Αθώος. Μέχρι να βγουν τα Ray-Ban και να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Τα ίδια μάτια κάθε φόρα. Γύρω-γύρω από την καφέ ίριδα μικρές κόκκινες γραμμούλες. «Αίμα. Ρυάκια» σκέφτεται. Παρατηρεί την μαύρη κόρη. Του αρέσει το χρώμα. Θυμίζει την σημαία τους. Ύστερα βλέπει για λίγο την ωχρή επιδερμίδα του. «Κίτρινο» μονολογεί καθώς τα δάχτυλα αγγίζουν το βαφτιστικό σταυρουδάκι του. Κατεβάζει το βλέμμα προς τα κάτω και τον παρατηρεί. «Αγκυλωτός θα ήσουν καλύτερος. Θα σε λιώσω ρε» και γελάει.
Εκείνο το ηλίθιο αυτάρεσκο γέλιο. Τα μάτια δεν αλλάζουν έκφραση. Κοιτάνε σταθερά προς τα έξω. Μια φορά κοίταξαν τα μάτια του προς τα μέσα και ήθελε να βγει στο δρόμο. «Θέλω να τους σπάσω τα κόκαλα. Να ξεβρομίσουμε» και μετά ακούει την εσωτερική φωνή: «Βλάκα, δεν θα κάνεις τίποτα. Είσαι η βιτρίνα. Βούλωστο. Κάνουν άλλοι την δουλειά».
Συνεχίζει να κοιτάζεται στο καθρέφτη του μπάνιου. Μερικές φορές μόνος του κάνει αστείες γκριμάτσες. Θα ήθελε τώρα να έχει έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Εκείνον που σου κάνει το κεφάλι να φαίνεται σαν μακρόστενη κολοκύθα. Η αστεία πλευρά του βγαίνει μόνο μπροστά στον καθρέφτη. Παλιότερα, πριν τους συντρόφους, έκανε πρόβες χορού σε έναν ολόσωμο. Φανταζόταν τον εαυτό του πρωταγωνιστή σε ταινία με δικό του σενάριο. Ακόμα δεν είχε βρει την ιστορία αλλά ήξερε το φινάλε: Θα χόρευε ταγκό με μια ξανθιά πατώντας πτώματα υπανθρώπων.
Ιδρώνει με την σκέψη. Ένα μικρό αλμυρό ρυάκι ιδρώτα τρέχει από το μέτωπο. Φτύνει στο νιπτήρα. Η σκέψη των υπανθρώπων και μόνο τον ανακατεύει.
Κάθεται ανακουφισμένος στον καναπέ. Και ανοίγει την τηλεόραση. «Αθώος, αθώος, αθώος» ακούει. «Και από κάτω θα παίζει την «Λίμνη των Κύκνων» και από πάνω θα ακούγεται «αθώος, αθώος, αθώος» και εγώ θα χορεύω πάνω από τα πτώματα» επαναλαμβάνει.
Σαν μαύρη λούπα πάνω από τις ζωές όλων οι λέξεις ακούγονται. Ο καθρέφτης του καθιστικού δείχνει έναν έφηβο που παρακολουθεί την πρώτη του τσόντα χωρίς τους γονείς. Οι καθρέφτες δεν λένε ποτέ ψέματα.
σχόλια