Σε ένα διώροφο διατηρητέο κτίριο σε μια σχετικά αφανή γειτονιά της Αθήνας, επί της οδού Αγίας Λαύρας, στην Κηπούπολη Κυπριάδου, η έκθεση με τίτλο «Ο αέρας είναι ανεπαίσθητος, κι όμως κινείται / The Air Is Subtle, Yet It Moves», εγκαινιάζει έναν νέο χώρο τέχνης, το AMA House.
Σε αυτό τον χώρο και σ’ ένα οικοδόμημα των αρχών του 20ού αιώνα, το AMA House, ένας ανεξάρτητος καλλιτεχνικός οργανισμός αφιερωμένος στην προώθηση της σύγχρονης τέχνης μέσω ενός δυναμικού εκθεσιακού προγράμματος, καλλιτεχνικών residencies και αναθέσεων έργων, ξεκινά μια νέα περίοδο προγραμματισμού. Εκεί, θα συνεχίσει να διοργανώνει εκθέσεις, performances και εκπαιδευτικές δράσεις, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή τόσο του ειδικού όσο και του ευρύτερου κοινού. Παραμένοντας αφοσιωμένο στην καλλιέργεια κριτικής σκέψης και στην ενίσχυση της καλλιτεχνικής παραγωγής, το AMA House εμπλουτίζει σταθερά τη σύγχρονη πολιτιστική ζωή, εστιάζοντας στη δύναμη της συνεργασίας και της ανοιχτής ανταλλαγής ιδεών.
Η έκθεση «The Air Is Subtle, Yet It Moves» που εγκαινιάζεται στις 25 Απριλίου πραγματοποιείται μέσα σε έναν χώρο συγκινησιακά φορτισμένο, όπου οι αποικιοκρατικές οικονομίες, η τεχνολογική αυτοματοποίηση και οι αλγοριθμικές αφαιρέσεις ρυθμίζουν σώματα, τοπία και υποκειμενικότητες με τρόπους ταυτόχρονα υλικούς και αδιάληπτους. Οι ιστορίες αυτού του χώρου κυκλοφορούν στον αέρα, διαπερνούν τις υποδομές, αντηχούν σε αρχιτεκτονικές που διαμορφώνουν την εμπειρία του.
Στον πυρήνα της, η έκθεση οργανώνεται γύρω από σχήματα σύμπλεξης και αντιπαράθεσης: τους επαναληπτικούς βρόχους της ιστορίας, τις καταστροφικές αναβιώσεις της αποικιοκρατίας, τους μηχανισμούς που αδιάκοπα προγραμματίζουν και επαναπρογραμματίζουν σώματα και υποδομές.
Η περιοχή όπου λαμβάνει χώρα η έκθεση ξετυλίγεται ως παλίμψηστο αποικιακών φαντασιώσεων και φιλοδοξιών μετάφρασής τους∙ μια «κηπούπολη» όπου το οργανωμένο πράσινο και οι γεωμετρημένες ρυμοτομίες αποτυπώνουν την επιθυμία εξορθολογισμένης αναδιαμόρφωσης του τοπίου. Τα ιδεώδη του σχεδιασμού ρίχνουν φως στην επιμένουσα τάση εξευγενισμού, τις οικουμενικές υποσχέσεις προόδου, αλλά και την επιθυμία επικάλυψης των ετερόκλητων ιστορικών στρωμάτων. Στη σύγχρονη Αθήνα, με τον πολεοδομικό σχεδιασμό σε διαρκή διαπραγμάτευση, η σχέση με έναν οργανωμένο χώρο που δίνει έμφαση στο πράσινο προκαλεί μια αίσθηση θαλπωρής και ενεργοποιεί συναισθήματα νοσταλγίας.

«Η έκθεση όμως επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει τέτοιου είδους μονοσήμαντες αφηγήσεις. Το ερώτημα ενός κοσμοπολίτικου μέλλοντος αιωρείται αμήχανα σε μια πόλη που κατακλύζεται από τον τουρισμό και ταυτόχρονα αποσυντίθεται, ενώ γειτονιές κάποτε ζωντανές από καλλιτεχνική ενέργεια διεκδικούνται ξανά από νέες παρεμβάσεις, χωρίς να είναι σαφές αν αυτές αμφισβητούν ή αναπαράγουν τις συνθήκες που καλούνται να μετασχηματίσουν», λέει ο επιμελητής της έκθεσης Πάνος Γιαννικόπουλος.
Από την κηπούπολη στον αστικό σχεδιασμό
Η κηπούπολη πρότεινε μια σύζευξη οργανωμένης φύσης και ανθρώπινης κατοίκησης, ενσαρκώνοντας την πίστη σε ουτοπικές αναδιαμορφώσεις του αστικού ιστού. Η έκθεση επιμένει στην ιδέα της σύζευξης σε κριτικό αναστοχασμό απέναντι σε διαδικασίες κατάτμησης και επιβολής οριοθέτησης, καθώς και απέναντι στον διαχωρισμό του περιβάλλοντος και της κατοίκησής του, της μνήμης και της διαχείρισης του μέλλοντος, του κέντρου και της περιφέρειας. Ο χώρος δράσης καθιστά τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις προς αυτή την κατεύθυνση απτές και ορατές, το σχεδιασμένο περιβάλλον διασταυρώνεται με μνημονικά ίχνη και τον σύγχρονο πολεοδομικό ιστό αλλά και το μη ανθρωπογενές περιβάλλον, πυροδοτώντας μια αναδιεκδίκηση του χώρου.
Οι εντάσεις που προσεγγίζει η έκθεση εκτείνονται και στη γενεαλογία του ονόματος της περιοχής. Η Κηπούπολη Κυπριάδου φέρει το όνομα του γεωπόνου και μηχανικού που την ίδρυσε, ενώ παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο και τις προγονικές μεταναστεύσεις στην Αίγυπτο και το Σουδάν. Από το κυνήγι και το βαμβάκι ως τις τράπεζες και την αεροπλοΐα, η τεχνολογική και οικονομική επέκταση φαίνεται να αρθρώνεται γύρω από διαδικασίες εξόρυξης, αλλά και περίπλοκες και κάποιες φορές αντικρουόμενες πορείες. Από τον σχεδιασμό ενός πρώιμου αυτόματου πιλότου στις σύγχρονες μορφές αυτοματοποίησης και αλγοριθμικής διακυβέρνησης, από τον κήπο στον νέο συντελεστή δόμησης.
Το ίδιο το κτίριο όπου στεγάζεται η έκθεση φέρει επάνω του τα ίχνη διαδοχικών κατοχών. Καταλήφθηκε από τον βρετανικό στρατό κατά την τελευταία φάση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τον Εμφύλιο, μετατράπηκε σε στρατιωτικό επιτελείο, οι τοίχοι του φέρουν μνήμες επιτήρησης, διοίκησης και σύγκρουσης αλλά και συμβίωσης και επανάκτησης. Στην έκθεση «Ο αέρας είναι ανεπαίσθητος, κι όμως κινείται», αυτά τα ίχνη ενεργοποιούνται∙ λειτουργούν ως δομικά στοιχεία που επηρεάζουν τη μορφή της παρουσίασης.

Μέσα σε αυτό το πεδίο έντασης, οι συμμετέχοντες/ουσες καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες διερευνούν τα ασταθή όρια μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου, παρουσίας και εξαφάνισης, επιφάνειας και ρήξης. Μορφές αναδύονται, γλυπτικές χειρονομίες στέκονται ανάμεσα στον επιτονισμό του μύθου και την απαξίωσή του, ούτε πλήρως υλικά ούτε εντελώς φασματικά. Η αισθητική της κατανάλωσης αποδομείται, αποκαλύπτοντας την καπιταλιστική επιθυμία ως παράδοξο: φετιχοποίηση αλλά και εξάντληση, υπερέκθεση αλλά και κενότητα νοήματος. Το σώμα μετατρέπεται σε πεδίο διεκδίκησης, εκτεθειμένο μέσα από στρώσεις αφαίρεσης, κατάτμησης ή αιώρησης. Συναισθηματικά φορτισμένα στοιχεία μεταμορφώνονται υποδεικνύοντας συνθήκες πίεσης, ευθραυστότητας αλλά και κίνησης, μεταστροφής. Χώροι αναστοχασμού, ανάκλασης αλλά και ανάκλησης δεδομένων θέσεων αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, υπενθυμίζοντάς μας ότι η όραση δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Το σώμα γίνεται χώρος αμφισβήτησης, καλυμμένο και αποκαλυπτόμενο μέσα από χειρονομίες αφαίρεσης, υπερβολής ή επιτέλεσης.
Στον πυρήνα της, η έκθεση «Ο αέρας είναι ανεπαίσθητος, κι όμως κινείται» οργανώνεται γύρω από σχήματα σύμπλεξης και αντιπαράθεσης: τους επαναληπτικούς βρόχους της ιστορίας, τις καταστροφικές αναβιώσεις της αποικιοκρατίας, τους μηχανισμούς που αδιάκοπα προγραμματίζουν και επαναπρογραμματίζουν σώματα και υποδομές. Από τις δομές που κατοικούμε, στα συστήματα που διαμορφώνουν την αντίληψή μας, μέχρι τις εικόνες που μας συγκινούν. Χρονικότητες δονούνται κάτω από τα συσσωρευμένα βάρη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, καταφθάνοντας σπονδυλωτά σαν αντίλαλος· σαν ένα τρεμόπαιγμα, μια ατμοσφαιρική μετατόπιση που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια.



Στην έκθεση παίρνουν μέρος οι καλλιτέχνες/ιδες Rebecca Ackroyd, Jean-Marie Appriou, Adham Faramawy, Harm Gerdes, Jacopo Mazzetti, Jack McConville, Yves Scherer, Μαρία Γεωργούλα, Ραλλού Παναγιώτου, Εύα Παπαμαργαρίτη, Νάνα Σαχίνη, Δέσποινα Χαριτωνίδη.
Οι Rebecca Ackroyd, Jean-Marie Appriou, Adham Faramawy, Harm Gerdes δείχνουν για πρώτη φορά δουλειά τους στην Αθήνα. Η Rebecca Ackroyd παρουσιάζει τη δουλειά της στην Αθήνα μετά το «Mirror Stage Collateral Event of the 60th International Art Exhibition – La Biennale di Venezia», προσεγγίζοντας τη γλυπτική με παιγνιώδη τρόπο, αποδομώντας τις διαδικασίες ως την ουσία τους, μέσα από μια πολυδιάστατη γλώσσα δημιουργίας που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στο σχέδιο, την αφαίρεση και την παραστατικότητα. Γλυπτά μεγαλύτερα από το φυσικό μέγεθος, φτιαγμένα αδρά από σύρμα κοτετσιού και γύψινους επιδέσμους, ορθώνονται επιβλητικά απέναντι στον θεατή, αναδεικνύοντας την ακατέργαστη ποιότητά τους.
Ο Jean-Marie Appriou παίρνει τον έλεγχο των γλυπτικών υλικών –αλουμίνιο, μπρούντζο, γυαλί, πηλό, κερί– για να οραματιστεί φανταστικούς κόσμους που κατοικούνται από ανθρώπινες, ζωικές και φυτικές μορφές. Τα συχνά επιβλητικά έργα του διατηρούν μια οικεία σχέση με τον θεατή, σαν να θέλουν να επικοινωνήσουν καλύτερα την παραδοξότητά τους. Βαθιά ονειρικό, το υλικό σύμπαν του Appriou διαπνέεται από τελετουργικές ανησυχίες. Η μετάβαση μεταξύ των στοιχείων –από το υδάτινο στο εναέριο, από το υπόγειο στο ορατό– είναι από τα κεντρικά θέματα του έργου του καλλιτέχνη.
Ο Yves Scherer στην πρακτική του εξερευνά την έννοια της ταυτότητας μέσα από γλυπτά, lenticular εκτυπώσεις και εγκαταστάσεις που συνδυάζουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, συλλογικές αναμνήσεις και φανταστικές αφηγήσεις, θολώνοντας έτσι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψηφιακή σφαίρα και εικονική διάσταση. Μέσα από τη ζωγραφική του, ο Scherer επικεντρώνεται στη δύναμη που κρύβουν οι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της ανθρώπινης εμπειρίας και στον βαθύ αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στη ζωή μας.

Ο Adham Faramawy εξερευνά μέσα από την πρακτική του ερωτήματα γύρω από το τι σημαίνει να είσαι «ντόπιος» ή «ξένος», καθώς αξιοποιεί τις queer οικολογίες για να αμφισβητήσει την έννοια του «φυσικού» σε σχέση με περιθωριοποιημένες κοινότητες. Εργάζεται σε ένα ευρύ φάσμα μέσων, κινούμενη εικόνα, γλυπτική εγκατάσταση, φωτογραφία, ζωγραφική και επιτοίχιες παρεμβάσεις, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα ποιητική αφήγηση που συνδέει τον μύθο, την ιστορία και το παρόν. Αποφεύγοντας το διδακτικό ύφος, τα έργα του ξεδιπλώνονται σταδιακά για να φωτίσουν ζητήματα όπως η μετανάστευση, η αποικιακή κληρονομιά και οι οικολογικές μεταβολές.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ