— Ποιους ωφελεί τελικά και ποιους βλάπτει η οικιστική ανάπλαση που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα; Είναι ευλογία ή κατάρα;
Το ερώτημα δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν προφανή οφέλη. Το πρώτο είναι η αναζωογόνηση περιοχών που είχαν υποβαθμιστεί ή και ερημώσει. Το δεύτερο είναι η προστασία των διατηρητέων κτιρίων, καθώς υπάρχουν ισχυρά κίνητρα για τη συντήρησή τους, τέτοια που ουδέποτε το κράτος προσέφερε. Το τρίτο είναι ότι η οικιστική ανάπλαση επέτρεψε να δημιουργηθούν ευκαιρίες και θέσεις εργασίας. Διότι δεν είναι μόνο ο ιδιοκτήτης, αλλά και η οικοδομή (που συντηρήθηκε έτσι στα χρόνια της κρίσης) και οι νέες υπηρεσίες που παρακολουθούν τις νέες οικιστικές ανάγκες. Από την άλλη πλευρά, αυτά οδήγησαν σε μετεξέλιξη, ενδεχομένως και αλλαγή, της φυσιογνωμίας επιμέρους περιοχών, σε αύξηση του κόστους της στέγης, ενίοτε και σε αυτό που έχει ονομαστεί εκτοπισμός παλαιών κατοίκων.
«Eιδικά το τουριστικό στοιχείο πρέπει να κληθεί να συνεισφέρει στο συν-ανήκειν, αλλά και στη συλλογική διαχείριση της πόλης. Το τελευταίο στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αναγκαίο, διότι είναι σύνηθες να αναζητούμε πρώτοι τα οφέλη από την πολιτισμική και αρχαιολογική μας κληρονομιά, δίχως όμως να συνεισφέρουμε».
— Υποστηρίζουν πολλοί ότι η οικιστική ανάπλαση βοηθά στην αξιοποίηση παλιών, άδειων και ερειπωμένων κτιρίων της πόλης. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτή την άποψη; Και ποιες βλέπετε να είναι οι επιπτώσεις, ιδίως όταν λαμβάνει τη μορφή της τουριστικής αξιοποίησης;
Η αξιοποίηση είναι, νομίζω, σε ορισμένο βαθμό αναγκαία για να συντηρηθεί αλλά και να αναδειχθεί το πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Από την άλλη πλευρά, η άναρχη τουριστική ανάπτυξη, όταν ιδίως ξεπερνά τη φέρουσα ικανότητα μιας περιοχής, έχει σοβαρές παρενέργειες. Περαιτέρω, για το παραδοσιακό στοιχείο, κριτική έχει ασκηθεί και σχετικά με την αίσθηση του συν-ανήκειν, τη συλλογική μνήμη και τη λειτουργία της γειτονιάς. Ο αντίλογος σε αυτό είναι ότι η φυσιογνωμία της πόλης πάντοτε εξελίσσεται. Δεν πρόκειται να γυρίσουμε ποτέ πίσω στην Αθήνα του 1950. Και σίγουρα το να γυρίσουμε σε κτίρια-φαντάσματα, είτε διότι δεν θα υπάρχει ενδιαφέρον συντήρησης, είτε διότι μόνο πλούσιοι θα μπορούν να τα αποκτήσουν, δεν είναι λύση. Εξάλλου, μια συγκεκριμένη μορφή γειτονιάς προϋποθέτει και κατάλληλη απασχόληση των κατοίκων που να μπορεί να την συντηρήσει.

— Άρα προς τα πού μπορεί να αναζητηθεί λύση;
Νομίζω το σημαντικό είναι να μπορέσουμε να εντάξουμε αρμονικά τις νέες εξελίξεις σε μια ολιστική προσέγγιση. Εδώ έχουμε ανάγκη ο σχεδιασμός να επικαιροποιείται, να είναι υλοποιήσιμος, να μπορεί δηλαδή να συμβαδίζει με τα δεδομένα, και, φυσικά, να μην εργαλειοποιείται. Από εκεί και πέρα, ειδικά το τουριστικό στοιχείο πρέπει να κληθεί να συνεισφέρει στο συν-ανήκειν, αλλά και στη συλλογική διαχείριση της πόλης. Το τελευταίο στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αναγκαίο, διότι είναι σύνηθες να αναζητούμε πρώτοι τα οφέλη από την πολιτισμική και αρχαιολογική μας κληρονομιά, δίχως όμως να συνεισφέρουμε.
— Ειδικά για το κόστος της στέγης, η οικιστική ανάπλαση είναι πρόβλημα;
Στις μεγάλες πόλεις, το πρόβλημα της στέγης είναι πολυσύνθετο. Από τη μία πλευρά, έχουμε μετακίνηση προσώπων από εύπορες χώρες σε χώρες με χαμηλή αγοραστική δύναμη, είτε ως τουρίστες είτε όχι. Η κάλυψη οικιστικού χώρου όμως δεν γίνεται μόνο από αλλοδαπούς. Αφορά στον κοινωνικό χαρακτήρα της ανάπτυξης, δηλαδή στην αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας μιας περιοχής. Αφορά στην εισροή προσώπων διαφορετικού κοινωνικού, πολιτισμικού και οικογενειακού προφίλ. Σε δεύτερο στάδιο, ακολουθούν πιο εύπορες κοινωνικά ομάδες και, δεδομένης της στενότητας χώρου, το κόστος διαβίωσης γίνεται μη ανεκτό για τους παλαιότερους. Μπορούμε όμως να αποφασίσουμε εμείς τι μορφής κοινωνικές σχέσεις θέλουμε; Και είναι δυνατόν να τις επιβάλουμε; Ίσως πάλι η λύση να βρίσκεται όχι τόσο στον σχεδιασμό του χώρου όσο στον έλεγχο των μισθώσεων, οι οποίες έχουν πλέον καταστεί ανεξέλεγκτες. Αλλά, πάνω από όλα, το πρόβλημα έχει να κάνει με την οικονομία και την αγοραστική δύναμη. Φοβάμαι όλα τα άλλα είναι μάχη οπισθοφυλακής.
— Τελικά, θέλουμε την Αθήνα ως έναν παγκόσμιο τόπο αναψυχής ή ως μια πόλη βιώσιμη για τους κατοίκους της; Εσείς τι απαντάτε;
Η πόλη είναι βιώσιμη μόνο αν είναι εξωστρεφής. Άρα θέλουμε και τα δύο, με τρόπο συμπεριληπτικό και ανθεκτικό στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Στο μάθημα, όταν διδάσκω την εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών, συνήθως λέω στους φοιτητές ότι η αρχαία Αθήνα ήταν κάτι σαν τη Νέα Υόρκη του 20ού αιώνα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.