Παράλληλα στις ράγες του τραίνου, δίπλα στο σταθμό των Α. Πατησίων, στέκεσαι στο κράσπεδο και σε κοιτάνε δύο «Καρυάτιδες» στις άκρες της στέγης. Αριστερά και δεξιά. Μια είσοδος πνιγμένη στην πρασινάδα κι ένα όνομα στην επιγραφή που φέρνει κάτι από Νύμφη του δάσους. Μισάνοιχτη συνήθως καγκελόπορτα, αέτωμα με ακροκέραμο, διαφημιστικά stands και πινακίδες σκληρών ποτών, παρτέρια και γλάστρες.
Από τα πιο ιστορικά ροκ club της Αθήνας. Γεννημένο το 1989, το τρίτο κατά σειρά τέκνο μετά από αυτά του Παρνασσού και της Σαντορίνης. Με ακμή, παρακμή και τούμπαλιν. Αυξομειώσεις στις τάσεις και στον κόσμο, όπως είθισται και σε ανάλογες περιπτώσεις.
Πριν ανοίξεις την κεντρική πόρτα, ήδη ακούς κάποια από τα decibels που δραπέτευσαν από το υπόγειο. Πληρώνεις - δεν πληρώνεις και κατάβαση. Σκάλες για underground. Κι ένας διάδρομος - αρένα. Απέναντι στο ύψωμα ο μουσικοκράτορας, αριστερά η μπάρα, δεξιά κερκίδες και στο βάθος δεξιά η «καβάντζα».
Έχει ατμόσφαιρα και χαρακτήρα. Πάντα είχε. Φάτσες σκληρές, σπρωξίματα, headbanging και δυνατή μουσική. Ανάλογα την εποχή και οι θαμώνες. Κλασικές φιγούρες - σημεία αναφοράς και ανά περίοδο παρέες, νιώθουν ότι το μέρος τους ανήκει. Οι μόνοι -και καλά- πελάτες, αυτοί που -στα λόγια- χτίσανε τον κεντρικό τοίχο και κανά δυο κολώνες. Που όποιος ξενικός πατήσει, το βλέμμα ερευνητικό και άκρως κτητικό με το χώρο. Παράσημα τα κερασμένα σφηνάκια και το chat με τους τσεκαδόρους και τις bartender.
Διηγήσεις για καβγάδες. Τσαμπουκάδες και πεσίματα στα 90’s δίνουν και παίρνουν. Για μας τους πιτσιρικάδες, το Τιθόρα μύθος. Κάτι που δεν ακουμπάς. Έσκαγαν παρέες από όλες τις περιοχές για ροκ άσυλο. Έτσι έμεινε. Έτσι λέγεται. Έτσι θα ‘ναι.
Real time playlists. Ένας χώρος, που όπως μου έλεγαν οι παλιοί επισκέπτες, κάποιοι από τους πρώτους, έσκαγαν για να ακούσουν την τότε εναλλακτική μουσική. Μιλάμε για το 1989, πριν την «ελεύθερη ραδιοφωνία», την ιδιωτική τηλεόραση, κτλ. Το Τιθόρα έπαιζε «καινούργια» μουσική, αλλά και παλιότερα ροκ διαμάντια που δεν ακούγονταν στις ντίσκο και τα κλαμπ της εποχής. Ήταν το καταφύγιο μιας φυλής της Αθήνας μια δύσκολη εποχή, όταν τα ροκ ακούσματα δεν ήταν στη μόδα. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δημιούργησε «σχολή» που επηρέασε πλήθος άλλων μαγαζιών όπως το μεταγενέστερο Mo Better.
Εύκολα εξελισσόταν σε στέκι. Μέρος όπου «γιορτάζονταν» όλα τα γεγονότα, από γενέθλια, μέχρι τελευταία μέρα πριν μπεις φαντάρος. Το «πάμε Τιθόρα, πάμε..» σαν κραυγή - ατάκα στις δύσκολες, πρωινές κυρίως, ώρες σε τσίτωνε. Ο ήχος από τα μπουκάλια που χτυπούσε η τύπισσα πίσω από τη μπάρα, ένα 16αρη crash (αν θυμάμαι καλά) και ένα ξύλο σα σήμαντρο πάνω από τα κεφάλια μας σαν εκκρεμές να αιωρείται, χαρακτηριστικά της νύχτας.
Η μουσική χαμήλωνε ανάλογα με τις επισκέψεις από τους ακατονόμαστους, παρέες καρφώνονταν όταν έβγαζαν κρασί χύμα από την τσάντα, φλερτ στα σκοτάδια, κεφάλια κρεμασμένα από τη ζαλάδα, πατώματα που κολλάνε από τα χυμένα ποτά, τηλεοράσεις στις προθήκες - τζαμαρίες να παίζουν Woodstock και Πανούση στον «Βρικόλακα των Εξαρχείων», ο κήπος πίσω από το μπαρ να σε αποπροσανατολίζει και το φως από τα κινητά που άναβαν για παραγγελίες στο dj να αποσπούν την προσοχή σου.
Κλεισμένες φωνές για το «Killing in the name of» με την απαραίτητη μετάφραση στα ελληνικά στο refrain, κινήσεις τύπου χάνομαι και goth χορευτικά για το «Temple of love» και η εναλλακτική έκσταση του «Bullet with butterfly wings» σαν trademarks μιας εποχής. Όσο για ελληνικές νότες, πέρα από τα κλασικά (Μωρά, Τρύπες, Κρίνα, Ξύλινα) ακόμα βουίζουν τα αυτιά μου από μια «νύφη που φορούσε μαύρα» και τον Τσίγκο να μουρμουράει για έναν «πονοκέφαλο που τσεκουρώνει».
Στο κλείσιμο μπαλάντα. Ένας διαφορετικός τρόπος καληνύχτας, ένα υπονοούμενο κοινώς, ή απλά «φίλε κλείνουμε». Άναβαν τα φώτα, έψαχνες τα πράγματά σου, σηκωνόσουν, χαιρετούσες συνήθως με νεύμα και σιχτίριζες το πώς θα ανέβεις τις σκάλες.
Ακόμη υπάρχουν events, μέρες με αφιέρωμα σε καλλιτέχνες ή συγκεκριμένα είδη μουσικής. Resident djs και έκτακτες συμμετοχές. Προσκεκλημένοι και happenings. Τακτικοί θαμώνες κι άλλοι που επιστρέφουν να πάρουν τη δόση τους. Όπως, κάποιοι από εμάς.
σχόλια