1.
«Ορέστεια» του Αισχύλου
σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, στην Επίδαυρο
Η μέθοδός του, η κοσμοθεωρία του, σφυρηλατεί εδώ και δεκαετίες μια γλώσσα που κινείται με πάθος, με προσήλωση, πέρα από τις λέξεις: προσδίδει δομή στον χώρο και στον χρόνο, συνασπίζει την ενέργεια, προστατεύει τη ζωή από τη διάσπαση, αποφορτίζει το εγώ από το εγώ, προτάσσει τη δυνατότητα της συλλογικής έκφρασης, ενορχηστρώνει το μοίρασμα της οδύνης.
Και είναι μέσα από αυτή την εξοντωτική διαδικασία πειθάρχησης που τα σώματα των ηθοποιών του ωθούνται σταδιακά στα άκρα, συσπώνται, εκρήγνυνται, παραδίδονται στη μέθη της παραφοράς, στροβιλίζονται στα προγλωσσικά μονοπάτια, γκρεμίζονται στη λήθη του συνειδητού και συναντούν, αστράφτοντας, την παλίρροια του διονυσιακού πνεύματος.
Κραυγές που σχίζουν τα σωθικά της γης και ζητούν δικαίωση για κρίματα περασμένα, αλλά όχι λησμονημένα. Άνθρωποι φορτωμένοι κατάρες που ξεχύνονται στους δρόμους, κατειλημμένοι από οράματα. Μάτια κόκκινα, γλώσσες πύρινες που προφητεύουν ολέθρους. Σάρκα μαλακή σαν βαμβάκι και σκληρή σαν μάρμαρο.
Μάτια κόκκινα, γλώσσες πύρινες που προφητεύουν ολέθρους. Σάρκα μαλακή σαν βαμβάκι και σκληρή σαν μάρμαρο.
Μια άγρια εξάντληση, ένας εκστατικός ίλιγγος: αφοπλιστική στην καθαρότητα και την ισχύ της, ποιητική αποκρυστάλλωση σπάνιας λάμψης και ομορφιάς, η «Ορέστεια» του κορυφαίου Έλληνα σκηνοθέτη εντάχθηκε, δικαιωματικά πλέον, στις τάξεις της παγκόσμιας παραστασιακής ανθολογίας.
2.
«One Song»
της Miet Warlop, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Η Βελγίδα εικαστικός και δημιουργός περφόρμανς Miet Warlop συνέθεσε το «One Song» ως προσωπικό ρέκβιεμ για τον εκλιπόντα αδελφό της, μετουσιώνοντας το πένθος σε συναυλία, σε χορό, σε τελετουργία, σε εμπειρία καθαρτήρια, σ’ ένα ρεφρέν αντίστασης, σε μια «κραυγή ενότητας». Η αταξινόμητη αυτή παράσταση δεν προσέφερε απλώς χαρά, ταραχή, συγκίνηση ή απόλαυση. Μας έδειξε, επιπλέον, τον δρόμο για ένα άλλο είδος θεάτρου που τόσο το έχουμε ανάγκη.
Ένα είδος θεάτρου που αρνείται κάθε μίμηση, κάθε αναπαράσταση, κάθε αφηγηματικό κανόνα, κάθε παγιωμένη τεχνική. Ένα θέατρο παρουσίας που δεξιώνεται αβίαστα το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το ανεντόπιστο, αυτό που πλάθεται ανά πάσα στιγμή από τα μείγματα των σωμάτων, των ροών και των εντάσεων.
Ένα θέατρο που θέλει να δώσει και να σπαταληθεί, ανοιχτό στις δυνατότητες που γεννά η απώλεια, στραμμένο προς τη γονιμοποιό διάσταση της επανάληψης. Ένα θέατρο διεγερτικό της βούλησης, ένα εξαιρετικό γεγονός που επαναφέρει το κέντρο βάρους στην εμμένεια, στη σκηνή, στο «εδώ» και στο «τώρα», στα έργα των ανθρώπων που μοχθούν χωρίς ν’ αποθηκεύουν και σωριάζονται χωρίς να υπολογίζουν.
3.
«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σ. Μπέκετ
σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Ο Τερζόπουλος εφηύρε το παιχνίδι από την αρχή: ξανάστησε το έργο –το κομβικότερο του 20ού αιώνα– με τρόπο ρηξικέλευθο, μετατρέποντας την οικεία, χιλιοϊδωμένη έρημη χώρα του «Γκοντό» σε έναν υπερμεγέθη, ανεξέλεγκτο κύβο του Ρούμπικ που απειλεί ανά πάσα στιγμή να καρατομήσει όποιον βρεθεί στο διάβα των περιστρεφόμενων κομματιών του.
Ποτέ η διαδικασία της αναμονής («Περιμένοντας...») δεν υπήρξε τόσο περιπετειώδης: μέσα στη φαινομενική ακινησία υπάρχει πάντα μια ακατάπαυστη αναταραχή, μια διαρκής αναψηλάφηση του χώρου, μια διαρκής ανασύνταξη των υλικών και άυλων δομικών στοιχείων. Το ερεβώδες μαύρο τετράγωνο ανοιγοκλείνει κατά βούληση, αποκαλύπτοντας διαρκώς νέα σχήματα, νέες συντεταγμένες, νέες διαρρυθμίσεις, νέους κινδύνους, κρυφά πηγάδια και άγνωστες ατραπούς.
Το ουρλιαχτό μιας σειρήνας, ήχοι από πολυβόλα και αεροπλάνα, κραυγές πολέμου σκίζουν την ατμόσφαιρα. Δύο άνθρωποι συνομιλούν και οι φωνές τους ξυπνούν τα φαντάσματα, η αγωνία τους αλλοιώνει την πυκνότητα του αέρα, η ενέργεια που εκλύουν διαπερνά τον φλοιό της γης, η επιθυμία τους –για επαφή, για ζωή, για ανατροπή– κάνει τις τεκτονικές πλάκες να ραγίζουν.
4.
«Elizabeth Costello / J.M. Coetzee: Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές» του Ρ.Μ. Κούτσι
σε σκηνοθεσία Κριστόφ Βαρλικόφσκι, στο Φεστιβάλ Αθηνών – Πειραιώς 260
Ο Βαρλικόφσκι δεν μπορεί να ξεχάσει την Ελίζαμπεθ Κοστέλο. Και αυτή η μακροχρόνια σχέση –ταύτισης, θαυμασμού και εναγώνιας μέριμνας– με τη διαβόητη ηρωίδα του (βγαλμένη από τον μυθιστορηματικό κόσμο του νομπελίστα Τζ.Μ. Κούτσι) γεννά ακόμη, δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξή της, πλήθος εκπλήξεων και συγκινήσεων, όπως συνειδητοποιήσαμε παρακολουθώντας την «Elizabeth Costello» του τον περασμένο Ιούνιο στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Είτε βραβεύεται από τους ειδήμονες σε πολυπληθή ακαδημαϊκή εκδήλωση είτε περιπλανιέται με κρουαζιερόπλοιο γεμάτο αδαείς στους πάγους της Ανταρκτικής, πουθενά δεν βιώνει το αίσθημα του ανήκειν η ηλικιωμένη πλέον Κοστέλο.
Αχανείς εκτάσεις μοναξιάς απλώνονται επί σκηνής (πώς πετυχαίνει η σκηνογράφος αυτό το συναίσθημα άραγε;), καμία ανακούφιση σε καμία τοποθεσία, καταραμένοι κρεατοφάγοι σε κάθε γωνιά προτάσσουν το μικρόφωνο, απαιτούν εξηγήσεις, «τι εννοείτε» με το «φεμινιστικό» μυθιστόρημά σας, αδηφάγοι δημοσιογράφοι και άλλα παμφάγα δίποδα μασουλούν το παρελθόν, το έργο, τη ζωή της, φτύνουν επικεφαλίδες και διδάγματα, αρνούνται καθετί το πολύπλοκο, το αμφίσημο, το συμβολικό, το σέρνουν από τα μαλλιά, στο γυάλινο σφαγείο το τεμαχίζουν επιδεικτικά, το περνούν από τη μηχανή του κιμά, οικογένειες-κλουβιά, επιθυμίες βαλσαμωμένες σαν γιγάντια πουλιά και μέσα σε όλα αυτά ένα σώμα που γερνά, λειψό, πλαδαρό, μπανταρισμένο, με παγιέτες τυλιγμένο (σε αυτή την ηλικία πώς τολμά!), ακόμη λαχταρά: τώρα που ο θάνατος είναι κοντά, αλήθεια, τι να πει στους εξεταστές της, πώς να μιλήσει για όλα αυτά, πώς να διασώσει τα σημαντικά;
Ετούτη, ακριβώς, η ηθική όσο και αισθητική επιταγή να μιλήσει κανείς επαρκώς «για όλα αυτά» –τα εκκωφαντικά και τα βουβά, τα σάρκινα και τα υπερφυσικά, τα ιστορικά και τα προσωπικά– δεν βασανίζει μονάχα την ηρωίδα αλλά και τον δημιουργό της∙ και είναι στη διάρκεια της ευγενέστερης των μαχών, υπέρ οντοτήτων ευάλωτων, αφανών και μικροσκοπικών, που η παράσταση –ακόμη κι αν χάνεται, ενίοτε, στους λαβυρίνθους της λογοτεχνικότητάς της– σκαρφαλώνει στις κορυφές της πιο υψηλής αγωνίας, της πιο θεσπέσιας συγκίνησης.
5.
«Μάθε με να φεύγω» του Άκη Δήμου
σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο Hood art space
Αστραφτερές λεκτικές μονομαχίες, παραληρηματικοί μονόλογοι, αντικείμενα-φετίχ, ρομαντικές ολισθήσεις, αλλεπάλληλες αντηχήσεις: κωμωδία, ποίηση και ψυχανάλυση σπάνια συνευρίσκονται τόσο θερμά εναγκαλισμένες όσο εδώ, σε τούτο το συγκινητικά «λοξό», ευρηματικά πολυσήμαντο κείμενο του Άκη Δήμου που συνάντησε αποθεωτική μεταχείριση στα χέρια του Γιάννη Σκουρλέτη και των ηθοποιών του.
Αν όλα τα σημαντικά συμβαίνουν στα σύνορα, εδώ βρισκόμαστε διαρκώς «ανάμεσα» στο Υψηλό και στο Χαμηλό, στον μύθο και στην παρωδία, στο ευγενές και στο μπανάλ, στο παλιό και στο καινούργιο, στο θήλυ και στο άρρεν. Το ρεαλιστικό σκηνικό μιας παλιομοδίτικης vintage τραπεζαρίας φιλοξενεί τις πλέον αντινατουραλιστικές, παρανοϊκές φιγούρες. Οι τρεις ήρωες απεχθάνονται καθετί φυσικό, κομψό, «όμορφο», καλοταιριασμένο.
Έχουν παραπανίσιες τρίχες, κιλά και πόζες. Επιλέγουν τρανς ταυτότητες, τη δημιουργική επανα-σκηνοθεσία του σώματος, υιοθετημένες φωνές, χειρονομίες, βλέμματα. Συνενώνουν τα θραύσματα του παρελθόντος, του οικογενειακού και συλλογικού μύθου με τα είδη, τα ύφη και τις τονικότητες της θεατρικής τέχνης.
Αγοραίοι διάλογοι και ποιητικές εξάρσεις. Kωμωδία μυστηρίου και μελοδραματικές εκλάμψεις. Ένας φανφαρόνος ντετέκτιβ στο μπουντουάρ της Κυρίας με τις καμέλιες. Θέατρο μέσα στο θέατρο και ρόλος μέσα στον ρόλο: ποιος υποδύεται ποιαν και πότε σταματά η «ερμηνεία»; Βολβός κρεμμυδιού με ατελείωτες στρώσεις...
6.
«Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς
σε σκηνοθεσία Antonio Latella, στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου)
Αυτό το φαινομενικά αντι-ρομαντικό ανέβασμα του διάσημου έργου έκρυβε πολλές ευχάριστες εκπλήξεις και, προπαντός, μιαν «άλλη», άκρως γοητευτική Λόρα. Ρίχνοντας με τρυφερότητα το βλέμμα του στη νεαρή ηρωίδα του Ουίλιαμς, ο Antonio Latella δεν είδε, όπως οι περισσότεροι πριν από αυτόν, ένα ευαίσθητο, ντροπαλό κορίτσι με σπασμένες φτερούγες που μιλάει τρυφερά στα ζωάκια του γυάλινου θηριοτροφείου της∙ δεν είδε μια εύθραυστη, ψυχικά τραυματισμένη ύπαρξη, ανήμπορη να επιβιώσει σε αληθινό τόπο και χρόνο, «σωματικά ακατάλληλη ή αταίριαστη με τις απαιτήσεις της κανονικής ζωής», όπως έγραψε κάποτε ένας κριτικός αναφερόμενος στην ελαφριά αναπηρία της.
Επίμονα και συστηματικά, ο σκηνοθέτης την απελευθέρωσε από τα συγκαταβατικά βλέμματα του παρελθόντος και της χάρισε τη σκηνή –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ώστε να ξεδιπλώσει ανεμπόδιστη τη μοναδικότητά της.
Χτυπώντας αψήφιστα το «ανάπηρο» πόδι της στο πάτωμα, η Λόρα του Latella (και της Λήδας Κουτσοδασκάλου που την ενσαρκώνει) αρνείται να συνθηκολογήσει με όσους τη φαντάζονται ως πληγωμένο ζωάκι δίχως προοπτική και πιθανότητα επιβίωσης. Φέρει τη διαφορετικότητά της με φυσικότητα, με γλυκύτητα, αλλά ποτέ με ηττοπάθεια ή αυτολύπηση. Στη σκηνή του ξέφρενου χορού της –που προκύπτει καθώς ερωτοτροπεί με τον παλιό αγαπημένο της, τον Τζιμ– το αναστατωμένο νεαρό σώμα ανακαλύπτει στην τέχνη της κίνησης όλη την ορμή και την ένταση που λαθροβιούσε εντός του.
Η Λόρα που απεχθάνεται τη δουλειά γραφείου και τα τεστ ταχύτητας, που παθιάζεται με τον κόσμο της φαντασίας και της τέχνης, που υπερασπίζεται έναν άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων και εμπλοκής μαζί τους, αναδύεται εδώ σπαρακτικά. Η σκηνή του άγριου αυτού χορευτικού σόλο, η κορυφαία της παράστασης, μετουσιώνεται έτσι σε μια σαρωτική πράξη αντίστασης στις ρυθμιστικές αρχές της ζωής αλλά και σε μια μια εορταστική επιβεβαίωση της δυνατότητας του υπάρχειν πέρα από κάθε ισοπεδωτικό πρότυπο αρτιμέλειας και ομορφιάς.
7.
«Ο αποτυχημένος» του Τόμας Μπέρνχαρντ
σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, στην Πειραματική Σκηνή της Λυρικής
Ποιος είναι ο πραγματικός «αποτυχημένος»; Ο άτολμος; Ο δειλός; Αυτός που αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις και αφήνει το ταλέντο του να φθίνει, να μαραίνεται, να σβήνει; Ο μιμητής; Αυτός που αντιγράφει τις ιδέες και τον θάνατο των άλλων; Ο προδότης της οικογένειας; Ο αθεράπευτα ερωτευμένος με τη δυστυχία του; Αυτός που παραλύει όταν αντικρίζει την εικόνα της άπιαστης τελειότητας; Ή, μήπως, ο αποτυχημένος γεννιέται αποτυχημένος;
Μήπως είναι εκ προοιμίου «ήδη πάντοτε ο αποτυχημένος»; Μήπως προσπαθεί ολόκληρη τη ζωή του να επαληθεύσει εκείνο το αρχικό πόρισμα, εκείνη την ασυνείδητη απόφαση, αναζητώντας το συμβάν, το πρόσωπο ή τη συνθήκη που θα επικυρώσουν τη ματαιότητα της ύπαρξής του;
Το ιλιγγιωδώς πολυεπίπεδο κείμενο του Μπέρνχαρντ υπηρετήθηκε σε τούτη την υψηλής αισθητικής παράσταση με υπέρτατη ακρίβεια από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς του, συνθέτοντας ένα ρευστό, μελαγχολικό τοπίο ήχων, μελωδιών, φωνών και χειρονομιών που μετέδωσαν αβίαστα τη συνειρμική μανία του αφηγητή, τον νοητικό και ψυχικό στροβιλισμό του αλλά και την αίσθηση των πολλαπλών εαυτών, των αινιγματικών παραλλαγών σε ένα σταθερό, εμμονικό μοτίβο, όπως αυτό που συναρμολογούν υπογείως, με κεκαλυμμένη χάρη, οι τρεις ήρωες-εραστές της μουσικής, της μοναξιάς και της υπέρβασης.