Beavis and Butthead
Είναι μεσημέρι, μόλις έχουν φάει οι ασθενείς όταν εισβάλλει απ το πουθενά στον θάλαμο, ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Είναι σε κατάσταση πανικού, τον οποίο εξωτερικεύει με λίγο άκομψο τρόπο. Θέλει να μάθει τι έχει ο κάθε ασθενής που βρίσκεται στο δωμάτιο και ταυτόχρονα να μοιραστεί την αγωνία του για τα αποτελέσματα της δεύτερης εξέτασης που περιμένει. Κανένας δεν φαίνεται να ενοχλείται, όλοι του απαντούν στις ερωτήσεις του με λεπτομέρειες (πότε ανακάλυψαν την ασθένεια, σε πιο στάδιο της θεραπείας είναι κ.τ.λ) και ταυτόχρονα προσπαθούν να τον καθησυχάσουν λέγοντας του ότι θα πάνε όλα καλά. Σκέφτομαι ότι και εγώ στην ίδια κατάσταση πανικού θα ήμουν αν περίμενα τα αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, αλλά δεν θα εξωτερίκευα τον πανικό μου, ούτε φυσικά θα είχα το θάρρος-θράσος να μπω σε ένα δωμάτιο με άγνωστους ασθενείς και να αρχίσω τις ερωτήσεις.
Έχει περάσει πάνω από μια ώρα και συνεχίζει απτόητος, μέχρι που ρωτάει «Και αν όλα δεν πάνε καλά;». Τότε, ένας ασθενής γύρω στα πενήντα του απαντά «Ε τότε ραντεβού στον άλλο κόσμο» και βάζει τα γέλια. Γελάει και ο Δ. Ο άντρας ανοίγει την πόρτα και εξαφανίζεται. Όσοι είμαστε δίπλα στους ασθενείς κάνουμε πως δεν ακούσαμε. «Γιατί δεν γελάς;» με ρωτάει ο Δ. «Γιατί δεν γελάω με χοντράδες» του απαντάω και φυσικά λέω ψέματα. Θυμάμαι τα γέλια που είχα ρίξει μόνος μου βλέποντας τους Beavis and Butthead παλιότερα ή το South Park τα τελευταία χρόνια. Ποιος νοιάζεται για την πολιτική ορθότητα όταν είναι μόνος του στον καναπέ;
Στον δωμάτιο ενός νοσοκομείου το μη πολιτικά ορθό χιούμορ, προκαλεί ρίγη τρόμου, απ ότι φαίνεται περισσότερο στους υγιείς παρά στους ασθενείς.
Καρπούζι και κακή τηλεόραση
Ακούω έναν ασθενή απ το διπλανό κρεβάτι να περιγράφει το αγαπημένο του burger. Είναι το πρώτο πράγμα που θέλει να φάει όταν τελειώσουν όλα αυτά. Έχει μια σαδιστική ή μαζοχιστική εμμονή στις λεπτομέρειες. Κιμάς από το κρεοπωλείο της γειτονιάς του, φρέσκια ντομάτα απ το χωριό της θείας του, το αγαπημένο του τυρί, ροδέλες φρέσκου κρεμμυδιού.
Στον διάδρομο κάποιος λέει «Μόλις βγούμε θα φας όση πίτσα θες, τώρα δεν γίνεται».
Ο Δ μου λέει «Θέλω ποτό και αλάτι».
Όταν γυρίζω σπίτι απ το νοσοκομείο, φτιάχνω μια απλή μακαρονάδα. Από πάνω βάζω όσο τυρί θέλω και μετά από καιρό πίνω ένα ποτήρι Coca Cola.
Ύστερα τρώω στο τραπέζι της κουζίνας, την πρώτη φέτα καρπούζι του φετινού καλοκαιριού. Στο καθιστικό παίζει, η ανοιχτή τηλεόραση. «Σταματίνα μου για εμένα ο Armani δεν είναι σχεδιαστής είναι έμπορας. Δεν τον δέχομαι σαν σχεδιαστή» ακούγεται η φωνή ενός βλάκα. Ακόμα και αυτή η απόλαυση, το καρπούζι και η κακή τηλεόραση ένα μεσημέρι του Ιούλη δεν μου φαίνεται πια δεδομένη
σχόλια