Τόσα χρόνια βαριέμαι να εξηγώ από πού κρατάει η σκούφια μου. «Απ' το Βλοχό. Ένα χωριό της Καρδίτσας. Δηλαδή διοικητικά μόνο ανήκει στο Νομό. Απέχει ένα μισάωρο περίπου από Καρδίτσα, Λάρισα, Τρίκαλα. Εκεί στο τρίστρατο είναι». Κι ακολουθεί ο μακαρισμός: «Α, ωραία εσείς εκεί, έχετε και τη λίμνη Πλαστήρα!». Για να εξηγήσω πάλι ότι είναι σα να μου λένε «Α, ωραία είσαι στους Αμπελόκηπους - έχεις και το Σούνιο!» (νομίζω οι δύο αποστάσεις είναι περίπου ίσες).
Χτες είδα το όνομα του χωριού μου είδηση στο ίντερνετ! Πρώτα στο ηλεκτρονικό πρωτοσέλιδο της Lifo. Τρόμαξα. Είπα θα έγινε κανένα έγκλημα. Έτσι γίνονται γνωστά τα χωριά - κι ύστερα σου λένε «ζούγκλα η Αθήνα». Μα αντί να δω χωριό, σπίτια, ανθρώπους, είδα το βουνό. Βουνό το λέμε εμείς κι ας είναι λόφος. Το Στρογγυλοβούνι μου λοιπόν, σε φωτογραφίες και αερο-video με τη βαριά υπογραφή του βρετανικού Independent. Και η είδηση δεν αφορούσε έγκλημα: ήταν αρχαιολογικής σημασίας. Κάτω απ' το χωριό, πέριξ του βουνού, κρύβεται μια πόλη του 5ου π.Χ. αιώνα! Το ανακάλυψαν κάτι ξένοι αρχαιολόγοι, περαστικοί από τον τόπο - έτσι έλεγε η είδηση.
Ας μιλήσω, λοιπόν, για το βουνό μου. Το δικαιούμαι, γιατί στην ποδιά του μεγάλωσα. Ως τα δεκαεφτάμισί μου εκεί έζησα. Το πατρικό μου βρίσκεται στο τελείωμα του χωριού, εκεί που σηκώνεται το Στρουγγυλουβούν’ - έτσι το προφέρουμε. Απέναντί του είναι το Μακρυβούν’ κι ανάμεσά τους χύνεται ο Ενιππέας, παραπόταμος του Πηνειού. Λόφοι ξεροί, με πολύ χαμηλή βλάστηση και πολλή πέτρα. Φαγωμένοι κι οι δυο, με τα νταμάρια να χάσκουν σα μασέλες.
Πάνω στο Μακρυβούν’ είναι η εκκλησία του χωριού και το νεκροταφείο. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή η χωροταξία μπορεί να διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και την όποια μεταφυσική μέσα μου. Στο χωριό οι νεκροί δεν κατεβαίνουν στον Άδη, μα ανεβαίνουν, και θες δε θες βλέπεις τα μνήματά τους να δεσπόζουν στον υποταγμένο κάμπο με τα «βαμπάκια». Κι από τότε που μαζεύτηκαν αρκετοί δικοί μου εκεί πάνω, συμφιλιώθηκα κάπως με το θάνατο - το δικό μου, όχι το δικό τους.
Η είδηση για το χωριό αφορούσε έγκλημα - ή, καλύτερα, εγκλήματα. Και δεν είχα καμία όρεξη μ' αυτή την αφορμή να μιλήσω για το χωριό μου. Για τον παιδικό μου φίλο θέλησα να πω, το Στρουγγυλουβούν', το βουναλάκι μου, που από χτες κάνει διεθνή καριέρα και το καμαρώνω.
Το Στρουγγυλουβούν' έχει ξωκλήσι, μα δεν έχει πεθαμένους. Στο σπίτι το λέμε και στοιχειό, γιατί τους κρύους μήνες ο ήλιος δύει πίσω του νωρίς και πέφτει νωρίς τ' «απόι», η σκιά του, κι ανάβουμε νωρίς τα φώτα και τη σόμπα.
Το Στρουγγυλουβούν', λοιπόν, που έγινε χτες ανώνυμα γνωστό, έχει κι άλλο όνομα, πιο λόγιο. Λέγεται Αστέριον και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι είναι το Αστέριον που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα - δε θυμάμαι αν το αναφέρει ως βουνό ή ως πόλη. Εκτός από αρχαίο όνομα όμως έχει και αρχαία τείχη. Στη μια πλαγιά το πετρόχτιστο τείχος σχηματίζει πλαγιαστό το γράμμα Α και στην άλλη το γράμμα Σ που εμείς λέμε ότι είναι πλαγιασμένο Μ, κι ότι αυτά τα τείχη τα έχτισε ο στρατός του Μεγαλέξαντρου, αφήνοντας έτσι την υπογραφή ΑΜ (Αλέξανδρος Μακεδών) όταν πέρασε από κει. Ως εδώ η Ιστορία - με τις όποιες, πολλές, αμφισβητήσεις.
Μετά ξεκινάνε οι θρύλοι. Το βουνό είναι κούφιο, μέσα υπάρχει χρυσός, υπάρχουν θησαυροί που κρύβανε οι χωρικοί κατά την οθωμανική περίοδο κ.λπ. Κι άλλοι θρύλοι, πιο μαγικοί. Μες στο βουνό υπάρχει μια χρυσή γουρούνα, μια χρυσή σκρόφα, που κάνει το ένα και κάνει το άλλο - η λαϊκή μούσα οργιάζει.
Ας πω εδώ ότι αρχές του ’90, όταν επέλαυνε αχαλίνωτη η ιδιωτική τηλεόραση, ήρθε στο χωριό μια Λαρισαία να μας κάνει «60 λεπτά χωρίς μοντάζ» (κατ' ευφημισμόν το «χωρίς», και επίτηδες αποφεύγω να την πω δημοσιογράφο). Παρουσίασε, λοιπόν, το χωριό σα να βρίσκεται κάπου στον Αμαζόνιο κι εμάς τους ντόπιους σαν ιθαγενείς, δασκάλεψε μερικούς εύπιστους και θαμπωμένους από την κάμερα συχωριανούς μου να δηλώσουν «φοβόμαστε να περπατήσουμε τη νύχτα, φοβόμαστε τη χρυσή γουρούνα», «αν ανακαλυφθεί το μυστικό που υπάρχει σ' αυτό το βουνό θ' αλλάξει όλη η Ιστορία του κόσμου» κι άλλα τέτοια - ήμουν παρών στο ρεπορτάζ, όλα τα παιδιά είχαμε μαζευτεί, όλα γίνανε μπροστά στα μάτια μας, μα κανείς δεν της έδωσε μια σφαλιάρα της Λαρισαίας (χαίρομαι τώρα που ο κόσμος έμαθε το ίντερνετ κι έκλεισε την τηλεόραση).
Αυτά, λοιπόν, για το βουνό. Ιστορία και θρύλοι. Όπως σε κάθε γωνιά της χώρας. Να όμως που δεν κόβεται εδώ το παραμύθι. Έχουμε κι άλλους θρύλους εμείς στο χωριό μας. Οι θρύλοι αυτοί λοιπόν λένε πως ο τάδε βρήκε αρχαία στο βουνό κι έκανε λεφτά, ο δείνα βρήκε χρυσάφι κι έκανε σπίτια. Κι εδώ αρχίζει το έγκλημα. Η εγκληματική σιωπή της κλειστής κοινωνίας. Κανένας δεν κατέδωσε ποτέ κανέναν. Όλα έγιναν κουτσομπολιό. Όλα έμειναν κρυμμένα κι οι αρχαιοκάπηλοι ατιμώρητοι και φανερά καλοζωισμένοι. Το δε ελληνικό κράτος νικημένο από την κυβέρνηση του βουνού - ή μήπως σύμμαχός της;
Μα το έγκλημα έχει και συνέχεια. Έπρεπε να περάσουν οι ξένοι περιηγητές αρχαιολόγοι για να μας πούνε ότι εδώ κάτι υπάρχει; «Είναι μυστήριο το πώς κανείς δεν έχει εξερευνήσει το λόφο μέχρι σήμερα» είπε ο ξένος. Αργότερα, βέβαια, χτες το απόγευμα, διευκρινίστηκε ότι στην ερευνητική ομάδα μετέχουν και ντόπιοι, ότι η όλη εργασία γίνεται με την άδεια του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού, εν γνώσει του, αλλά η αρχική εντύπωση είναι τόσο ισχυρή που δύσκολα αποδυναμώνεται. Εξάλλου το νέο το μάθαμε από τον Independent κι όχι από τα «60 λεπτά χωρίς μοντάζ» του Mega.
Με το ’να και με τ’ άλλο επιβεβαιώθηκε, πάντως, ο αρχικός μου φόβος. Η είδηση για το χωριό αφορούσε έγκλημα - ή, καλύτερα, εγκλήματα. Και δεν είχα καμία όρεξη μ’ αυτή την αφορμή να μιλήσω για το χωριό μου. Για τον παιδικό μου φίλο θέλησα να πω, το Στρουγγυλουβούν’, το βουναλάκι μου, που από χτες κάνει διεθνή καριέρα και το καμαρώνω.
(Δεν είναι δικό μου, μού το έστειλε ο Χαρίλαος Τρουβάς. Η φωτογραφία είναι από εδώ)
σχόλια