμαρίνες χάλυβα, και λέει: «Ένας Σωρός Γλώσσα. Ένας Σωρός Γλώσσα. Ένας Σωρός Γλώσσα». Ο Καρούζος αναλαμβάνει τον τηλέγραφο, τα σήματα μορς, το σόναρ, το ραντάρ, το καντράν, το μόνιτορ: «Και κουβεντιάζω με τους δρόμους/ σε γλώσσα που κ’ εγώ δεν ξέρω». Elvis Just Left The Building. Ντριπλάρουμε την απόγνωση. Πιάνουμε τα χωρατά. Πίνουμε ένα μπουκάλι ρούμι. Γιο-χο-χο, γιο-χο-χο/ σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι/ Γιο-ο-χο, γιο-χο-χο/ κι ένα μπουκάλι ρούμι. «Η ζωή δεν έχει πώμα». Γέλια, ομηρικοί γέλωτες, γελάρες. Infinite Jest.
2014. Νυν. Εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, ερειπιώνας και χορταριασμένο χάσμα, φάσμα αχαμνό του Iggy Pop, σαβουρογάμης αναμνήσεων και τελάλης αναμοχλεύσεων, όπως ειπώθηκε, παίρνω την ντουντούκα, ανεβαίνω στο πέτρινο παγκάκι, και με τη δύναμη της φωνής μου κραυγάζω Καρούζο: «Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε/ τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει». Ο εικαστικός Χάρης Κοντοσφύρης βάζει τον ποιητή Νίκο Καρούζο ν’ ακουμπάει αμυντικά σ’ ένα συρμάτινο πλέγμα, αλλά του δίνει σωματοδομή πυγμάχου, του δίνει ζεϊμπέκικο διονυσιασμό, στάση στύσης, ψυχονοητική υπόσταση ανθεκτικού παλαιστή της ζωής, και γύρω του πουλιά να κελαηδούνε. Ζεϊμπέκικος διονυσιασμός, ναι. Τίποτα δεν χάθηκε μ’ όλες τις απανωτές ήττες. Διότι όλα παίζονται ξανά και ξανά στο αλώνι της γλώσσας. Όλα επαναπροσδιορίζονται υπογείως και ανέρχονται στην επιφάνεια με συμπαγή βεβαιότητα. Ξανά. Τούνελ / Πεδίο.
1980. Τριάντα χρόνια πριν. Ελλάδα. Ο Καρούζος στον Άκμονα, στη Μαυρομιχάλη, ανάμεσα στον Αρανίτση και άλλους νεαρούς, αναμένεται η έκδοση του τόμου Νίκος Καρούζος [Σύγχρονοι Ποιητές/3, Άκμων, 1981], κάποιος φίλος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως ο Βασίλης ο Τσιμπίδης, φωτογραφίζει τον ποιητή, όρθιο, για το εξώφυλλο του τόμου. Μετά, η συζήτηση συνεχίζεται, φουντώνει. Ο Καρούζος εμμένει στην υπεράσπιση του κομμουνισμού ως ευγενούς οράματος που μένει ακόμη να γίνει όχημα προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, ο Ευγένιος διαφωνεί έντονα, με ένα ταμπεραμέντο θυελλώδες, εμπρηστικό κοκτέιλ από Norman Mailer και γιουγκοσλαβική καταγωγή (όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει η μακαρίτισσα Μαντώ Αραβαντινού), ο Καρούζος αντεπιτίθεται, στο κρίσιμο σημείο οι τόνοι πέφτουν, τα χείλη χαμογελούν, τα ούζα μας ειρηνεύουν, το μεσημέρι γίνεται απόγευμα, το απόγευμα πάει προς το βράδυ, η παρεξήγηση παίρνει μορφή και σχήμα: διαβάζω ξανά και ξανά, σχεδόν έφηβος, το εκτενές καταιγιστικό ποίημα «Η εμφάνιση του Γιάννη Μακρυγιάννη μέσα στ’ όνειρο μιας άθλιας Πέμπτης (διήγηση)», από τα πιο εκτενή και βουερά του Νίκου («το βουητό του καταρράκτη του χρόνου», έμελλε να γράψει και ο Guy Debord), και συνειρμικά τρέχω στον Allen Ginsberg (φιλοξενούμενος, άλλωστε, κι αυτός στη σειρά του Άκμονα), και στο «Ένα Σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια», με τον Ουώλτ Ουίτμαν πρωταγωνιστή. Ο Καρούζος, μόνιμος στην παρέα: νοερά, μέσα από τα διαβάσματα, αλλά και σωματικά (που σημαίνει επίσης ψυχικά/πνευματικά) στα στέκια, στα μπαρ («το μπαρ είναι το μοντέρνο τέμενος», είπε στον Θάνο Σταθόπουλο), στα «ποτοσχολαστήρια» (όπως, σ’ εμένα, βάφτισε τα μπαρ). Οι νύχτες έγιναν πιο πλούσιες, κι οι μέρες υποφερτότερες.
Συνεχίζεται. Αύριο: «Επάγγελμα είναι η ψυχή μου»
σχόλια