Θυμήσου αγάπη μου ― ένα πολυπόστ.
Ένα ποίημα για το 2025, ένα ερωτικό φωτορομάντσο για χίψτερς, η άβολη φάση με τα fancy restaurants των Αθηνών, η απάθεια μπροστά σε μια γυναίκα που καίγεται στο μετρό, ένας αυτοπυρπολούμενος βουδιστής, η επιστροφή στο νησί ως άσκηση autobiographie impersonnelle και η Βέρα Κρούσκα γυμνή σαν όνειρο
Ένα ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον, μπροστά στο νέο χρόνο. Από μια κάρτα του Ροδακιού, το 1996. Το ταξίδι συνεχίζεται, Καλή Χρονιά σε όλους.
Στα κύματα! Ένα μικρό σκαρί στα κύματα!
Κι η νύχτα πέφτει!
Κανείς δε θά βρεθεί για να γυρίσει ένα μικρό σκαρί
Σε κοντινό λιμάνι;
Και λένε οι ναυτικοί ότι ― χτες ―
Καθώς το δείλι σκούραινε
Ένα μικρό σκαρί άλλο δεν άντεξε
Και κύλησε στης θάλασσας τα βάθη.
Και λένε οι άγγελοι οτι— χτές—
Καθώς η αυγή κοκκίνιζε
Ένα μικρό σκαρί,— τσακισμένο από τις θύελλες —
Έστησε τα κατάρτια του — ντύθηκε τα πανιά του —
Και τράβηξε μπρος — θριαμβικά!
― Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Παραμονή πρωτοχρονιάς 1999 στο Ρίο. Ταξίδευα μόνος. Δεν ήθελα τίποτα εκείνη την εποχή, πέρα από το να βρώ ένα καλό μπαρ το βράδι. Φαίνομαι ok, αλλά δεν είμαι. Οι ναυτικοί με κλαίγανε (κι οι ρέγγες)· όμως την ίδια ώρα οι άγγελοι με παίρνανε απ΄το χέρι... Πρέπει να ενωθούν οι τελείες για να καταλάβεις τι σχεδίαζες μέσα στα χρόνια, σχεδόν ερήμην. Πολλές φορές, αυτά που νόμιζες θρίαμβο ήταν ήττα. Και το αντίθετο: αποτυχίες σ' ίσιωσαν, λάθη σε κάνανε άνθρωπο.
Το θέμα είναι ένα. Να ταξιδεύει το μικρό σκαρί ...
ΕΡΩΤΙΚΟ ΦΩΤΟΡΟΜΑΝΤΣΟ
Οι χίψτερς είναι κρυφοδάγκωτα σκυλιά. Έχουν άερα φλώρου, κρύβουν τα ελέη τους κάτω από ρούχα ατσούμπαλα, της ατημελησίας, προβάλλουν το πνεύμα έναντι της σαρκός, κάνουν τους άμοιρους του σεξ, αλλά ενίοτε, αναφλέγονται όπως η βάτος στο όρος Χωρήβ ― οut of the blue, out of context ― και ου κατακαίονται. To στιλ φεύγει από πάνω τους σαν φλούδα από μπανάνα, χμ, ταιριαστή κάπως παρομοίωση, θα την αφήσω, κι από κοτοπουλάκια γίνονται αγρίμια κι αγριμάκια. Σε αυτή την υπεροποζάτη ταινία, που το δεύτερο μέρος της κάποτε μού άρεσε, υπάρχει μια σκηνή σύντομη, μες στον ιδρώ και τους ατμούς, κάτι σαν ατμομηχανή. Κι αυτή είναι κάπως ταιριαστή παρομοίωση, σε βαθμό όμως που πλήττεις, κακώς τις άφησα, τελικά. Μπανάνα, ατμομηχανή, τι λες ρε μπάρμπα!
... και η κορυφαία κινηματογραφική σκηνή του 2024 Από το The Substance
Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ, αντιθέτως. Μιλώ συνέχεια για τον εαυτό μου επειδή δεν ξέρω τίποτε άλλο τόσο καλά. Ή μάλλον, επειδή δεν τον ξέρω τόσο καλά ― κι αυτό είναι τρύπα, σα να μην έχεις σπονδυλική στήλη. Νόμιζα ας πούμε ότι με έχει διαμορφώσει κυρίως το μπούλινγκ για τα σεξουαλικά. Ανακαλύπτω ότι κυρίως είναι η τάξη μου. Η εργατική τάξη μου.
Δεν ήξερα γιατί κάθε φορά που κατεβαίνω στο νησί, πηγαίνω να ξαναδώ αυτό το ερείπιο. Είναι το πρώτο σπίτι μας που ανακαλώ ως μνήμη. Δυο ετών. Σαν τα σπίτια του Ταρκόφσκι― όχι νερό, όχι ηλεκτρικό, βροχή απ’ τα ταβάνια κ.λπ. Μισόγυμνο νήπιο τσαλαβουτάω στη λάσπη της αυλής. Κλαίω.
Γυρνάω εδώ, όχι από νοσταλγία. Ήτανε χάλια για να τα νοσταλγήσω. Επιστρέφω για να καταλάβω τον εαυτό μου, τον άντρα και τη γυναίκα που με γέννησαν, κυρίως τη θέση μας μέσα στην τάξη και την κοινωνία που με διαμόρφωσαν. Είναι για να καταλάβω τους αθέατους ρατσισμούς, την πολιτική μου στάση, τα αίτια της αδυναμίας μας, τήν κόμπλα της καταγωγής μου όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, την αρχιτεκτονική της σκόρπιας μου ζωής. Κάτι σαν autobiographie impersonnelle, ανώνυμη, διαπροσωπική αυτοβιογραφία ― για να κλέψω αναιδώς αυτό που είπε η Ανί Ερνό ότι κάνει στην λογοτεχνία της (κι από κόντά ο Εριμπόν, ο έξοχος Όσεαν Βουόνγκ, ο πιο αδύναμος Εντουάρ Λουί κ.λπ.). Μιλώ για μένα, έχοντας πολλούς στο πλάι μου. Παιδιά που μεγάλωσαν άοπλα σ' αυτό το γκρέμι. Τα υλικά κατεδαφίσεως που ήταν (και είναι) η ελληνική επαρχία.
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΧΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ. Έχω πλέον πειστεί, ότι τα fancy restaurants των Αθηνών δεν απευθύνονται σε μένα. Δεν καταλαβαίνω την αγένειά τους, ούτε τη σπουδαιοφάνειά τους. Το δίωρο σλοτ είναι ασφυκτικό κι ο τρόπος που έρχονται να σου πουν να φύγεις, άγαρμπος. Για να κερδίσουν χώρο έχουν το ένα τραπέζι πάνω στο άλλο. Ο τρόπος που σου πασάρουν τα πιάτα στο τραπέζι, μηχανικός, ρομποτικός, σα να γεννάνε αυγά οι κότες σε μια φάρμα υπό αλύπητους λαμπτήρες, συχνά χωρίς σωστή σειρά, πρώτα το κύριο, μετά το ορεκτικό. Κυρίως το φαγητό: κάποιες φορές είναι ok, αλλά μη τρελαθούμε κιόλας. Δεν άνοιξαν κι οι ουρανοί.
Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες, το θέμα μου δεν είναι να κράξω. Αν και σκασίλα τους. Το βαλκάνιο hype γεμίζει το μαγαζί ― η δημοσιογραφία της γευσιγνωσίας, μπερδεμένη πια, μετά το μαρασμό του Αθηνοράματος, συντηρεί ένα σταρ σίστεμ σεφ, που δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Πας να φας κι αναρωτιέσαι, τι τρώνε και δεν σου δίνουν.
Θα 'λεγα ότι είναι αποκλειστικά δικό μου πρόβλημα, αν δεν υπήρχαν πέντε-έξι εξαιρέσεις στην Αθήνα (και μια στη Θεσσαλονίκη: η «Ηλιόπετρα»). Ή αν δεν είχα φάει συγκλονιστικά σε αρκετά εστιατόρια έξω, χωρίς πτωχαλαζονίες ή άβολες στιγμές.
Χίλιες φορές ο Γαστρονόμος που αντί να ασχολείται με τον σύγχρονο παλιόκοσμο, δεν έχει αφήσει ζωντοχήρα σε γιαλό ή κάμπο που να μη φωτογραφηθεί με ένα ταψί στα χέρια.
...και μερικά ακόμη εξώφυλλα του απαράμιλλου The Gourmand που δυστυχώς μάς αφήσε χρόνους
Μια γυναίκα καίγεται στο ίντερνετ.
Στο δυσοίωνο, συνωμοσιολογικό, σχεδόν παρανοϊκό playground του Έλον Μασκ, το Χ, είδα το βίντεο της γυναίκας που ένας ψυχάκιας έκαψε ζωντανή στο μετρό της Νέας Υόρκης. Η εικόνα των τύπων που την παρακολουθούσαν απλώς τραβώντας τη σκηνή με το κινητό, με αρρώστησαν, παρά την εξοικείωσή μου τα έσχατα χρόνια με την αποενοχοποίηση της βαρβαρότητας στα σόσιαλ κυρίως.
Όχι ότι εκπλήττομαι ακριβώς. Τα περιμένω όλα από το ψηφιακό προλεταριάτο με την τρύπια τσέπη και τα μεγάλα όνειρα, που το 'παιξαν στα ζάρια και το τρέλαναν τα χίπικα γεράκια της Σίλικον Βάλεϊ: αφού το απογύμνωσαν από τον ιδιωτικό του κόσμο, το έπεισαν ότι η άπραγη κακία των social media είναι ελευθερία έκφρασης, κι ο ξέκωλος ναρκισσισμός του ίνσταγκραμ ότι είναι ντόλτσε βίτα.
Ο θάνατος όμως είναι το σύνορο. Μπροστά σε ένα νεκρό, αλλιώς νοιώθουν τα κτήνη κι αλλιώς οι άνθρωποι. Τα κτήνη δεν κάνουν νομοτελειακούς συνειρμούς· ο άνθρωπος κάνει. Τα τζάνκις του κινητού κάνουν κάτι νέο: θεωρούν ότι ο θάνατος είναι το τέλειο timing για να τραβήξεις ένα viral video.
H λέξη αποκτήνωση δεν θα μπορούσε να είναι πιο κυριολεκτική.
Η ΑΥΤΟΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ
Κάτι περικαλλές. Η Βέρα Κρούσκα, σαν όνειρο του Λιντς στο Μαλχόλαντ Ντράιβ, στην χαμηλόφωνη ταινία του Γιώργου Σκαλενάκη «Θυμήσου αγάπη μου»
Η ταινία προβλήθηκε το 1969 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και γιουχαΐστηκε, αδίκως κατά τη γνώμη μου. Δεν είναι αριστούργημα, έχει όμως μια κάποια χάρη κι εντάξει, κάποια εκζήτηση, λίγα φάλτσα στους διαλόγους, αλλά έχει και μερικές στιγμές ανέμελου αισθησιασμού ― τολμηρού για τα δεδομένα τότε. Η τηλεόραση την προβάλλει χωρίς να δείχνει τις γυμνές σκηνές, δηλαδή τις καλύτερες. Η φωτό είναι τραβηγμένη από ιδιωτικό VHS της εποχής!
.