Της Σώτης Τριανταφύλλου από το bookpress
Αυτή την εποχή διαβάζω ό,τι υπάρχει στις γλώσσες στις οποίες έχω πρόσβαση σχετικά με το σταλινικό φαινόμενο. Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε που σπούδαζα «σοβιετολογία» – στα πλαίσια της μελέτης του Ψυχρού Πολέμου. Ο κόσμος έχει αλλάξει: τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έχουν καταρρεύσει, μια σειρά από ιστορικά αρχεία έχουν ανοίξει – μελέτες όπως εκείνη του Ζαν Ελλενστάιν είναι πια ξεπερασμένες. Η επιστήμη της ιστορίας έχει στη διάθεσή της καινούργιες πηγές και εργαλεία, ενώ οι μέχρι προσφάτως απόρρητες πληροφορίες συμπληρώνουν τα κενά, επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν τις υποψίες.
Από το 1989-1990 έχουν γραφεί πολλά για την καταστολή και την κρατική βία στη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα για το σταλινικό καθεστώς και την τρομοκρατία της δεκαετίας του 1930. Η κρατική βία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έχει περιγραφεί με πολλούς και αντιφατικούς τρόπους – ως αυθόρμητη και παράλογη, αλλά και ως ορθολογική, ακόμη και προγραμματισμένη. Άλλοτε θεωρείται αντανάκλαση ενός ανίσχυρου κράτους κι ενός ανασφαλούς καθεστώτος, άλλοτε αντανάκλαση ενός ισχυρού κράτους και μιας αδυσώπητης δικτατορίας. Μερικοί τη θεωρούν αντανάκλαση ενός ανίσχυρου και ταυτοχρόνως ισχυρού κράτους – μια ιδέα που μου φαίνεται ενδιαφέρουσα εφόσον η αντίφαση αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης ιστορίας. Διαβάζω λοιπόν ένα βιβλίο του David Shearer, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ στο Νιούαρκ: δεν πρόκειται για μια ακόμα καταγγελία του σταλινισμού, ούτε για μια απολογία του τύπου «μεγαλείο και τραγωδία»∙ πρόκειται για μια ανάλυση των μορφών βίας που άσκησε το σταλινικό καθεστώς σε διάφορες φάσεις της ιστορίας.
Η σταλινική βία έχει περιγραφεί ως μέρος ενός κράτους σε διαδικασία εσπευσμένου εκσυγχρονισμού, το οποίο χρησιμοποιεί, στο έπακρο και καθ' υπερβολή, μεθόδους μηχανισμών καταστολής που ήταν κατά καιρούς κοινές σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη∙ επίσης, έχει περιγραφεί ως χαρακτηριστικό ενός εκφυλισμένου ή, έστω, ενός νεο-παραδοσιακού κράτους. Οι μελετητές την έχουν αποδώσει στην ιδιομορφία και στην ίδια την ουσία της μπολσεβίκικης νοοτροπίας (που εμπνέεται από τον ασιατικό τρόπο σκέψης και παραγωγής), καθώς και στις επείγουσες ανάγκες του πολέμου και της επανάστασης, ενώ άλλοι μελετητές την έχουν αποδώσει, αν και όχι αποκλειστικά, στον Στάλιν και στην παρανοϊκή του προσωπικότητα.
Το πρόβλημα με τις περισσότερες από αυτές τις ερμηνείες είναι ότι επικεντρώνονται στη μία ή στην άλλη πτυχή της σταλινικής βίας, ή ότι εξετάζουν τη βία ως ένα συνολικό φαινόμενο χωρίς να διακρίνουν τις συνθήκες, τις φάσεις και τις μορφές της σε κάθε στιγμή του χρόνου. Όμως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς και γιατί ο Στάλιν κατέφευγε στη βία, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους την ασκούσε. Επιπλέον, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη βία –όχι μόνον της δεκαετίας του 1930, εφόσον η καταστολή και οι διώξεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1953 τουλάχιστον– στο πλαίσιο της συνολικής δυναμικής της κρατικής βίας.
Μια προσεκτική εξέταση των κύκλων, των τύπων και των λειτουργιών της βίας που μεταλλάσσονται, μπορεί να μας διαφωτίσει γύρω από τη φύση του σταλινισμού, γύρω από το πώς και το γιατί η δεκαετία του 1930 ήταν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εποχή, όπως και γύρω από την πολύπλοκη και μεταβαλλόμενη σχέση του σοβιετικού κράτους με τον σοβιετικό πληθυσμό.
Όπως γράφει ο David Shearer, η πολιτική της καταστολής ήταν περισσότερο ή λιγότερο βίαιη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές∙ ακόμα και μια βιαστική ανασκόπηση των κατασταλτικών πολιτικών μορφών στη διάρκεια της σταλινικής εποχής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Στάλιν χρησιμοποιούσε μορφές καταπίεσης τις οποίες θεωρούσε απαραίτητη συνέχιση της μπολσεβίκικης επανάστασης και του πολέμου εναντίον των κουλάκων – δεν είχε δηλαδή καμιά συναίσθηση ότι ασκούσε πολιτική με καταναγκαστικά μέσα τα οποία ήταν αήθη ή αντικομμουνιστικά: ούτε ο Στάλιν, ούτε ο Λένιν σχετίζονταν με τον Διαφωτισμό που αμφισβητεί την αγιοποίηση των μέσων για τον υπέρτατο σκοπό. Έτσι, στην καταστολή δεν εμπλέκονταν μόνο οι αστυνομικοί μηχανισμοί αλλά ένα ολόκληρο σύστημα ατομικής και πολιτικής επιτήρησης και περιοριστικών μέτρων που είχε ευρεία συναίνεση εξαιτίας της έντονης και συστηματικής προπαγάνδας.
Αυτό το σύστημα οργάνωνε τη σύλληψη και την ανάκριση ατόμων καθώς και τις μαζικές εξορμήσεις απέλασης που αφορούσαν εθνικές μειονότητες και κοινωνικά περιθωριακούς πληθυσμούς. Η καταστολή μέσω αναγκαστικής μετανάστευσης και περιορισμών διαμονής ενίσχυσε τις σταλινικές κοινωνικές ιεραρχίες και δημιούργησε ένα γεωγραφικό μωσαϊκό προνομιούχων και μη προνομιούχων περιοχών, καθώς και οικείων και ξένων «στοιχείων». Δεδομένης της κλίμακας και της έκτασης της καταστολής, μπορούμε να πούμε ότι η καταπίεση και ιδιαίτερα η μαζική κοινωνική βία ήταν, στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, ο πανταχού παρών και αδιάκοπος τρόπος διακυβέρνησης, συστατικό μέρος του τρόπου με τον οποίον το σταλινικό κράτος αντιμετώπιζε τους πολίτες του. Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού αιτίων – της προσωπικότητας του Στάλιν, της φύσης και της νοοτροπίας του σταλινικού inner circle, της μπολσεβίκικης πολιτικής κουλτούρας και των συνθηκών του μεσοπολέμου∙ πράγματι, η ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής νησίδας σε καπιταλιστικό περιβάλλον δημιουργούσε συνθήκες βίαιης αυτοπροστασίας.
Το σοβιετικό κράτος ήταν ανέκαθεν αντιδημοκρατικό και τόσο το τσαρικό, όσο και το σοσιαλιστικό καθεστώς χρησιμοποιούσαν ποικίλες μορφές καταστολής. Όμως, η κλίμακα και η καταστροφικότητα της κρατικής βίας στη δεκαετία του 1930 δεν ήταν σχεδόν ανεξήγητη μόνο για τον σταλινισμό, ήταν σχεδόν ανεξήγητη και για τις ιστορικά έκτακτες περιστάσεις της συγκεκριμένης δεκαετίας. Παρά την αντιδημοκρατική του φύση, ούτε στη δεκαετία του 1920, ούτε στην ύστερη φάση του σταλινισμού (δηλαδή μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), ούτε μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, δεν εφαρμόζονταν τέτοιες μεθόδους μαζικής βίας για να αναδιαρθρωθούν τα κοινωνικά, εθνικά και εδαφικά όρια της χώρας.
Ένα από τα κεντρικά ζητήματα στα οποία επικεντρώνεται λοιπόν ο David Shearer είναι η φύση και η ένταση της βίας στη δεκαετία του 1930 - το πώς και το γιατί διαφέρει από εκείνη της δεκαετίας του 1920 και της μεταπολεμικής περιόδου∙ το πώς ο χαρακτήρας και οι λειτουργίες της καταστολής αλλάζουν στη δεκαετία του 1930 και, εν τέλει, τι μπορούν να μας διδάξουν για το σταλινισμό και για το σοβιετικό κράτος.
Θεωρούμε συχνά την απο-κουλακοποίηση ως το πρώτο μεγάλο κύμα μαζικής καταστολής του Στάλιν, αλλά αυτή η εκτίμηση δεν είναι πέρα για πέρα ακριβής. Στην πραγματικότητα, η εκστρατεία κατά των μοναρχικών, λευκοφρουρών κτλ το 1927 ήταν η πρώτη μαζική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε από την OGPU μετά το τέλος του πολυαίμακτου εμφυλίου πολέμου. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν, όχι για εγκλήματα που είχαν διαπράξει, αλλά απλώς και μόνο λόγω πολιτικών διασυνδέσεων ή ταξικής καταγωγής. Αυτή ήταν η πρώτη δοκιμή του κατασταλτικού μηχανισμού της OGPU και αποτέλεσε την πρακτική εξάσκηση για όσα επρόκειτο να συμβούν τα επόμενα χρόνια. Η αντιμοναρχική εκστρατεία είχε στόχο τη φυσική εξόντωση και τον εκτοπισμό των πολιτικών ομάδων που υπονόμευαν την εξουσία των μπολσεβίκων. Ως εκ τούτου, η εκστρατεία αυτή εμπίπτει στη λειτουργία της OGPU ως οργάνου πολιτικής διοίκησης.
Πράγματι, για πρώτη φορά η χρήση μαζικής βίας εναντίον ενός μεγάλου τμήματος του σοβιετικού πληθυσμού εφαρμόστηκε στην αναγκαστική κολεκτιβοποίηση στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι εκστρατείες αυτές είχαν στόχο την κατάργηση των ιδιωτικών καλλιεργειών και την επιβολή κρατικού ελέγχου στις γεωργικές εκτάσεις: αγροκτήματα και χωριά συγκεντρώθηκαν σε μεγάλες διοικητικές μονάδες (κολχόζ, σοβχόζ), ενώ η επίσημη προπαγάνδα, που περιέγραψε τη διαδικασία ως τον σοσιαλιστικό ανασχηματισμό της αγροτικής ζωής, απέδωσε τη βία στην εχθρότητα της καπιταλιστικής τάξης. Οι αγρότες που αντιστάθηκαν –οι κουλάκοι- αποκουλακοποιήθηκαν. (Το σημερινό ΚΚΕ, με τις σχηματικές γνώσεις για τον σταλινισμό και την ενδογενή έλλειψη δημοκρατικού ήθους, αναφέρεται συχνά στην αποκουλακοποίηση ως απαραίτητο βήμα για το κτίσιμο του σοσιαλισμού σε «μια, μόνη χώρα». Γενικά, έχει ενδιαφέρον η πρόσληψη των μεγάλων σταλινικών καταστροφών, όπως, για παράδειγμα, του λιμού Γολομοντόρ, από τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα). Η ιδιοκτησία των αγροτών κατασχέθηκε και όσοι προσδιορίζονταν ως κουλάκοι συλλαμβάνονταν και απελαύνονταν, ή εκτελούνταν.
Η αντίσταση σε αυτό το είδος της κρατικής παρέμβασης ήταν ευρέως διαδεδομένη, όπως έχουν τεκμηριώσει αρκετοί ερευνητές, αλλά η απάντηση της κρατικής μηχανής ήταν θηριώδης. Στο αποκορύφωμα των εκστρατειών απο-κουλακοποίησης, μεταξύ 1929 και 1932, απελάθηκαν περίπου 2 εκατομμύρια κάτοικοι της υπαίθρου: ο αριθμός δεν περιλαμβάνει τις δεκάδες χιλιάδες που πέθαναν από πείνα και κακουχίες, ή που εκτελέστηκαν χωρίς δίκες. Κατά τη διάρκεια της απο-κουλακοποίησης, η OGPU λειτούργησε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στη δεκαετία του 1920: αν το 1927 η OGPU λειτουργούσε ως πολιτική διοίκηση στην εκστρατεία της εναντίον των μοναρχικών, η υπηρεσία μετατράπηκε στη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης σε επαναστατικό όπλο του κράτους, όπως είχε λειτουργήσει παλιότερα η Τσεκά στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Τα χρόνια της απο-κουλακοποίησης, ο σκοπός της κρατικής βίας ήταν, κυριολεκτικά, επαναστατικός – το να διαλύσει και να επανασυγκροτήσει τις ταξικές (ή γενικότερα, κοινωνικές) και οικονομικές σχέσεις και να επεκτείνει την κρατική πολιτική εξουσία στην ύπαιθρο. Η OGPU, ακόμα και ορισμένα σώματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν μη-δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες για να επιβάλλουν κατασταλτικά μέτρα.
Όπως γνωρίζουμε, δημιουργήθηκαν διοικητικά συμβούλια καταδίκης –τα περίφημα τρόικι– για να επισπεύσουν την καταστολή μεγάλου αριθμού ατόμων. Αυτά τα τρόικι επέβαλαν ποινές στέρησης, απέλασης ακόμη και θανάτου, χωρίς διαδικασία δικαστικού ελέγχου και αποδεικτικών στοιχείων. Η μαζική καταστολή σε αυτή τη μορφή ήταν ένας τρόπος για να επιταχυνθεί αυτό που θεωρήθηκε ως επαναστατική δικαιοσύνη σε μια περίοδο του ταξικού πολέμου. Η ερμηνεία του ρόλου της OGPU ως πολιτικής επαναστατικής δύναμης μού φαίνεται καλά εδραιωμένη∙ το σημείο που έχει αγνοηθεί είναι ότι οι εκστρατείες απο-κουλακοποίησης ήταν, κατά τη γνώμη μου, η μοναδική φορά, εντός των συνόρων της χώρας του 1939, που το καθεστώς χρησιμοποιούσε μαζική βία για επαναστατικούς σκοπούς. Ο David Shearer, ως Αμερικανός, δεν τρέφει ρομαντικές ιδέες για την επανάσταση – άρα, δεν πιστεύει αυτό που διατυπώνουν οι «ανανεωτικοί» και οι αντισταλινικοί επαναστάτες και αριστεροί: ότι δηλαδή, η μπολσεβίκικη επανάσταση έχασε τον δρόμο της και δημιούργησε ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος. O Shearer πιστεύει ότι ο σταλινισμός είναι η φυσική συνέχεια της οκτωβριανής επανάστασης κι ότι ο Στάλιν έλαβε μια σειρά από επαναστατικά μέτρα για να την εδραιώσει. Υπό αυτή την έννοια, κάθε επανάσταση είναι μια «υπερβολή της ιστορίας» που προκαλεί, αναπόφευκτα, εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας: οι βαθύτερες αλλαγές που σημειώθηκαν στην ανθρώπινη ιστορία οφείλονται σε ειρηνικές και όχι σε πολεμικές πράξεις. Σύμφωνα με τον Shearer, αλλά και την ιστορική εμπειρία, κάθε βίαιη επανάσταση «χάνει τον δρόμο της» - κλασικό παράδειγμα είναι η γαλλική που κατέληξε στην τρομοκρατία και, στη συνέχεια, στην παλινόρθωση της μοναρχίας. Ο διαφωτισμός –το ειρηνικό, μεταρρυθμιστικό μέρος της διαδικασίας- μπορεί να θεωρηθεί ως υπεύθυνο για την πρόοδο του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.
Επιστρέφω στη Σοβιετική Ένωση: μετά τη βίαιη αποκουλακοποίηση του 1932-33 που, όπως είναι γνωστό, είχε ως αποτέλεσμα ερήμωση εκτεταμένων περιοχών, λιμό και εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων στα γκούλαγκ, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο συνδυασμός πολιτικής και δημόσιας αστυνομίας διεξήγαγε αυτό που ονομάστηκε «επιχειρήσεις κοινωνικής άμυνας» (operatsii sotsial'noi zashchiti). Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν σχεδιαστεί για να «εκκαθαρίσουν» πόλεις, σιδηρόδρομους, συνοριακές ζώνες και άλλους στρατηγικούς τομείς, που συμπεριλάμβαναν την ελίτ του Κόμματος και τα κρατικά θέρετρα ιαματικών λουτρών, από αυτά που είχαν χαρακτηριστεί ως «κοινωνικά ξένα» και «κοινωνικά επικίνδυνα» στοιχεία – sotsial'nye chuzhie και sotsial'nye vrednye ή opasnye elementy. (Τα γράφω με λατινικούς χαρακτήρες μιας και δεν ξέρω ρωσικά).
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παγιδεύτηκαν σε εκστρατείες σαρώματος εγκληματιών, πρώην καταδίκων, πλανόδιων και ζητιάνων, ορφανών και παιδιών χωρίς επίβλεψη, κοινωνικά περιθωριακών πληθυσμών, αγροτών που εγκατέλειπαν en masse περιοχές πείνας, «αναξιόπιστων» εθνικών μειονοτήτων και άλλων ανεπιθύμητων ή υπόπτων ομάδων. Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν τα απομεινάρια των δραστικών μέτρων του Στάλιν για βιομηχανική επέκταση και πόλεμο στην αγροτιά. Αποστερημένοι από τα υπάρχοντά τους, οι «ανεπιθύμητοι» διασκορπίστηκαν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση: τα μεταναστευτικά κύματα φαίνεται ότι απέκτησαν σχεδόν βιβλικές διαστάσεις. Αυτοί οι πληθυσμοί θεωρούνταν απειλητικοί όχι μόνο για την κοινωνική τάξη της χώρας, αλλά και για την οικονομική πολιτική του καθεστώτος: συνέρρεαν σε πόλεις και βιομηχανικές περιοχές, κατέκλυζαν τις εύθραυστες υποδομές, υπονόμευαν το σύστημα διανομής των ήδη λιγοστών εμπορευμάτων, έφερναν επιδημικές αρρώστιες, όπως η χολέρα και η γρίπη, και προκαλούσαν μικρο-εγκληματικότητα, ιδιαίτερα σχετική με την κλοπή κρατικών αγαθών.
Ένα μεγάλο μέρος της καταστολής που σχετίζεται με τις εκστρατείες κοινωνικής άμυνας εφαρμόστηκε μέσω της επιβολής του διαβατηρίου στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, καθώς και μέσω των νόμων περί διαμονής που τέθηκαν σε ισχύ το 1933. Με μαζικές σαρώσεις σε δρόμους, αγορές, σιδηροδρομικούς σταθμούς, ή άλλους δημόσιους χώρους, η αστυνομία μπορούσε να ελέγχει τα έγγραφα και τα δελτία διαμονής συλλαμβάνοντας ως κοινωνικά επιβλαβείς όσους δεν είχαν τα κατάλληλα χαρτιά. Υποθετικά επικίνδυνοι πληθυσμοί εντοπίστηκαν και στη συνέχεια απομονώθηκαν, κυρίως μέσω απελάσεων και εξοριών, ή αποβολής τους από τις πόλεις, αλλά μερικές φορές και μέσω φυλακίσεων και εκτελέσεων. Έτσι, ενώ το καθεστώς μείωσε τη μαζική καταστολή στην ύπαιθρο, δεν σταμάτησε τη μαζική καταστολή, ούτε κατάργησε τους τρόικι. Σύμφωνα με τα διατάγματα που καθιέρωσαν τη NKVD στα τέλη του 1934, τα διοικητικού τύπου συμβούλια καταδίκης απαγορεύονταν και η καταστολή υποτίθεται ότι εφαρμοζόταν μόνο από δικαστικά όργανα, με εξαίρεση το διοικητικό συμβούλιο πολιτικής καταδίκης της NKVD, το Osoboe soveshchanie. Ωστόσο, αυτός ο περιορισμός στη λειτουργία των τρόικι κράτησε μόνο λίγους μήνες - από την άνοιξη του 1935, μη-δικαστικά συμβούλια καταδίκης της αστυνομίας δημιουργήθηκαν και πάλι για να επεξεργαστούν τον συντριπτικό αριθμό των επικίνδυνων στοιχείων που εντοπίστηκαν στις εκστρατείες αστυνόμευσης σε πόλεις και σε παραμεθόριες περιοχές. Τα αστυνομικά τρόικι δεν μπορούσαν να επιβάλλουν θανατικές ποινές, αλλά μπορούσαν επιβάλλουν ανώτατη ποινή πενταετούς εξορίας ή φυλάκισης – όσο για το Πολιτμπιρό, επέκτεινε το έργο τους το 1936 και, ξανά, τον Μάρτιο του 1937.
Η μαζική κοινωνική και εθνική καταπίεση στα μέσα της δεκαετίας του 1930 αφορούσε γύρω στα δύο εκατομμύρια άτομα, αλλά πολλές ιστορίες που αναφέρονται στην καταστολή ή στην πολιτική αστυνομία του Στάλιν παραβλέπουν τις εκστρατείες για κοινωνική ευταξία. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτές οι εκστρατείες δεν ήταν απροκάλυπτα πολιτικές: αφορούσαν, ας πούμε, εγκληματικά στοιχεία, πολλά από τα οποία ήταν «ανατρεπτικά» ενώ άλλα ήταν «ρυπαντικά». Ο Στάλιν και άλλα ηγετικά στελέχη –ο Μόλοτοφ, ο Μάλενκοφ, ο Γεζόφ, ο Μπέρια- θεωρούσαν την εγκληματικότητα και την κοινωνική ακαταστασία ως το σοβαρότερο πρόβλημα που απειλούσε την πολιτική και την ασφάλεια και του σοβιετικού κράτους. Με τις οδηγίες του Στάλιν, η προστασία της κρατικής περιουσίας και των οικονομικών συμφερόντων αναγνωρίστηκε ως ένα από τα βασικά καθήκοντα της κρατικής ασφάλειας και, ως εκ τούτου, μία από τις βασικές λειτουργίες της OGPU. Γύρω στο 1935, η λειτουργική αρμοδιότητα της πολιτικής αστυνομίας διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλάβει μια σειρά από κοινωνικά ζητήματα: τη μετανάστευση των πληθυσμών, το εμπόριο, την αστυνόμευση της απόρων και των ανέργων, την καταγραφή των πολιτικών ενεργειών, την καταγραφή των κατοικιών, των ορφανοτροφείων, τη δημόσια ασφάλεια στα μέσα μεταφοράς, την εγκληματικότητα των ανηλίκων, και, φυσικά, την αστυνόμευση των μικροκλοπών και της κλοπής κρατικής περιουσίας.
Κοντολογίς, από το 1933, η κύρια λειτουργία της OGPU έγινε η προστασία του κράτους, δηλαδή η κρατική ασφάλεια και όχι η πολιτική καταπίεση. Ο Shearer δεν πιστεύει ότι η σταλινική ηγεσία είχε στόχο την υποταγή των πολιτών μέσω της τρομοκρατίας: ο στόχος της ήταν η «εκκαθάριση», η ταξική ισοπέδωση στο εσωτερικό και η ενίσχυση του σοβιετικού κράτους ως προς το εξωτερικό. Για να γίνει αυτό δημιουργήθηκε μια τερατώδης γραφειοκρατία που είχε αποστολή να αναγνωρίζει και να εξοντώνει εχθρούς.
Οι κοινωνικές «εκστρατείες άμυνας» στα μέσα της δεκαετίας του 1930, και οι μαζικές επιχειρήσεις του 1937 και 1938, έγιναν μυστικά, χωρίς δημοσιότητα, σε αντίθεση με τις δημόσιες δίκες ατομικών «εχθρών» του λαού. Η σταλινική βία δεν αποτελεί μια ευθεία γραμμή, ούτε προνόμιο του Στάλιν: οι μορφές μαζικής καταστολής μετατράπηκαν σε συγκεντρωτικές, μυστικές, επαγγελματικές, και γραφειοκρατικές διαδικασίες για τις οποίες έπαιρνε πρωτοβουλίες πλήθος κομματικών στελεχών. Ο Γκένριχ Γιάγκοντα, αρχηγός της αστυνομίας του Στάλιν, δημιούργησε την αστυνομική δομή της OGPU και της NKVD, ένα είδος σοβιετικής χωροφυλακής. Στη συνέχεια, ο Στάλιν απομάκρυνε τον Γιάγκοντα στα τέλη του 1936, και οι μεγάλες εκκαθαρίσεις του 1937 και 1938 διεξήχθησαν από τον αντικαταστάτη του Γιάγκοντα, Νικολάι Γεζόφ. Παρόλα αυτά, η κατασταλτική μηχανή που έθεσε σε κίνηση ο Στάλιν το 1937 είχε δημιουργηθεί από τον Γιάγκοντα και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η μαζική βία στα τέλη της δεκαετίας του 1930 θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τη συγκεκριμένη στρατιωτικοποιημένη κοινωνική αστυνομία που είχε δημιουργήσει ο Γιάγκοντα. Επρόκειτο για ένα σύστημα ειδικά σχεδιασμένο με σκοπό τη μαζική κοινωνική αστυνόμευση, το οποίο βασιζόταν σε ογκώδη αρχεία δελτίων των διαφόρων «ειδών» πληθυσμού, καθώς και σε μια υποδομή που ήταν βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική διακυβέρνηση της χώρας.
Σχετικά με τη Μεγάλη Τρομοκρατία και τις συνοπτικές δίκες των «εχθρών του λαού» -που, στην πραγματικότητα, ανήκαν λίγο-πολύ στην παλιά γενιά των μπολσεβίκων- γνωρίζουμε πια πολλές λεπτομέρειες. Αλλά, παραλλήλως, διεξάγονταν λιγότερο γνωστές μαζικές επιχειρήσεις που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τη φυσική εξόντωση των ίδιων ανεπιθύμητων ομάδων, «μια για πάντα», όπως είχε γράψει ο Γεζόφ στη διαβόητη διαταγή 00447.
Ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών εγγράφων, πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ τι οδήγησε τον Στάλιν να ξεκινήσει τις διάφορες μαζικές επιχειρήσεις στο τέλος της δεκαετίας του 1930: η ανησυχία για εσωτερική εξέγερση, στην ολοένα και πιο πιθανή περίπτωση πολέμου και εισβολής, ειδικά από την Ιαπωνία, φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στους υπολογισμούς του. Παρομοίως, είναι σαφές ότι οι τοπικοί αξιωματούχοι βρίσκονταν σχεδόν σε πανικό από τη δημοσίευση του νέου συντάγματος το 1936, το οποίο φαινόταν να ενισχύει τις αντισοβιετικές ομάδες στις επαρχιακές και αγροτικές περιοχές της χώρας. Οι προεκλογικές εκστρατείες για το νεοσύστατο Ανώτατο Σοβιέτ φάνηκε επίσης να ενθαρρύνει αντικαθεστωτικά τμήματα του πληθυσμού. Όποιος κι αν είναι ο συνδυασμός των αιτίων, είναι ξεκάθαρο ότι το καλοκαίρι του 1937, το καθεστώς άλλαξε ξαφνικά και δραστικά την πολιτική καταστολής εναντίον των κοινωνικά περιθωριακών πληθυσμών της χώρας – από ανάσχεση σε εξόντωση. Στα τέλη του 1938, εξίσου ξαφνικά, σταμάτησε τη μαζική σφαγή των πολιτών του και επέστρεψε στην πολιτική της αναίμακτης καταστολής. Έτσι κι αλλιώς, το σοβιετικό καθεστώς δολοφόνησε περίπου 700.000 από τους πολίτες του, κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαρίσεων, και φυλάκισε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους.
Δικαιολογημένα, πολλοί μελετητές επικεντρώνονται στο ζήτημα της εξήγησης αυτού του ξαφνικού σπασμού κρατικής βίας, αλλά είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι η φύση της καταστολής των μέσων της δεκαετίας του 1930 και της βίας των μεγάλων εκκαθαρίσεων ήταν τόσο αμυντική όσο και προφυλακτική – για να υπερασπίσει το κράτος έναντι των εχθρών του. Καθ' όσον οι μεγάλες εκκαθαρίσεις αντιπροσώπευαν μια κλιμάκωση της βίας από τις προηγούμενες πρακτικές της κοινωνικής καταπίεσης, οι επιχειρησιακές και πολιτικές γραμμές που συγχωνεύθηκαν στις Μεγάλες Εκκαθαρίσεις του 1937-1938 δεν ήταν καινούργιες. Ήταν γνώριμες σε όλους τους αξιωματούχους της πολιτικής και δημόσιας αστυνομίας. Οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις δεν ήταν μια ξαφνική και ανεξήγητη έκρηξη της βίας, όπως ισχυρίζονται μερικοί ιστορικοί. Αναπτύχθηκαν από τις πολιτικές και αστυνομικές λειτουργικές γραμμές που βρίσκονταν σε εξέλιξη για σειρά ετών. Αυτό που ήταν καινούργιο είναι η κλίμακα και το αιματοκύλισμα της διαδικασίας εκκαθάρισης. Ο Στάλιν, μέσω του αρχηγού της πολιτικής αστυνομίας του, Νικολάι Γεζόφ, ξεκίνησε τη μαζική εκκαθάριση της σοβιετικής κοινωνίας το 1937 και το 1938, προκειμένου να καταστρέψει αυτό που οι ηγέτες πίστευαν ότι αποτελούσε την κοινωνική βάση για την ένοπλη ανατροπή της σοβιετικής κυβέρνησης.
Η πολιτική της μαζικής καταστολής δεν τελείωσε το 1938 – εξυπακούεται. Η πολιτική των μαζικών εθνοτικών απελάσεων συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου –των ομάδων που το καθεστώς θεωρούσε δυνητικά μη-έμπιστους– Γερμανοί, Πολωνοί, Κορεάτες, Τσετσένοι, Φινλανδοί – και στη συνέχεια η καταναγκαστική πολιτική άλλαξε επίκεντρο, και πάλι, μετά το τέλος του πολέμου. Στις νέες επικράτειες της χώρας –στις χώρες της Βαλτικής, στις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας και στη Λευκορωσία– η κρατική βία επανέλαβε τα πρότυπα της αναγκαστικής επαναστατικής αλλαγής και κοινωνικής καταστολής της δεκαετίας του 1930 με εξίσου βίαιες εκστρατείες κατά των αγροτών, ορισμένων εθνοτικών μειονοτήτων και του κοινωνικού περιθωρίου. Μέσα στα προ του 1939 σύνορα της χώρας, ωστόσο, το καθεστώς έπαψε τη μαζική κοινωνική και εθνική εκκαθάριση (εκτός από ορισμένες επιλεγμένες περιοχές) και κατέληξε να βασιστεί σε παραδοσιακές μεθόδους αστυνόμευσης, στη δημόσια συμμετοχή στην κοινωνική επιτήρηση και δικαστικές μορφές κοινωνικής πειθάρχησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι το επίπεδο της καταστολής μειώθηκε. Αντιθέτως, εκατομμύρια ανθρώπων συνελήφθησαν και στη συνέχεια καταδικάστηκαν για κλοπές, παραβάσεις της εργασιακής πειθαρχίας, καθώς και άλλων σκληρών νόμων που σχετίζονταν με την πολιτική του Στάλιν για την οικονομική ανασυγκρότηση. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι καταδικάστηκαν από κανονικά δικαστήρια και όχι από διοικητικά συμβούλια της αστυνομίας.
Μέσα στα σύνορα της χώρας του 1939, η δεσποτική άσκηση βίας έδωσε τη θέση της σε μια νομικο-γραφειοκρατική διανομή της καταστολής. Με άλλα λόγια, η φύση της κοινωνικής καταπίεσης άλλαξε από τη διοικητική επιλογή που βασιζόταν σε αυθαίρετες κατηγορίες κοινωνικής και εθνοτικής ταυτότητας, στις δικαστικές καταδίκες για παραβίαση του νόμου. Οι άνθρωποι καταδικάζονταν από τα δικαστήρια για συγκεκριμένες παραβιάσεις των νόμων και όχι για πιθανή απιστία με βάση κάποια ύποπτη κοινωνική και εθνοτική καταγωγή. Στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, οι άνθρωποι καταστέλλονταν για ό,τι είχαν κάνει και όχι για το ποιοι ήταν, αντιθέτως από ό,τι συνέβαινε στη δεκαετία του 1930.
Οι μεταρρυθμίσεις για τον διαχωρισμό της δημόσιας από την πολιτική αστυνόμευση αντικατοπτρίζουν τη στροφή στη λειτουργία και την πολιτική της καταστολής. Στα μεταπολεμικά χρόνια, μια σειρά από γραφειοκρατικές αναδιοργανώσεις διαχώρισαν τη μιλίτσια από τα όργανα της κρατικής ασφάλειας και έθεσαν την πρώτη υπό το πρώην Υπουργείο Εσωτερικών, το MVD. Οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν ως ξεχωριστό όργανο στο δικό τους υπουργείο, το MGB. Για όσους καταδικάστηκαν σε φυλακές, στρατόπεδα, ποινικούς συνοικισμούς ή παροικίες, ίσως δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά αν είχαν συλληφθεί από την πολιτική ή τη δημόσια αστυνομία - υπήρχε όμως μια διαφορά, και μάλιστα σημαντική: η κοινωνική αστυνόμευση στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων δεν ήταν τόσο θανατηφόρα όσο κατά τη δεκαετία του 1930, και η αλλαγή αυτή αντανακλούσε μια γενική αποστρατιωτικοποίηση της κοινωνικής σφαίρας, αν όχι τη μείωση του αριθμού των ανθρώπων που βίωναν την καταναγκαστική εξουσία του κράτους. Έτσι, ο σκοπός, και ως εκ τούτου οι μέθοδοι, της αστυνόμευσης άλλαξαν από τη δεκαετία του 1930 στα μεταπολεμικά χρόνια. Η κοινωνική αστυνόμευση δεν είχε πλέον στόχο την απομόνωση ή την εξάλειψη των εχθρών του κράτους. Την εποχή μετά τον πόλεμο, οι ηγέτες χρησιμοποιούσαν τον μαζικό εξαναγκασμό, τουλάχιστον εντός των συνόρων του 1939, για να πειθαρχήσουν μια κοινωνία στην υπηρεσία των στόχων της κρατικής οικονομικής ανασυγκρότησης.
Εκ των υστέρων, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να επιβάλει μια ιδεολογική ή πολιτισμική λογική στην μαζική βία που χαρακτήριζε τον σταλινισμό της δεκαετίας του 1930. Στις κλασικές διατυπώσεις του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, η βία θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της μπολσεβίκικης πολιτικής κουλτούρας και ιδεολογίας. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι χρησιμοποιούσαν την «κόκκινη τρομοκρατία» χωρίς ενοχές και ανελέητα εναντίον των εχθρών της επανάστασης στη διάρκεια του αιματηρού αγώνα για τη σοβιετική εξουσία μετά το 1917. Η συστηματική χρήση της κρατικής βίας από τον Στάλιν συνεχίστηκε και επέκτεινε αυτή την τάση στα άκρα. Οι αναμορφωμένες διατυπώσεις αυτού του επιχειρήματος απεικονίζουν τη σταλινική βία ως μία ουσιώδη, «σπλαχνική» πτυχή της πρώιμης μπολσεβίκικης νοοτροπίας και κουλτούρας. Η μπολσεβίκικη πολιτική κουλτούρα ήταν, τουλάχιστον στην τελική σταλινική της μορφή, πέρα για πέρα καταστροφική. Η χρήση βίας κατά της κοινωνίας δεν ήταν, φυσικά, μοναδική στη σταλινική εποχή ή στη σοβιετική ιστορία, και πολλοί μελετητές έχουν τονίσει τις ομοιότητες μεταξύ της σοβιετικής κρατικής βίας και τις πολιτικές εξολόθρευσης της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Ωστόσο, οι διαφορές είναι ποιοτικές – όχι ποσοτικές: το ζήτημα δεν είναι ποιος εξόντωσε περισσότερους αλλά γιατί και πώς. Πράγματι, αν δεν υπήρχε ο Στάλιν, η σοβιετική πολιτική καταστολής θα ήταν πολύ διαφορετική, όπως θα ήταν ίσως πολύ διαφορετική η γερμανική πολιτική καταστολής. Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν εξηγεί για ποιο λόγο, πότε και με ποια μορφή τα καθεστώτα υιοθέτησαν διάφορες μορφές καταστολής και βίας.
Ο Στάλιν και οι άλλοι Σοβιετικοί ηγέτες δεν ενεργούσαν απλώς ή μόνο με ιδεολογικές παρορμήσεις για να δημιουργήσουν έναν εξιδανικευμένο πολιτικό κορμό. Στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν συζητώντας για τις διάφορες πολιτικές ή επιχειρήσεις, τίποτα δεν αντανακλά μια τέτοια συνείδηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι σταλινικοί ηγέτες χρησιμοποιούσαν μαζικές μορφές βίας και καταστολής με στόχο συγκεκριμένα επαναστατικά αποτελέσματα αλλά και για να αντιμετωπίσουν μια σειρά από κρίσεις. Διαβάζοντας το περαιτέρω ιστορικό, στη σημερινή γλώσσα, γίνεται σαφές ότι η απάντηση στις ερωτήσεις γιατί, πότε και πώς, είναι πιο τετριμμένη απ' όσο επιτρέπουν οι μεγάλες ιδέες της νεωτερικότητας. Η δεκαετία ξεκίνησε με έναν επαναστατικό πόλεμο στην ύπαιθρο. Στα μάτια των ηγετών, αυτός ο επαναστατικός πόλεμος μεταλλάχτηκε, παίρνοντας τη μορφή ενός παρατεταμένου κοινωνικού πολέμου σε ευρεία κλίμακα. Προς το τέλος της δεκαετίας, αυτός ο κοινωνικός πόλεμος διαδραματίστηκε μέσα σε μια ακόμη, ευρύτερη και πολύ πιο επικίνδυνη απειλή – εκείνη της εισβολής και της στρατιωτικής σύγκρουσης με εξωτερικές δυνάμεις. Καθεμία από αυτές τις κρίσεις, στην συλλογική άποψη των σοβιετικών ηγετών, είτε ήταν απροσδόκητη, είτε οδηγούσε σε απρόβλεπτες συνέπειες - και καθεμία απαιτούσε απαντήσεις στρατιωτικού νόμου έκτακτης ανάγκης.
Καθεμία από αυτές τις κρίσεις οδηγούσε στην επόμενη με τρόπους που αξιωματούχοι του καθεστώτος ενδέχεται να είχαν προκαλέσει, αλλά δεν είχαν προβλέψει. Η ιδεολογία, η κουλτούρα και η προσωπικότητα διαμόρφωσαν την αντίληψη του Στάλιν γι' αυτές τις κρίσεις και προϊδέασαν τον ηγέτη για να εφαρμόσει την πολιτική της αστυνομικής καταστολής με τον τρόπο που την εφάρμοσε. Διαβάζοντας τα περαιτέρω ιστορικά στοιχεία, όμως, δεν αποκαλύπτεται ούτε κάποια εξιδανικευμένη διαμόρφωση μιας τέλειας κοινωνίας, ούτε η τυχαία παρουσία ενός δικτάτορα, αλλά μια απρόσμενη και περίπλοκη σειρά σεναρίων – ενός καθεστώτος που ταλαντεύεται από κρίση σε κρίση στη διάρκεια μιας περιόδου αλληλένδετων και αυξανόμενων κινδύνων, με αποκορύφωμα την απόλυτη απειλή μιας καταστροφικής διεθνούς ανάφλεξης. Η σύγκλιση των περιστάσεων αυτών, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα και το υπόβαθρο του Στάλιν εξηγούν την ιδιαίτερη μοχθηρία του σταλινισμού στη δεκαετία του 1930. Αυτή η αλληλουχία των περιστάσεων και προσωπικοτήτων ήταν μοναδική για εκείνη την δεκαετία, όπως ο Μόλοτοφ επέμεινε, αμετανόητος, στις συνεντεύξεις που έδωσε στη δεκαετία του 1970.
Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά από μελετητές έχουν αναβιώσει την ιδέα της undergovernance στο σοβιετικό κράτος, ως έναν τρόπο για να εξηγήσουν την κρατική βία επί Στάλιν. Παρά την ανάπτυξη ενός χαοτικού και αναποτελεσματικού γραφειοκρατικού κράτους, το σταλινικό καθεστώς αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη βία ως το μοναδικό τρόπο για να αποσπάσει λιγοστούς πόρους από ένα ευρέως αγροτικό και σχεδόν εχθρικό πληθυσμό. Μια παραλλαγή αυτής της ιδέας περιστρέφεται γύρω από το επιχείρημα του σοβιετικού καθεστώτος ως καθεστώς επιστράτευσης. Μερικοί αναλυτές τονίζουν τις καταναγκαστικές πτυχές του καθεστώτος, ενώ άλλοι τονίζουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους που οδήγησε στην ανάγκη για την κινητοποίηση του πληθυσμού προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Είτε κάτω από τον τίτλο του αδύναμου κράτους, ενός κράτους σε σύγχυση, είτε ενός δεσποτικού κράτους, η ιδέα αυτή πηγαίνει πίσω τουλάχιστον στον Αλεξάντρ Μπαρμίν, που έγραψε στη δεκαετία του 1930 τη βιογραφία του Στάλιν και του σταλινισμού, κι έρχεται σε αντίθεση με τις ερμηνείες, από τον Τρότσκι και μετά, ότι ο Στάλιν ενήργησε ως αρχηγός της γραφειοκρατίας στο πλαίσιο μιας γραφειοκρατικής ταξικής αντεπανάστασης. Είτε εκφράζεται ρητώς είτε σιωπηρώς, το επιχείρημα πίσω από τη θεωρία του αδύναμου ή δεσποτικού κράτους είναι ότι ο τύπος προσωπικής διοίκησης του Στάλιν απαιτούσε γραφειοκρατία, αλλά ήταν ασύμβατη με τις σχέσεις εξουσίας μιας γραφειοκρατικής δικτατορίας. Το τελευταίο –ένα καθαρά γραφειοκρατικό κράτος– έφτασε στο απόγειό του μόνο με τον Μπρέζνιεφ, που στη συνέχεια δεν μπορούσε παρά να τελματωθεί. Ο δεσποτισμός του Στάλιν ήταν δυναμικός, με την έννοια ότι ήταν εγγενώς ασταθής.
Υπό τον Στάλιν, στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν αδύναμο και ταυτόχρονα ισχυρό, όπως είχε τονίσει πρόσφατα ο Κρίστιαν Τάιχμαν. Εξάλλου, υπήρχαν τουλάχιστον δύο είδη κρατών –δύο τύποι διακυβέρνησης– που κάνουν το σταλινικό κράτος να ξεχωρίζει. Ο Στάλιν χάραξε τις θεσμικές δομές του Κόμματος και του κράτους μέσω μιας στρατηγικής, την οποία ο David Shearer ονομάζει δυναμική ακαταστασία. Αναδιοργάνωνε συνεχώς δομές της εξουσίας με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες έτσι ώστε μόνο αυτός να μπορεί να παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Συγγραφείς από τον Άνταμ Ούλαμ μέχρι τον Κρίστιαν Τάιχμαν έχουν δίκιο σ' αυτό. Έτσι, διατήρησε μια ισορροπία ανάμεσα στο Κόμμα και την πολιτική αστυνομία, χρησιμοποιώντας συνεχώς το ένα για να ξεκαθαρίζει το άλλο. Αυτό φαίνεται ότι γινόταν συνειδητά. Όμως, η εφαρμογή της δεσποτικής, ή επεισοδιακής, βίας κατά του πληθυσμού ήταν διαφορετική. Σίγουρα, τα στελέχη του καθεστώτος μεταχειρίζονταν τη δεσποτική βία συνειδητά, ειδικά εναντίον του αγροτικού πληθυσμού. Τα στελέχη του καθεστώτος και η αστυνομία ήταν ισχυρά ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν τη βία ανά πάσα στιγμή, εναντίον οποιουδήποτε, με ατιμωρησία. Ταυτοχρόνως, το κράτος ήταν αδύναμο, δεδομένου ότι η εφαρμογή της βίας δεν ήταν μια εσκεμμένη στρατηγική διακυβέρνησης.
Το ότι η επεισοδιακή βία έγινε καθημερινή πρακτική δεν σημαίνει ότι οι ηγέτες είχαν σκοπό να κυβερνήσουν με αυτόν τον τρόπο. Η διακυβέρνηση σε ύφος εκστρατείας ήταν κοινή, μόνο και μόνο επειδή το κέντρο δεν μπορούσε να επιβάλει γραφειοκρατικό έλεγχο. Αυτό ήταν εμφανές στον τρόπο που η αστυνομία, τόσο η πολιτική όσο και η δημόσια, ασκούσε την αστυνόμευση στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να μονιμοποιήσουν τον αναγκαστικό έλεγχο για να δημιουργήσουν μια σταθερή, πανταχού παρούσα και αυτοτροφοδοτούμενη γραφειοκρατική διαδικασία επιτήρησης και προληπτικής αστυνόμευσης.
Η ιστορία της μαζικής, σταλινικής καταστολής χαρακτηριζόταν τόσο από τη διεισδυτικότητα όσο και από το απρόοπτο, αλλά ο σοσιαλισμός με τη στρατιωτικοποιημένη αστυνομία δεν ήταν το μόνο είδος σοσιαλισμού, ακόμη και για τους σταλινικούς. Όσο κι αν η βία φαίνεται να είναι εγγενές χαρακτηριστικό του σταλινισμού, οι σταλινικοί ηγέτες πίστευαν ότι η μαζική κοινωνική καταπίεση ήταν μια προσωρινή, αν και απαραίτητη, παρεκτροπή της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Τέτοια ήταν η συχνά αναφερόμενη δικαιολογία του Μόλοτοφ, που διατυπώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ότι η καταστολή της δεκαετίας του 1930 ήταν η αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, η συνέχιση της επανάστασης στις ολοένα και πιο επικίνδυνες και απειλητικές διεθνείς συνθήκες πολέμου. Αυτή η άποψη ήταν, πιστεύω, ειλικρινής, αν και ανατριχιαστική. Δεν ήταν απλώς μια προσπάθεια για αιτιολογία εκ των υστέρων.
Αφού η απειλή του πολέμου είχε περάσει, μερικοί σοβιετικοί αξιωματούχοι, αν όχι ο ίδιος ο Στάλιν, άρχισαν να επανεξετάζουν την ιδέα ενός στρατιωτικοποιημένου κράτους σε κατάσταση πολέμου. Τα είκοσι χρόνια στρατιωτικού σοσιαλισμού είχαν ως αποτέλεσμα κοινωνικό χάος∙ κάθε άλλο παρά μια προσεκτικά σχεδιασμένη κοινωνία. Ξεκινώντας μάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η εκδοχή του Στάλιν για τον σοσιαλισμό άρχισε να δίνει τη θέση του σε ένα νέο είδος κρατικού σοσιαλισμού, αυταρχικό μεν, αλλά ήδη κάπως διαφορετικό από το κράτος στρατιωτικού νόμου. Η καταστολή των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων συνεχίστηκε εναντίον επιλεγμένων ατόμων και πολλές πτυχές του σταλινισμού παρέμειναν διαμορφώνοντας την κοινωνική και κρατική ανάπτυξη. Παρόλα αυτά, ο θάνατος του Στάλιν τον Μάρτιο του 1953 επιτάχυνε την εξέλιξη για μια νέα εποχή στη Σοβιετική Ένωση και για μια καινούργια φάση του σοβιετικού σοσιαλισμού. Σ' αυτό το βιβλίο, ο David Shearer περιγράφει το φαινόμενο της κρατικής βίας με στόχο την κοινωνική ευταξία συμπληρώνοντας την εκτεταμένη βιβλιογραφία σχετικά με την καταστολή στη Σοβιετική Ένωση – και καταλήγει στο συμπέρασμα μιας παταγώδους αποτυχίας. Όλες οι σταλινικές νίκες ήταν ακριβοπληρωμένες – το ίδιο και οι ήττες.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Κρατική βία, καταστολή και διακυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης από τη δεκαετία του 1920 έως τη δεκαετία του 1950
David Shearer
Πανεπιστήμιο του Delaware
Οκτώβριος, 2012
σχόλια